Διονύσης Γαρμπής: «Μια σταγόνα οικονομικής ιστορίας»
Άρθρο του Διονύση Γαρμπή
Ορισμένες στιγμές της πορείας της χώρας μας αν τις δει κανείς από ψηλά μπορεί να διακρίνει το μονοπάτι που σχηματίζουν. Ένα μονοπάτι αποτελούμενο από πολιτικά λάθη και έλλειψη παρρησίας για διαρθρωτικές αλλαγές, χαραγμένο πάνω στις οικονομικές συνθήκες και συγκυρίες της εποχής το οποίο ξεκινά από το 1950 και καταλήγει στο μνημόνιο Νο2, αυτό λοιπόν το μονοπάτι θα προσπαθήσω να περιγράψω στις επόμενες σελίδες.
Μετά τον ΒΠΠ η Ελλάδα καθυστέρησε να αναπτυχθεί βιομηχανικά. Οι λόγοι – πέραν των εμφυλίων κλπ - ήταν η έλλειψη υποδομών, οι περιορισμένοι οικονομικοί πόροι, και ο «ανατολικός» τρόπος λειτουργίας του κράτους δίχως δομές στα πρότυπα των δυτικών κρατών. Βασικός όμως παράγοντας ήταν η έλλειψη υποδομών. Επιγραμματικά αναφέρω την έλλειψη τηλεφωνικών επικοινωνιών και την ελλιπή ηλεκτροτροφοδότηση με προτεραιότητα της περιοχές εκείνες που αναδείκνυαν τους πολιτικούς άρχοντες. Άλλη έλλειψη υποδομών την οποία την αντιμετωπίζουμε ακόμα και σήμερα είναι το ελλιπές αποχετευτικό δίκτυο, οι ελλιπείς λιμενικές εγκαταστάσεις, οι δρόμοι επιπέδου Ουγκάντας και άλλες πολλές (κτηματολόγιο, διαχείριση απορριμμάτων, πολεοδομικό σχέδιο κλπ) σε τεχνικό πάντα επίπεδο. Επίσης το καταρτισμένο προσωπικό της χώρας διέφυγε στο εξωτερικό, ενώ οι δυνατότητες για μόρφωση επιστημονικού αλλά και τεχνικού επιπέδου στην Ελλάδα τότε ήταν ελάχιστες, και η πανεπιστημιακή έρευνα όπως είναι σήμερα έτσι και τότε ήταν ανύπαρκτη.
Όλα τα ανωτέρω μαζί με την έλλειψη πόρων δημιούργησαν ένα άγονο έδαφος για την επιχειρηματικότητα και την βιομηχανική ανάπτυξη οι οποίες ήταν όμορες με την επιχειρηματικότητα και βιομηχανική ανάπτυξη των Βαλκανικών χωρών. Δηλαδή α) την ίδρυση μικρών επιχειρήσεων χαμηλής τεχνολογίας, προστατευμένες με δασμούς στραμμένες στην υποκατάσταση των εισαγωγών, και β) την ανυπαρξία καινοτόμων και τεχνολογικά προηγμένων επιχειρήσεων αφού δεν υπήρχε η κρατική βούληση και το τεχνικά καταρτισμένο προσωπικό. Και εννοώ λέγοντας ότι οι εταιρείες προστατεύονταν με δασμούς, ότι αν παρήγαγαν ένα προϊόν “Α” τότε η εισαγωγή του ίδιου - αντίστοιχου προϊόντος από το εξωτερικό φορτωνόταν με τεράστιους φόρους κάνοντας το προσιτό στους λίγους μόνο, οπότε η ελληνική εταιρεία είχε εξασφαλισμένη την εγχώρια αγορά τουλάχιστον.
Παράλληλα ξεκίνησε η εγκατάλειψη της αγροτικής γης και της επαρχίας γενικότερα αφού οι συνθήκες στην πόλη εξασφάλιζαν το μεροκάματο (και άλλες κοινωνικές παροχές όπως γιατρό, δάσκαλο, ηλεκτρικό, τρεχούμενο νερό κλπ). Όμως ξέχωρα από την εσωτερική μετανάστευση ακολούθησε ένα μεγάλο ρεύμα εξωτερικής μετανάστευσης και φυγής του κόσμου προς την ναυτιλία, αφού δεν υπήρχε πρωτογενής τομέας να απορροφήσει το εργατικό δυναμικό. Το ναυτιλιακό συνάλλαγμα και τα εμβάσματα των μεταναστών προς την Ελλάδα ενώ υποστήριξαν την οικοδομή στο βαθμό που μπορούσαν, χρησιμοποιήθηκαν από τους τότε πολιτικούς για να καλύψουν το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Δηλαδή για να το πω με απλά λόγια χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν την αδυναμία που είχε η χώρα να παράγει και να εξάγει προϊόντα. Αφού υπήρχε εισροή συναλλάγματος η χώρα βρισκόταν σε θετικό ισοζύγιο, όμως δεν εξήγαγε προϊόντα όπως όφειλε, αλλά ψυχές. Αυτό το γνώριζαν οι πολιτικοί αρχηγοί τότε, όμως προτίμησαν να μην κάνουν τίποτα. Δεν γίνονταν εξαγωγές γιατί οι μικρές επιχειρήσεις – βιομηχανίες που υπήρχαν τότε είχαν εξασφαλισμένη την εσωτερική αγορά, και δεν μπορούσαν να εκσυγχρονιστούν ώστε να ανταγωνιστούν σε διεθνές επίπεδο, τη στιγμή που οι υποδομές παρέμεναν και παραμένουν τριτοκοσμικές. Μέχρι το 1973 στην Ελλάδα παράγονται προϊόντα χαμηλής κυρίως ποιότητας - τα οποία δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα Ευρωπαϊκά και τα Αμερικανικά - προορισμένα μόνο για την εγχώρια αγορά προς υποκατάσταση των εισαγωγών ή προς κάποιες ανατολικές χώρες (κυρίως Αίγυπτος, Αιθιοπία, Περσία).
Η μετανάστευση έφερε μια αντίστοιχη εισαγωγή εργατικού δυναμικού από Ρωσοπόντιους, Τούρκους και Πομάκους (μέχρι τους πρόσφατους Αλβανούς και Πακιστανούς) οι οποίοι ήρθαν να αντισταθμίσουν την έλλειψη χεριών στην υποτυπώδη αγροτική παραγωγή που υπήρχε ακόμη.
Οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ’70 έδωσαν το χαριστικό χτύπημα στην μικρή βιομηχανία που υπήρχε στην Ελλάδα καθώς το κόστος των πρώτων υλών ανέβηκε ενώ το βιοτικό επίπεδο των ανατολικών χωρών που απορροφούσαν τα ελληνικά προϊόντα έπεσε μη μπορώντας να αντέξει την αύξηση στο κόστος παραγωγής τους. Στην εσωτερική αγορά πριν ακόμα την δικτατορία είχε ξεκινήσει η μαύρη αγορά, καθώς οι μισθοί κρατούνταν σε χαμηλό επίπεδο. Όμως η πτώση της αξίας της δραχμής αύξανε συνεχώς το κόστος απόκτησης πρώτων υλών και κατ’ επέκταση το κόστος απόκτησης ενός προϊόντος ανά τιμή μονάδας.
Η είσοδος της χώρας στην Ευρωπαϊκή ένωση είχε σκοπό την πολιτική αναβάθμιση (με πολιτικούς δυτικού στυλ πιο δημοκρατικούς), το δημοσιονομικό όφελος (λόγω επιδοτήσεων) και την στήριξη της βιομηχανίας λόγω διεύρυνσης του εύρους αγοράς (λόγω κατάργησης δασμών). Αντί γι αυτό όμως η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή ένωση ήρθε για να σφραγίσει το μνήμα της βιομηχανίας λόγω της απελευθέρωσης των εισαγωγών, ενώ ο πληθωρισμός χτύπησε διψήφια νούμερα, λόγω της διολίσθησης της εγχώριας παραγωγής και της δραχμής. Η βιομηχανία στην Ελλάδα τότε αποτελούταν στο 90% του συνόλου της από επιχειρήσεις ο οποίες είχαν κάτω από 5 εργαζόμενους, (μοντέλο που ισχύει μέχρι σήμερα) μη δυνάμενες να εκσυγχρονισθούν, αδύνατες να αντιμετωπίσουν τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Η είσοδος στην Ευρωπαϊκή ένωση διέλυσε τον πρωτογενή τομέα και την αγροτική παραγωγή με την εσφαλμένη τότε ΚΑΠ (κοινή αγροτική πολιτική) η οποία στρεφόταν υπέρ των δυτικοευρωπαίων κτηνοτρόφων πλην της εξαίρεσης της Ιταλίας και της Ισπανίας. (Οι τότε αρχηγοί της Πορτογαλίας και της Ελλάδας δεν διεκδίκησαν τίποτα τυφλωμένοι από τις επιδοτήσεις με αντάλλαγμα όμως την εκποίηση της παραγωγής στις χωματερές και την απόσυρση των προϊόντων). Οι Έλληνες αγρότες έμαθαν στην εύκολη μη ποιοτική παραγωγή αφού ούτως ή άλλως το προϊόν τους θα κατέληγε στις χωματερές ενώ αυτοί θα έπαιρναν την επιδότηση ξεκούραστα. Επίσης δεν υπήρξε υποστήριξη του αγροτικού τομέα μέσω έρευνας και βελτίωσης όπως γινόταν στο εξωτερικό, ενώ οι νέοι που θα μπορούσαν να καινοτομήσουν απομακρύνθηκαν από τη γη.
Τη δεκαετία του ’80 με την κρατικοποίηση του 90% των τραπεζών και των βιομηχανιών το έδαφος έγινε ακόμα πιο άγονο για την οποιαδήποτε ανάπτυξη αφού τότε δικαίωμα στην δανειοδότηση είχαν μόνο όσοι είχαν τις κατάλληλες πολιτικές άκρες.
Με την συνθήκη του Μάαστριχ ο πληθωρισμός συγκρατήθηκε σε μονοψήφια νούμερα, όμως το δημόσιο χρέος άρχισε να διογκώνετε και στις μέρες μας να φτάνει μέχρι το 165% του ΑΕΠ. Τη δεκαετία του ’80 με την αναδιανομή του εισοδήματος η Ελλάδα λόγω της προτίμησης που δείχνει στα Ευρωπαϊκά προϊόντα γίνετε από τις μεγαλύτερες αγορές της Ευρώπης. Στον δευτερογενή τομέα το 25% είναι αυτοαπασχολούμενοι και εργοδότες, ενώ η τυποποίηση αποτελεί το 16%. Δηλαδή συνεχίζουμε να μην παράγουμε αλλά τυποποιούμε ξένα προϊόντα, ενώ υπάρχουν πολλά μικρομάγαζα, εμπορικά κλπ και πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες (αποτέλεσμα της οικοδομικής δραστηριότητας εξαιτίας της έκρηξης του τουρισμού). Η αύξηση στον τουρισμό συνέβαλε στην αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης, αύξηση των αυτοαπασχολούμενων, στην αύξηση των εισαγωγών (πρώτες ύλες) και στην εισροή συναλλάγματος το οποίο όμως συνεχίζει παράλληλα με το ναυτιλιακό να καλύπτει την χαμηλή εισροή συναλλάγματος από τις εξαγωγές.
Η λανθασμένη πολιτική στην Ελλάδα ήταν τέτοια, που ακόμα και αυτά τα υποκατάστατα της βιομηχανίας, δηλαδή τη ναυτιλία και τον τουρισμό, δεν μπορεί να τα στηρίξει. Στη μεν ναυτιλία απαξιώνει το ναυτικό επάγγελμα και δεν το αναγνωρίζει, απαξιώνει τη ναυτική εκπαίδευση και δεν την αναγνωρίζει σαν τριτοβάθμια, η εμπλοκή του Λιμενικού σώματος με την γραφειοκρατία του την κρατά δέσμια και το χειρότερο από όλα είναι ότι δεν δημιουργεί συνθήκες τέτοιες ώστε να επανεπενδυθεί το ναυτιλιακό κεφάλαιο πίσω στην Ελλάδα. Απαξιώνετε η ναυπηγό-επισκευαστική ζώνη και διαλύετε το ΝΑΤ με την εισαγωγή χιλιάδων Ρωσοπόντιων και την υφαρπαγή της περιουσίας του για την αγορά φρεγατών και άλλων υλικών με τους γνωστούς τρόπους λειτουργίας και «διαφάνειας» του ελληνικού κράτους. Το λιμενικό σώμα συνδέθηκε άμεσα με την ναυτιλία (διεθνής και εγχώρια) ενώ δεν δημιουργήθηκε ακτοφυλακή στα πρότυπα των δυτικών κρατών με την ανάλογη αποτελεσματικότητα.
Στον δε τουρισμό ο βιασμός του ελληνικού περιβάλλοντος, η έλλειψη αποχετευτικών δικτύων, ο διακοσμητικός ρόλος του ΕΟΤ, η άναρχη δόμηση, η έλλειψη καθαριότητας, η μόλυνση των θαλασσών, η τάση για ευκαιριακό κέρδος, η έλλειψη προστασίας των ιδιοκτητών των καταλυμάτων από touroperator του εξωτερικού, η έλλειψη των υποδομών (δρόμων – λιμανιών – τηλεφωνικών γραμμών – ηλεκτροδότηση - αποχέτευση), οι ανύπαρκτες συγκοινωνίες, η εγκατάλειψη των αρχαιολογικών χώρων, το μονοπώλιο της κρατικής Ολυμπιακής αλλά και η συνεχής κερδοσκοπία - αισχροκέρδεια, η έλλειψη σταθερού οικονομικού περιβάλλοντος μέχρι το σημερινό πανάκριβο Σπατόσημο, και την λειτουργία των ΤΑΧΙ συνθέτουν την επικήδειο του τουρισμού ο οποίος έχει συνεχώς μια φθίνουσα πορεία.
Στην Ελλάδα τις δεκαετίες του 1980 – 2000 συνεχίζουμε να εισάγουμε τα πάντα, και να παράγουμε ελάχιστα. Ακόμα και βασικά αγροτικά προϊόντα εισάγονται, χαρακτηριστικό παράδειγμα το γάλα για να μην αναφέρω περισσότερα. Αυτή η καταναλωτική μανία ενισχύετε περισσότερο μετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ όπου το φθηνό χρήμα από την ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα ρέει άφθονο μέσα από καταναλωτικά δάνεια με αποτέλεσμα την διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, δηλαδή το ισοζύγιο μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών. Η Ελλάδα με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 απογυμνώνετε, βρίσκετε χρεωμένη και αδυνατεί να αποπληρώσει τα δάνεια της αφού δεν εξάγει. Έρχονται στην επιφάνεια όλα τα προβλήματα της όπως διεφθαρμένοι πολιτικοί, κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις, κακός συνδικαλισμός, χαμηλή παραγωγικότητα, δάνεια φούσκες, μίζες κλπ και εκεί έρχεται το μνημόνιο για να την βγάλει από τη δύσκολη θέση. Όμως αυτές τις ελλείψεις το μνημόνιο προσπαθεί να τις καλύψει με την φορολόγηση. Αν υπήρχε πρωτογενής τομέας και παραγωγική δραστηριότητα ένα τέτοιο μέτρο ίσως έφερνε αποτέλεσμα. Σε μια χώρα όμως σαν την Ελλάδα όπου το 35% του πληθυσμού είναι αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες, η υπέρμετρη φορολόγηση έχει σαν αποτέλεσμα την γιγάντωση της παραοικονομίας και την γενικότερη ύφεση.
Έτσι βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο όπου προσπαθεί η Ελλάδα να καλύψει τα λάθη του παρελθόντος με την αφαίμαξη της μεσαίας τάξης και των συνταξιούχων καθώς αποτελούν το εύκολο θήραμα, δίχως να παρέχει συνθήκες για να μπορέσει να αναπτυχθεί επιχειρηματικά, και βιομηχανικά. Το έδαφος συνεχίζει να είναι άγονο κυρίως λόγο του αναξιόπιστου κράτους, των συνεχόμενων αλλαγών των οικονομικών συνθηκών, της φοροδιαφυγής, και της έλλειψης υποδομών. Κάθε κυβέρνηση που αλλάζει φέρνει άλλους νόμους και άλλους φόρους.
Το κόστος παραγωγής δεν μπορεί να υπολογιστεί συχνά ούτε σε επίπεδο χρόνου (παράδειγμα πέρυσι όπου το ΦΠΑ άλλαξε 3 φορές – τα τέλη κυκλοφορίας αλλάζουν ανάλογα με το δημοσιονομικό έλλειμμα κλπ) – οι ασφαλιστικές εισφορές το ίδιο. Υπάρχουν ακόμα περιοχές της χώρας όπου το internet δεν έχει φτάσει, η επικοινωνία μεταξύ της πρωτεύουσας και της πχ Πάτρας γίνεται μέσω δρόμων μονής κυκλοφορίας (έλλειψη υποδομών). Η κατάσταση συνεχίζει να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο καθώς οι κυβερνώντες είναι απλά ανίκανοι να διαχειριστούν γεγονότα τέτοιας τάξης μεγέθους και κάνουν σπασμωδικές κινήσεις μόνο και μόνο για να διατηρήσουν την θέση τους ή να ικανοποιήσουν τα αιτήματα των πιστωτών μας. Δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν και δεν χάραξαν πρόγραμμα 15-ετούς διάρκειας το οποίο να χρειάζεται αυξημένη πλειοψηφία στην βουλή για να περάσει, ώστε να είναι δεσμευτικό και με βάθος. (χαρακτηριστικό παράδειγμα η παιδεία όπου ποτέ καμία κυβέρνηση δεν διατήρησε το υπάρχον καθεστώς εξετάσεων ενώ το ακριβώς αντίθετο γίνετε στην Αγγλία όπου διαθέτει εκπαιδευτικό σύστημα ίδιο από την εποχή της Θάτσερ ακόμα) Έτσι κάθε 2 και 3 χρόνια ο κάθε υπουργός έφτιαχνε και μια σειρά νέων νόμων ανατρέποντας τις συνθήκες, συχνά προς το χειρότερο, ενώ στην ίδια κυβέρνηση μετά τον ανασχηματισμό οι ίδιοι νόμοι ξανά αλλάζουν, και αυτό θέλουμε να το λέμε σοβαρότητα, και σταθερό επιχειρηματικό περιβάλλον, ανάπτυξη κλπ. Ο ασταθέστατος χώρος της παιδείας έχει σαν αποτέλεσμα την παραγωγή ως επί το πλείστον ανθρώπινου δυναμικού δίχως πρακτικών γνώσεων δίχως το αντίστοιχο επίπεδο του εξωτερικού, με προτεραιότητα την αποστήθιση, δίχως γνώση χρήσης Η/Υ, την ανυπαρξία έρευνας, την μη σύνδεση της επιστήμης με την παραγωγή κλπ. Σε μια τουριστική περιοχή με αρκετά δωμάτια αναλόγως και του πληθυσμού της στην Κεφαλονιά το internet ήρθε μόνο όταν έγινε απευθείας παράκληση στον τότε πρωθυπουργό, νωρίτερα ο ΟΤΕ κωλυσιεργούσε για 2 ολόκληρα χρόνια, την στιγμή που στην Ευρώπη αναπτύσσονταν δίκτυα οπτικών ινών (παράδειγμα έλλειψης υποδομών και λειτουργίας του κράτους). Ένα χαρακτηριστικό της έλλειψης δομών και δαιδαλωδών διαδικασιών του κράτους είναι το γεγονός ότι πολλοί ανώτατοι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας αμέσως μετά την συνταξιοδότηση τους παίρνουν θέση διευθυντή σε μεγάλες εταιρείες. Όχι γιατί έχουν απαραίτητα τα προσόντα αλλά γιατί έχουν τις γνωριμίες και τις άκρες. Γνωρίζουν πως δουλεύει το σύστημα από μέσα και ξέρουν ποια νήματα να κινήσουν και σε ποιο υπουργείο ώστε να ξελασπώσει η εταιρεία. Για να κάνεις οτιδήποτε στην Ελλάδα δεν χρειάζονται προσόντα αλλά γνωριμίες, και αυτό είναι κάτι που ισχύει από το 1950 και μετά, δηλαδή είναι πολύ βαθιά χαραγμένο στο DNA μας.
Όλες αυτές τις αδυναμίες της χώρας έρχεται να καλύψει το νέο μνημόνιο. Δυστυχώς όμως περνώντας τον κόσμο δια πυρός και σιδήρου αφού σαν προτεραιότητα έχει τεθεί η κάλυψη των δανειακών αναγκών της χώρας. Ελπίζω μόνο εκτός των αρνητικών που κουβαλάει μαζί του να μπορέσει να ανατρέψει και όλα εκείνα που αναφέρω παραπάνω και κρατούν δέσμια την Ελλάδα ουραγό στην Ευρωπαϊκή ανάπτυξη και πρωτοπόρο στη διαφθορά. Αν θέλουμε αυτές τις αλλαγές με αντάλλαγμα όμως την οικονομική μας επιβίωση σαν λαός και την αναδόμηση της κοινωνίας θα φανεί στις επόμενες εκλογές.
Είναι όμως οι πολιτικοί μας ικανοί να αλλάξουν οι ίδιοι αλλά και να αλλάξουν τις δομές του κράτους όπως λειτουργεί ως τώρα; Σίγουρα όχι μόνοι τους καθώς δεν έχουν δείξει τέτοια δείγματα γραφής έως τώρα αφού διατηρούν το ψηφοθηρικό τρόπο λειτουργίας τους, γι’ αυτό και βρίσκονται υπό την επιτήρηση της τρόικας. (παράδειγμα ο νόμος που πήγαν να περάσουν σχετικά με την οικονομική ενίσχυση που δέχονται και που τον απέσυραν άρον άρον.)
Η ίδια η τρόικα όμως, έχει σκοπό όντως την αναμόρφωση του κράτους και των υποδομών του, ή μόνο την αποπληρωμή των δανείων και την υφαρπαγή του φυσικού πλούτου της Ελλάδας; Και αυτό θα φανεί στις επόμενες εκλογές. Κοιτώντας όμως πίσω την ελληνική ιστορία βλέπω ότι όποτε η Ελλάδα στράφηκε προς τις μεγάλες δυνάμεις τις περισσότερες φορές προδόθηκε και αυτό φάνηκε να το ξέχασαν οι πολιτικοί μας όταν προσέτρεξαν στην Ευρώπη για δανεικά και διαγγέλματα από το Καστελόριζο.
Αν μετά τις εκλογές δούμε μια κυβέρνηση η οποία θα αρχίσει τα ίδια, στήνοντας και ξεστήνοντας υπουργεία, επιτροπές και υπηρεσίες, βολεύοντας ημέτερους και κουμπάρους, καθυστερώντας τις βαθιές τομές που χρειάζονται στη δομή του κράτους, συγκαλύπτοντας την φοροδιαφυγή, κουκουλώνοντας σκάνδαλα, εμμένοντας σε δημόσια έργα αξίας και φιλοσοφίας προηγούμενων δεκαετιών, και με τις ευλογίες της τρόικας τότε σημαίνει πως μυαλό δεν βάλαμε και πάμε γραμμή για την χρεοκοπία και το ξεπούλημα. Και αυτό γιατί η αύξηση των εξαγωγών που παρουσιάζεται τελευταία οφείλεται στην μη απορρόφηση των προϊόντων στην εγχώρια αγορά κι όχι στην εξωστρέφεια των επιχειρήσεων.
*Ο Διονύσης Γαρμπής είναι πλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού