Χρήστος Δερές: Ο διπλοδιασυρμός της και το φλασάκι του Σάκη Μπουλά
Ο διπλοδιασυρμός της και το φλασάκι του Σάκη Μπουλά.
Κάθε φορά που έμπαινε στο νερό, για να διασχίσει τον ωκεανό, ορμώμενη από το όνειρό της, να γίνει η χρυσή αναβάτισσα των αδάμαστων κυμάτων, οι σταγόνες της θάλασσας έρχονταν αίφνης να ζωγραφίσουν στο πρόσωπό της, τη απαίσια ανάσα εκείνου που την ακούμπησε, που τη μόλυνε, χρόνια πριν, ψιθυρίζοντας στο αυτί της μυσταγωγίες και τεχνάσματα, για να προσθέσει ένα δελεαστικό λάφυρο, ως επιβεβαίωση του κατεπίφαση και αναληθούς ανδρισμού του.
Κάθε φορά που ανέβαζε το φερμουάρ της ασπρογάλανης στολής της και διέταζε όρτσα τα πανιά, της έρχονταν στο νου τα χέρια εκείνου, που κάποτε της το ανέβασαν, αφού πρώτα της το είχαν κατεβάσει, δίχως ερωτόλογα εφηβικής αθωότητας, αλλά με υποταγή.
Πέρασαν χρόνια από τότε. Αυτή πήρε μετάλλια, πολλά μετάλλια και θαλασσοπάλεψε πολλές, μα πάρα πολλές φορές και πάντα τα κατάφερνε. Και δεν ήταν ανάγκη, ντε και καλά, να ανέβει στο βάθρο. Της αρκούσε να είναι στη θάλασσα, που έχουν δει τόσα τα μάτια της, που ξέρει τόσα μυστικά, όσα δε ξέρει κανείς στον κόσμο και δε τα χει πει ποτέ σε κανέναν και ούτε πρόκειται να τα πει.
Αυτή όμως, αν και την αγαπούσε τη θάλασσα, δεν έπρεπε να της μοιάσει. Έπρεπε να μιλήσει. Δεν έπρεπε να κρατήσει μυστικό. Και μίλησε. Και ξαναβιάστηκε. Πιο αισχρά, πιο άτιμα. Όχι από έναν, αλλά από πολλούς και από πολλές, που στο άκουσμα της είδησης αναρωτήθηκαν: καλά, τώρα της ήρθε να το πει; Γιατί δεν το πε τότε;
Είναι σχεδόν σίγουρο, πως αυτοί οι πολλοί και πολλές, που δε ζουν μακριά μας, δεν έχουν συναναστραφεί με άτομα, που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση. Αν είχαν συναναστραφεί, δε θα τη βίαζαν στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή και στο παγκάκι της γειτονιάς.
Θα ήξεραν πως η δημοσιοποίηση ενός τόσο προσωπικού θέματος, δημιουργεί στο υποκείμενο βιογραφική ρήξη. Χωρίζει τη ζωή στο πριν και στο μετά. Στο πώς ήταν, στο πώς είναι και το κυριότερο, στο πώς θα είναι .Αν είχαν συναναστραφεί, θα ήξεραν πως τα άτομα αυτά, σταματούν να αγαπούν τον εαυτό τους και τον θεωρούν υπαίτιο, για ό,τι έγινε. Θα ήξεραν ότι η θλίψη μονιάζει στην καρδιά τους για πολύ καιρό και κάνουν απόπειρες για να ξαναχαμογελάσουν, αλλά η θλίψη παραμονεύει και ένα τυχόν στραβοπάτημα στη διαχείριση των συναισθημάτων, τους οδηγεί πάλι στο μηδέν. Και θέλει πολλές προσπάθειες, για να υποχωρήσουν οι κακές σκέψεις. Σίγουρα περισσότερες προσπάθειες, από τα να κατακτήσεις Ολυμπιακά μετάλλια.
Εκείνη ομολόγησε: έχω υποστεί σεξουαλική κακοποίηση. Ξεστόμισε 12 σύμφωνα και 18 φωνήεντα. Τόσο της πήρε για να τα ξεστομίσει. 23 ολόκληρα χρόνια. Ούτε λιγότερο, ούτε όμως περισσότερο. 23 ολόκληρα χρόνια.
Σε αυτά τα 23 χρόνια, η Μπεκατώρου άκουγε πολλές φορές το φλασάκι του Σάκη Μπουλά. Άρχισε να βάζει στο μαγνητόφωνο τραγούδια που γουστάρει, χωρίς να την νοιάζει σιγά σιγά τι θα πει ο κόσμος. Εξάλλου, πόσες γενιές μεγάλωσαν με την αγωνία και το πρόταγμα <τι θα πεί ο κόσμος>, πρόταγμα που δημιουργεί ήσυχες και μη επαναστατικές κοινωνικές συνειδήσεις. Και οι γενιές μεγάλωσαν και ξαναμεγάλωσαν και τελικά ο κόσμος δεν είπε τίποτα.
Η Μπεκατώρου έβαλε στην καρδιά της πατίνια και δύο ρουλεμάν και έγινε παιδί, που μοναχό του τον δρόμο γυρεύει. Και το κυριότερο, πήρε θέση, για να λάβει πάλι την πρωτιά. Και σκεφτόταν μερόνυχτα το φλασάκι που θα αστράψει. Και την πήρε τη ρεβάνς. Όχι από τον τύπο με την απαίσια ανάσα, ούτε από τους πολλούς και τις πολλές. Αλλά από τον ίδιο της τον εαυτό. Και το μυστικό της, που κράτησε για 23 ολόκληρα χρόνια, στο μαξιλάρι της. Εξάλλου τι μυστικό θα ήταν, αν το έλεγε αμέσως;