Γιώργος Νταλάρας: Μάθαμε πόσο χρονών είναι και δεν το πιστεύαμε!
Ο Γιώργος Νταλάρας έχει αποφασίσει πλέον να μη δίνει συχνά συνεντεύξεις. Όταν όμως το κάνει, μιλάει πάντα ανοιχτά και με απόλυτη ειλικρίνεια!
Ο αγαπημένος καλλιτέχνης μάλιστα, δεν κρύβει ούτε την ηλικία του, την οποία λέει με τιμή και καμάρι καθώς όπως λέει έχει συμφιλιωθεί με τον θάνατο...
Φτάσατε αισίως 71 χρόνων. Πώς νιώθετε γι' αυτό;
Στις 29 Σεπτεμβρίου θα γίνω 72. Ας το θέσω απλά: για μένα σημαίνει ότι από το χαρακάκι ενός μέτρου που μετράει την ηλικία μας έχει μείνει ένα μικρό κομμάτι. Το παρατηρώ, γιατί έχω τη σιγουριά του θανάτου. Τη γνωρίζω, έχω συμφιλιωθεί με τον θάνατο.
Λόγω των απωλειών που έχετε βιώσει;
Όχι, όχι. Από μικρό παιδί κάτι έλεγε μέσα μου ότι το μόνο που δεν ξέρουμε είναι πώς θα πεθάνουμε. Δεν ξέρω ακόμη αν αυτό με βοήθησε ή όχι, αν και τελικά πιστεύω ότι με βοήθησε. Άλλοι που με παρατηρούν μου λένε: «Όχι, δεν είναι καλό αυτό. Πρέπει να ζεις με ελπίδες και με τις καλές αυταπάτες». Εγώ όμως από μικρός δεν έμενα στον κήπο της Εδέμ με τις νεράιδες. Το ξήλωσα το παραμύθι αυτό- έφυγα.
Και δεν στερηθήκατε πράγματα;
Το αντίθετο. Στερήθηκα το κομμάτι της μυθολογίας, αλλά με έκανε να εντρυφήσω πιο πολύ σε αυτήν έχοντας οδηγούς πια τη γνώση και την επιστήμη, όχι φυσικά επειδή είμαι επιστήμων ή παντογνώστης. Μάλλον επειδή ακριβώς δεν είμαι τίποτε από όλα αυτά, θα ήθελα μέρα με τη μέρα, βιβλίο με το βιβλίο που διαβάζω, να αντιληφθώ για ποιο λόγο το ένστικτο μου δεν έκανε λάθος. Έζησα μια ζωή καθαρή, προσγειωμένη, με μεγάλη αγάπη. Όσο έβλεπα όλο αυτό το άπειρο να απλώνεται από πάνω μου καθώς περνούσαν τα χρόνια πρόσθετα γνώσεις, προσπαθώντας να καταλάβω το μέγεθος, τις αποστάσεις, το μεγαλείο της ζωής.
Θεωρείτε καλό να παίρνονται οι αποφάσεις στη ζωή σχετικά νωρίς;
Η ανάγκη είναι μεγάλη δύναμη. Λέει ο κοινός μας φίλος, ο ποιητής Δημήτρης Αέντζος: «Η πιο μεγάλη δύναμη στον κόσμο είναι η ανάγκη». Αυτό στο πλάτος του είναι η αλήθεια. Όλη η διαδρομή μας είναι μια ανάγκη και έχει σημασία πώς την ελέγχεις για να μη γίνει απληστία. Αν θες να τραγουδήσεις, δεν μπορείς να το κάνεις χαζοχαρούμενα. Για μένα το τραγούδι δεν είναι διασκέδαση. Στην Ελλάδα ο μισός πληθυσμός είναι Πόντιοι, Μικράσιάτες, Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες. Σε αυτό τον τόπο πρέπει να πονέσεις για να τραγουδήσεις.
Αυστηρό και απόλυτο δεν ακούγεται αυτό;
Ίσως, αλλά μελετημένο. Αυστηρό. Όταν είσαι σε μια σκηνή και τραγουδάς, απορροφημένος από αυτό που κάνεις, έχεις μια ομάδα ανθρώπων που τους αγαπάς και δουλεύετε μαζί. Βλέπεις λοιπόν από κάτω ξένους ανθρώπους να γίνονται μέρος της ομάδας. Τους αγαπάς και σε αγαπάνε εξίσου και αυτό δεν μετριέται, απλώς το αισθάνεσαι. Εκεί δημιουργείται η εξής αντίθεση: «Τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε» το λέει ένας μάγκας με παράπονο. Πού το λες αυτό; Αν το λες μέσα σ' έναν τεκέ ή σ' ένα μαγαζί με μεθυσμένο κόσμο, έχει τη σημασία του. Αν το λες σε ένα θέατρο, πάλι έχει σημασία. Ο Άκης Πάνου αναρωτιόταν: «Πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να τραγουδάνε "Πονάει η καρδιά μου" και την ίδια στιγμή να χαμογελάνε;». Ο κόσμος μπορεί να χαμογελάσει μόνο γιατί πόνεσε ωραία.
Πηγή: Documento