Το παλιό εορταστικό Δωδεκαήμερο στο Ληξούρι πριν το 1953
Το παλιό εορταστικό Δωδεκαήμερο στο Ληξούρι πριν το 1953
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Η περίοδος των εορτών του Δωδεκαήμερου στο προσεισμικό Ληξούρι χαρακτηριζόταν ιδιαίτερη από την άποψη της εμπορικής κίνησης.
Ο κάθε οικογενειάρχης προσπαθούσε να περάσει όσο πιο καλύτερα γινόταν με τα μέλη της οικογένειάς του, χωρίς να λείψει τίποτε από το σπιτικό του και από αυτά που φέρνουν τη χαρά αυτές τις άγιες ημέρες.
Βέβαια, οι έμποροι και οι μαγαζάτορες περίμεναν πώς και πώς να έλθουν οι εορτές του Δωδεκαήμερου στην όμορφη Χωροπούλα του Λασκαράτου. Τα μαγαζιά αυτές τις γιορτάσιμες μέρες ήταν ανοικτά και ήξεραν οι καταστηματάρχες τους, πως αυτές τις μέρες όλο και «κινείται» η αγορά.
Τα καταστήματα άνοιγαν και ανήμερα την Πρωτοχρονιά έως το μεσημέρι «για να τους τρέχει» όπως έλεγαν και πολλά από αυτά είχαν και τον ανάλογο στολισμό από μυρσίνες και χάρτινες σημαιούλες για να φτιάξουν την ατμόσφαιρα. Το μεσημέρι έκλειναν για να πάει ο κόσμος σπίτι του και να γευτεί το φαγητό της ημέρας που ήταν η Πουτρίδα.
Στα μαγαζιά αυτή την περίοδο του Δωδεκαημέρου κάνανε τα μπουλετιά ή όπως τις έλεγαν τις λοταρίες.
Τα μπουλετιά γίνονταν σε τρία τέσσερα μαγαζιά, ιδίως ψιλικών ή χαρτοπωλείων. Έτσι, δίπλα στην είσοδο οι μαγαζάτορες κάρφωναν μεγάλες σανίδες με τέτοιον τρόπο ώστε να κάνουν μια σκαλινάδα, την οποία έντυναν με άσπρο χαρτί ή και χρωματιστό, για να τοποθετήσουν διάφορα μικρά πραγματάκια για εκθέματα, Όλα τα αντικείμενα είχαν την αρίθμησή τους.
Μπροστά από τη σκαλινάδα με τα εκθέματα υπήρχε ένας πάγκος με μια κληρωτίδα και πολλές φορές στην άκρη του πάγκου ήταν ένας φωνόγραφος που έπαιζε μελωδίες από όπερες και οπερέττες. Σε πολλά καταστήματα αντί του φωνόγραφου διακοσμούσαν τον πάγκο με διάφορες πρασινάδες. Έμπαιναν οι πελάτες και έδιναν δυο δραχμές συνήθως, ο μαγαζάτορας γύριζε την κληρωτίδα και όταν σταματούσε ο πελάτης έβαζε το χέρι του από το μικρό πορτάκι και τραβούσε τον λαχνό. Αναζητούσε τον αριθμό στα εκθέματα και αν ήταν τυχερός έφευγε με το κέρδισμά του.
Ήταν έθιμο πολλοί Ληξουριώτες να πηγαίνουν μαζί με την οικογένειά τους στα μπουλετιά για να παίρνουν λαχνούς για το καλό του χρόνου. Μαγαζιά που έκαναν τα μπουλετιά ήταν του Παναγάκη του Χατζή, που βρισκόταν στη βορινή πλευρά του Μαρκάτου, το μαγαζί του Μηνά του Μηνιάτη, το βιβλιοπωλείο- χαρτοπωλείο του Νικόλα Σολωμού – Κατσαμάνη που έφερνε -πέρα από άλλα παιχνίδια- τις περίφημες γιορταστικές κάρτες και φιγούρες των Χριστουγέννων.
Μπουλετιά και λοταρίες έκαναν και στο κατάστημα ψιλικών των αδελφών Σπύρου και Χρήστου Μαντζαβίνου (Καρνάουλα). Μέσα σε έναν κύλινδρο ήταν αριθμοί σε χαρτάκια, έδινες ένα νόμισμα στον μαγαζάτορα για να τραβήξεις έναν αριθμό και εάν σου τύχαινε ένα παιχνίδι ή άλλο δώρο τότε ήσουν ο νικητής. Αν δεν κέρδιζες τίποτε, έχανες το νόμισμα συμμετοχής.
Οι νοικοκυρές προμηθεύονταν το αλεύρι από τους μύλους του Παναγή Μαυροειδή, του Σπύρου Μεγαλογένη και της Διονυσίας Βιτωράτου. Το αλεύρι φυσικά δεν έλειπε όλον το χρόνο, αλλά αυτές τις άγιες ημέρες έπρεπε η νοικοκυρά να φτιάξει τα Χριστόψωμα, τη Βασιλίτσα και τη Φωτίτσα -πέρα από το καθημερινό ψωμί-, και να τα στολίσει με αμύγδαλα και καρύδια
Από τα εορταστικά ψωμιά εκείνο που ξεχώριζε ήταν η «Κουλούρα της γωνιάς», που κοσμημένη με ξηρούς καρπούς και με ένα νόμισμα στα «σωθικά της», γινόταν το τελετουργικό αντικείμενο για την οικογένεια. Έδινε το δικαίωμα στον γεροντότερο της οικογένειας, με το σταύρωμα και το κόψιμο του ψωμιού που έκανε, να «κηρύξει την έναρξη» του γεύματος και των εορτών.
Τα παιδιά στις παραμονές των μεγάλων εορτών του Δωδεκαήμερου, έβγαιναν με τις παρέες τους και έλεγαν τα κάλαντα. Η αμοιβή τους, που, είτε ήταν φρούτα, όπως πορτοκάλια, είτε κέρασμα, είτε νομίσματα, για αυτά ήταν μεγάλη υπόθεση.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, στη μέσα πλατεία γινόταν ο περίπατος για να υποδεχθούν το νέο έτος. Ιδίως τα παιδιά που είχαν προμηθευτεί ροκάνες και τριζόνια ξεσήκωναν τον κόσμο. Πολλοί είχαν προμηθευτεί μικρά ψεκαστηράκια για την εκτόξευση κολόνιας. Το έθιμο της εκτόξευσης της κολόνιας έχει ολοκληρωτικά σήμερα χαθεί, με μόνη την αναβίωση του στο Αργοστόλι.
Για τα κάλαντα πολλές φορές έβγαινε και ο Παναγής Καγγελάρης - Παλούκης, με την κιθάρα του. Ο Παλούκης ήταν υπεύθυνος για την καθαριότητα των δημόσιων τουαλετών της πόλης αλλά και βοηθός του Ηρακλή του Φαμπρίτση, σπουδαίου καραγκιοζοπαίχτη που σχεδόν όλον τον χρόνο έδινε παραστάσεις στην πλατεία και στις γειτονιές της πόλης. «Ο Άγιος Βασίλης του Παλούκη» ήταν ο πιο γραφικός και όλη τη νύχτα γύριζε και το τραγουδούσε σε σπιτικά που αυτός είχε οικειότητα με τους νοικοκυραίους τους. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς έβανε τα καλά του και ξαναπήγαινε στα σπίτια που «τα είχε πει» και έπαιρνε το τραταμέντο του, τσιπουρίτη ή παστέλι ή και ακόμη κανένα κονιάκ, ή συκομαϊδα, γλυκό ληξουριώτικο.
Οι ταβέρνες που ολοχρονικά είχαν κόσμο, ήταν τα ωδεία για την αριέττα και την καντάδα, αλλά και τόπος για συναθροίσεις για τις ευχές και τα «Χρόνια Πολλά» αυτών των ημερών.
Τα παιχνίδια του τζόγου -παρόλο που δεν επιτρέπονταν- έβρισκαν την τιμητική τους μέσα στο καφενείο του Ματαράγκα. Μακαράς, πρέφα, τριάντα ένα και κοντσίνα, ήταν τα παιχνίδια που προτιμούσαν να παίζουν κάποιοι που συχνά κατέθεταν και το μεροκάματό τους, με την ελπίδα πως κάτι παραπάνω θα κερδίσουν!
«Το Φαραώ» ήταν παιχνίδι των αγίων αυτών ημερών και παιζόταν ακόμη και σε σπίτια με δίλεπτα και πεντάλεπτα, ενώ η Τόμπολα, παιχνίδι που έρχεται από τα χρόνια της Ενετοκρατίας, ήταν δημόσιο και με μεγάλη επιτυχία. Η Τόμπολα παιζόταν στη μέσα πλατεία του Μαρκάτου πολλές χειμωνιάτικες Κυριακές, ιδίως την Πρωτοχρονιά.
Σε μια γωνία του Μαρκάτου, ο Κουτσοδημήτρης, που είχε μανάβικο, πουλούσε αυτές τις ημέρες βρασμένα κάστανα.
Στην πλατεία ορισμένοι που είχαν μαγαζιά πουλούσαν κατά περίσταση παστέλι και κομφέτο. Τα γλυκούδια όμως αυτά πουλούσαν και άλλοι πλανόδιοι. Άπλωναν επάνω σε ένα μεγάλο πάγκο το παστέλι και με το μαχαίρι έκοβαν το κομμάτι που ζητούσε ο πελάτης τους. Παστέλι, κομφέτο καθώς και ροσόλια πουλούσαν οι Μαυροειδέοι, Βασίλης και Κωνσταντής. Επίσης, παστέλια πουλούσαν ο Γεράσιμος Αραβαντινός (Καραγκιόζης) που είχε το μανάβικο και ο Βαγγέλης Ασκητής.
Ο σατιρικός ποιητής και εκδότης Σόλων Γαλιατσάτος (Λορνιόν) συχνά κοσμεί την ποίησή του με ύμνους για το παστέλι το ληξουριώτικο:
« … Του Κώστα του Μαυροϊδή με το καλό παστέλι
εξήντα τόννους ζάχαρι η Μούσα μου του στέλλει…»
Δεν έλειπαν τα μπαχαρικά που, παρόλο που ήταν είδος πολυτελείας, τα προμηθεύονταν οι ενδιαφερόμενοι από το κατάστημα του Δημητρίου Αναλυτή –Μπουλεβιού.
Πέρασαν τα χρόνια και όλα αυτά χάθηκαν. Άλλαξε ο τρόπος ζωής και ήλθαν διαφορετικές κοινωνικές, οικονομικό-πολιτικές καταστάσεις. Αυτές όμως οι παλιές εικόνες των μαγαζιών και του κόσμου του Ληξουρίου παραμένουν στη μνήμη των παλιών που τις έζησαν με αγάπη και νοσταλγία.