Αλίκη Λούβρου : Υδρογονάνθρακες στο Ιόνιο: Απειλή ή πανάκεια;
Άρθρο της Αλίκης Λούβρου* Την περασμένη Τετάρτη 5/9/2012 ανακοίνωσε η Ελληνική κυβέρνηση την εταιρεία που επιλέχθηκε για τη διενέργεια σεισμικών ερευνών στο Ιόνιο. Ανάδοχος του διαγωνισμού είναι η νορβηγική εταιρεία Petroleum Geo-Services (PGS) και οι σεισμικές έρευνες που θα διενεργήσει απαιτούνται για τη συγκέντρωση στοιχείων σχετικά με τα χαρακτηριστικά των κοιτασμάτων (μέγεθος, ποιότητα, βάθος, γεωλογικοί σχηματισμοί, κ.λπ) τα οποία θα χρησιμοποιηθούν σε επόμενη φάση από τις εταιρείες που θα αναλάβουν την εξόρυξη.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει το μεγάλο ενδιαφέρον της κυβέρνησης για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στον Ελλαδικό χώρο, δεδομένου ότι οι ταχύτητες με τις οποίες κινήθηκε το αρμόδιο Υπουργείο ήταν πρωτόγνωρες για την ελληνική πραγματικότητα.
Να θυμίσω ότι μόλις πριν από δύο μήνες το θέμα των υδρογονανθράκων στο Ιόνιο συζητήθηκε στη συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου στο Αργοστόλι. Ως γνωστόν, η απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου σχετικά με το θέμα αυτό ήταν αρνητική. Προκύπτει, λοιπόν, η ανάγκη να διευκρινιστούν και να τεκμηριωθούν οι λόγοι για τους οποίους το Σώμα κατέληξε σε αυτή την αρνητική στάση, τη στιγμή που όλοι γνωρίζουμε πόσο σημαντικό είναι για την εθνική οικονομία να προχωρήσουν τα έργα αυτά.
Επισημαίνεται ότι για το συγκεκριμένο θέμα κατατέθηκαν από την υπηρεσία Περιβάλλοντος της Περιφέρειας αλλά και από τον Κερκυραίο Καθηγητή Ορυκτών Πόρων στο Πολυτεχνείο Κρήτης κ. Ν. Βαρότση τεκμηριωμένες εισηγήσεις που αφορούσαν τη διοικητική και την επιστημονική συνιστώσα του θέματος. Αυτές οι εισηγήσεις κατέγραφαν αναλυτικά όλες τις ελλείψεις και τις αδυναμίες των Στρατηγικών Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που υποβλήθηκαν προς γνωμοδότηση στο Περιφερειακό Συμβούλιο και βοήθησαν πολύ τους Περιφερειακούς Συμβούλους στο σχηματισμό άποψης. Επομένως, σε αυτή τη συνεδρίαση, δε μπορεί κανείς να επικαλεστεί την έλλειψη επιστημονικής υποστήριξης και την επικράτηση των φοβικών για το καινούργιο απόψεων και του λαϊκισμού. Η αρνητική στάση του Περιφερειακού Συμβουλίου ήταν απόλυτα σωστή με βάση το σκεπτικό που αναλύεται παρακάτω.
Κατ΄αρχήν πρέπει να ξεκινήσουμε από μερικά βασικά ερωτήματα: Ποια είναι η ενεργειακή Στρατηγική της χώρας μας για τα επόμενα 20-30 χρόνια; Θα ακολουθήσουμε τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις για σταδιακή μετάβαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ); Θα θεωρήσουμε ότι είναι όραμά μας η απεξάρτηση της χώρας μας από τα ορυκτά καύσιμα ή όχι; Αν δεν απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά δεν μπορούμε να έχουμε θέση και άποψη για την έρευνα για υδρογονάνθρακες στο Ιόνιο και στην Ελλάδα γενικότερα.
Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι με βάση τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και την Ελληνική νομοθεσία, η ενίσχυση των ΑΠΕ και η σταδιακή μείωση της χρήσης λιγνίτη ο οποίος προκαλεί έντονα προβλήματα ρύπανσης στην ατμόσφαιρα αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα. Η χαμηλή διείσδυση, όμως, των ΑΠΕ μέχρι σήμερα στη χώρα μας και οι γραφειοκρατικές δυσκολίες ολοκλήρωσης των επενδύσεων στις ΑΠΕ υποδεικνύει ότι δεν θα προλάβουμε. Δεν θα μπορέσουμε το 2020 να έχουμε εξασφαλίσει ότι το 20% της συνολικής καταναλισκόμενης και το 40% της ηλεκτρικής ενέργειας θα προέρχεται από τις ΑΠΕ. Τότε θα ξεκινήσουν τα περιβαλλοντικά πρόστιμα και οι κυρώσεις επειδή δεν θα έχουμε ως χώρα καταφέρει να περιορίσουμε τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα στο βαθμό που έχουμε δεσμευτεί. Επομένως, λοιπόν, ποια είναι η λύση; Μα φυσικά η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που, απ' ότι καταγράφουν οι επιστήμονες, υπάρχουν στη χώρα μας. Εξάλλου το πετρέλαιο, αλλά πολύ περισσότερο το φυσικό αέριο είναι πιο φιλικά για το περιβάλλον από ότι ο λιγνίτης. Αλλά πέρα από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, πολύ σημαντική, στις δύσκολες οικονομικά εποχές που ζούμε, είναι και η οικονομική συνεισφορά της εξόρυξης υδρογονανθράκων στη χώρα μας. Πρόχειροι υπολογισμοί δίνουν κέρδη δισεκατομμυρίων Ευρώ στο κράτος από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων μόνο στο Ιόνιο. Επομένως δεν μπορούμε να διαφωνήσουμε στην προοπτική εξόρυξης υδρογονανθράκων στον Ελλαδικό χώρο αρκεί, φυσικά, αυτό να γίνει με οργανωμένο τρόπο και μετά από ολοκληρωμένο σχεδιασμό.
Ένα άλλο πολύ κρίσιμο ζήτημα είναι ποιο από τα γνωστά μοντέλα χώρας που στηρίζει την οικονομία της στην εξόρυξη πετρελαίου θέλουμε να ακολουθήσουμε. Για παράδειγμα θέλουμε ως χώρα να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Νιγηρίας ή της Σαουδικής Αραβίας όπου ο πλούτος που παράγεται από τους υδρογονάνθρακες διοχετεύεται στο σύνολό του στους κρατούντες την εξουσία, πάσης φύσης δικτάτορες ή Σεϊχηδες; Ή μήπως το παράδειγμα της Νορβηγίας στην οποία τα κέρδη από αυτή τη δραστηριότητα, σε πολύ μεγάλο ποσοστό, αποδίδονται στους πολίτες της χώρας, οι οποίοι εμφανίζουν από τα πιο ψηλά εισοδήματα παγκοσμίως; Η απάντηση, φυσικά, είναι προφανής. Για να ακολουθήσουμε όμως το μοντέλο της Νορβηγίας και όχι αφρικανικής ή μεσανατολικής χώρας θα πρέπει να το σχεδιάσουμε προσεκτικά από την αρχή. Θα πρέπει να ωριμάσουμε ως κοινωνία, να αποδεχόμαστε τις συνεργασίες, να εγκαταλείψουμε τη συνωμοσιολογία και να προσπαθήσουμε να εκμεταλλευτούμε τη γεωπολιτική μας θέση και τους ανεξάντλητους φυσικούς μας πόρους. Να μην χάσουμε άλλες ευκαιρίες εξωτερικής πολιτικής όπως αυτές που χάθηκαν κατά τη διάρκεια των τεράστιων πολιτικών αλλαγών στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων μετά των οποίων ως χώρα, αντί να βγούμε ενισχυμένοι, μας προέκυψαν προβλήματα με τους γείτονες, το ίδιο χρονικό διάστημα που η Τουρκία ενίσχυσε την επιρροή της από τη μέση ανατολή και τον Καύκασο μέχρι τα Βαλκάνια.
Προσγειωνόμαστε, λοιπόν, στην πραγματικότητα και συζητάμε στο Περιφερειακό Συμβούλιο τις Στρατηγικές Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για την έρευνα για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στις περιοχές του Δυτικού Κατάκολου και του Δυτικού Πατραϊκού. Και παρά την καλή μας διάθεση να προχωρήσουμε θετικά προς την αξιοποίηση των φυσικών πόρων αρκεί αυτό να γίνει με μοντέλο Νορβηγίας και όχι Νιγηρίας, διαπιστώνουμε την προχειρότητα, την ανοργανωσιά και την ανευθυνότητα στο σχεδιασμό. Από μία Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, τα ελάχιστα που θα περίμενε κανείς θα ήταν δύο πράγματα: Πρώτον, να καταγράφει όλες εκείνες τις βασικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που ενδέχεται να προκύψουν από το μεγάλο αυτό έργο ώστε, από το αρχικό στάδιο, να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Δεύτερον, να θέτει το πλαίσιο, τους όρους και τις προϋποθέσεις για τα επόμενα βήματα σε σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος. Δυστυχώς, οι Μελέτες που κατατέθηκαν και για τις δύο περιοχές, το Δυτικό Κατάκολο και το Δυτικό Πατραϊκό και στα δύο βασικά αυτά σημεία παρουσίασαν σοβαρές ελλείψεις. Ούτε οι κρίσιμες περιβαλλοντικές επιπτώσεις αλλά ούτε και το πλαίσιο των βασικών επόμενων βημάτων όπως οι απαιτούμενες έρευνες και μελέτες στην ευρύτερη περιοχή καλύπτονται έστω και σε αποδεκτό βαθμό. Για παράδειγμα οι μελέτες δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς το ενδεχόμενο ενός ατυχήματος το οποίο θα είχε ολέθριες επιπτώσεις στην περιοχή, στο περιβάλλον, την υγεία των πολιτών και την οικονομία της. Δεν καταγράφονται βασικά οικολογικά στοιχεία και οι τάσεις της περιοχής ώστε να είναι δυνατή η σε βάθος πρόβλεψη των επιπτώσεων στο περιβάλλον από αυτή τη δραστηριότητα.
Βαδίζουμε, επομένως, για ακόμα μία φορά στο άγνωστο. Σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, όπως αυτό της εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, εκπονούνται πρόχειρες και ελλιπείς μελέτες και ανεφάρμοστες στην πράξη. Αν όμως ξεκινάμε τόσο άσχημα, ποια θα είναι η συνέχεια;
Η στάση του Περιφερειακού Συμβουλίου ήταν υπεύθυνη και ελπίζω αποτελεσματική. Ζήτησε από το Υπουργείο να αποσύρει τις Μελέτες, να τις συμπληρώσει και να τις επανυποβάλει για γνωμοδότηση όταν θα είναι πλήρεις. Δεν είναι δυνατό να καλύψουμε την ανευθυνότητα και την προχειρότητα. Στο βαθμό που περνάει από το χέρι μας θα απαιτούμε όλα τα βήματα να γίνονται μετά από ολοκληρωμένο σχεδιασμό και σοβαρή μελέτη. Επομένως η αρνητική στάση του Περιφερειακού Συμβουλίου δεν ήταν στείρα και αντιδραστική αλλά ήταν μία συνειδητή και υπεύθυνη επιλογή για να πιέσουμε το Υπουργείο να καλύψει τις ελλείψεις των μελετών. Στο συγκεκριμένο θέμα αυτό που προέχει είναι η διαμόρφωση ενός αυστηρού κα απαιτητικού νομοθετικού πλαισίου που θα έχει ως βασικές συνιστώσες την προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας και σε δεύτερο επίπεδο τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας.
* Η Αλίκη Λούβρου είναι Περιφερειακή Σύμβουλος