Ν. Μαραβέγιας στα "Νέα": Δυνατότητες και περιορισμοί της ελληνικής οικονομίας

Τελευταία ενημέρωση: Κυριακή, 25 Σεπτεμβρίου 2022 13:30

Ν. Μαραβέγιας στα "Νέα": Δυνατότητες και περιορισμοί της ελληνικής οικονομίας

 Δυνατότητες και περιορισμοί της ελληνικής οικονομίας"

Η πιο σημαντική προϋπόθεση για την ισχυροποίηση των δυνατοτήτων και για την αντιμετώπιση των περιορισμών της ελληνικής οικονομίας είναι
η διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας και η εφαρμογή αναπτυξιακής
οικονομικής πολιτικής με συνετή δημοσιονομική διαχείριση

Άρθρο μου στην εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ"

Με αφορμή τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού και των πολιτικών αρχηγών των κομμάτων της αντιπολίτευσης στην πρόσφατη Εκθεση της Θεσσαλονίκης, έχει ενδιαφέρον να εξεταστούν οι δυνατότητες και οι περιορισμοί της ελλη- νικής οικονομίας μετά την «υποχώρηση» της πανδημίας και την «έλευση» του πληθωρισμού.

Τα βασικά στοιχεία που έχουν καταγραφεί μέχρι τώρα δείχνουν έναν αξιοθαύμαστο δυναμισμό της ελληνικής οικονομίας το 2022 με καλές προοπτικές για το 2023. Η αύξηση του ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο υπολογίζεται στο 8% περίπου, η οποία μαζί με την αύξηση του ΑΕΠ του 2021 υπερκαλύπτει ήδη την υποχώρηση που σημειώθηκε το 2020 από την παύση των οικονομικών δραστηριοτήτων εξαιτίας της πανδημίας (τουρισμός, εστίαση, ταξίδια, ψυχαγωγία κ.λπ.) Ο τουρισμός, οι εξαγωγές και οι επενδύσεις στο πρώτο εξάμηνο του 2022 βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος μαίνεται στην Ουκρανία. Προφανώς, η διοχέτευση δημοσιονομικών πόρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας και του πληθωρισμού (πε- ρίπου 50 δισ. τα δύο τελευταία χρόνια) έχει συμβάλει στην αύξηση της κατανάλωσης. Παράλληλα, η ενίσχυση των επενδύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ έχει δημιουργήσει θετικές προοπτικές στους επενδυτές.

Ομως τα παραπάνω δεν είναι αρκετά για να ερμηνεύσουν τις πολύ καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Προφανώς, η ασκούμενη οικονομική πολιτική έχει συμβάλει στη θετική αυτή κατεύθυνση, καθώς έχουν σημαντικά μειωθεί οι συντελεστές φορολογίας για τις επιχειρή- σεις και (λιγότερο) για τους ιδιώτες και έχουν αποζημιωθεί αρκετά οι επιχειρήσεις που έμειναν κλειστές λόγω της πανδημίας. Παράλληλα, έχει αρχίσει και η δανειοδότηση της οικο- δομής και γενικότερα της οικονομίας από τις τράπεζες, καθώς έχουν μειωθεί σημαντικά και τα «κόκκινα δάνεια». Αυτή η θετική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας αποτελεί εξαίρεση σε σύγκριση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, εφόσον ο μέσος όρος αύξησης του ΑΕΠ της ευρωζώνης δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 2,5%-3% το 2022 και το 1% το 2023, ενώ στην Ελλάδα τα αντίστοιχα ποσοστά εκτιμάται ότι θα είναι 5,5% και 2,5%. Το ερώτημα είναι βεβαίως κατά πόσο μπορεί να διατηρηθεί αυτή η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας μέσα σε ένα ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πε- ριβάλλον προβλεπόμενης στασιμότητας ή/και ύφεσης. Η κάμψη της αναπτυξιακής δυναμικής, που παράγει φορολογικά έσοδα απαραίτητα για την ενίσχυση των ευάλωτων εισοδηματικών στρωμάτων, ώστε να δια- τηρηθεί η κοινωνική ειρήνη, μπορεί να προέλθει από εξωγενείς και ενδογενείς περιορισμούς που μπορεί να είναι οι ακόλουθοι:

Πρώτα, η συνεχιζόμενη αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα, την ευρωζώνη και τις άλλες αναπτυγμένες οικονομίες του ΟΟΣΑ (ΗΠΑ, Βρετανία κ.λπ.) που «τρέ- χει» τώρα με 8%-9% έχει κινητοποιήσει τις κεντρικές τράπεζες να συσφίγξουν τη νομισματική τους πολιτική με συνεχιζόμενες αυξήσεις των επιτοκίων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού (με σχετική καθυστέρηση στην ευρωζώνη). Η αύξηση των επιτοκίων σε συνδυασμό με τις δυσθεώρητες τιμές του φυσικού αερίου (λόγω του πολέμου στην Ουκρανία) φαίνεται να επιδρούν περισσότερο στη μείωση της οικονομικής δραστηριό- τητας και λιγότερο στη μείωση του πληθωρισμού, που τροφοδοτείται στην ευρωζώνη και από την υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου.

Επιπλέον, καθώς ο πληθωρισμός δεν συνοδεύεται από αύξηση των μισθών, περιορίζεται η αγοραστική δύναμη των μισθωτών και η καταναλωτική τους ζήτη- ση. Δεδομένου ότι οι μισθωτοί αποτελούν το 90% των εργαζομένων στις αναπτυγμένες χώρες, αυτή η μείωση της ζήτησης περιορίζει την οικονομική ανάπτυξή τους. Αντίθετα, σε χώρες μέσης ανάπτυξης, όπως η χώρα μας και άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, μεγάλο ποσοστό εργαζομένων δεν είναι μισθωτοί και έτσι μπορούν να προσαρμόσουν τις αμοιβές τους με βάση τον πληθω- ρισμό. Συνεπώς συντηρούν την καταναλωτική ζήτηση και πιθανώς υποδαυλίζουν και τον πληθωρισμό (Ελλάδα 11,2% έναντι 9,3% στην ευρωζώνη), πέρα βεβαίως από το γεγονός ότι η παραοικονομία έχει μεγαλύτερη σημασία στη Νότια Ευρώπη. Ομως, αν δεν μειωθεί δραστικά ο πληθωρισμός, είναι αμφίβολο αν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία.

Επίσης, η συντηρούμενη, όπως αναφέρθηκε, ζήτηση για κατανάλωση και για επενδύσεις στη χώρα μας δι- ευρύνει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, καθώς η εγχώρια παραγωγή προϊόντων συνεχίζει να υστερεί σε σχέση με την εγχώρια ζήτηση και έτσι αυξάνονται οι εισαγωγές. Αντισταθμίζονται βέβαια, αλλά μόνο σε έναν βαθμό, από τις εξαγωγές υπηρεσιών (τουρισμός - ναυ- τιλία). Το τελικό αποτέλεσμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών είναι η αύξησή του (10 δισ. περίπου). Σ’ αυτή την αύξηση προφανώς πρέπει να συνυπολογιστεί και το κόστος των εισαγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου σε υψηλές τιμές, ωστόσο περιορισμός του εξωτερικού ισοζυγίου είναι υπαρκτός.

 

 

Καθώς η υποχρέωση δημιουργίας δημοσιονομικών πλεονασμάτων αρχίζει από το 2023, σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα στην ευρωζώνη, οι υπερβολικές εξαγ- γελίες της αντιπολίτευσης στη Θεσσαλονίκη για με- γάλη ενίσχυση των μισθωτών και συνταξιούχων, για φορολογικές απαλλαγές κ.λπ. μπορεί να μείνουν κενό γράμμα. Παράλληλα, εκκρεμεί και η ανάκτηση επενδυ- τικής βαθμίδας στα ελληνικά ομόλογα, ενώ η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ επιβαρύνει τη διαχείριση του χρέους μας, όσο κι αν μειώνεται, ως ποσοστό του ΑΕΠ, λόγω του πληθωρισμού.

ν κατακλείδι, η πιο σημαντική προϋπόθεση για την ισχυροποίηση των δυνατοτήτων και την αντι- μετώπιση των περιορισμών της ελληνικής οικο- νομίας είναι η διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας και η εφαρμογή αναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής με συνετή δημοσιονομική διαχείριση.

 
   

Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός και πρώην αντιπρύτανης

mar