Γεράσιμος Θεοδωράτος: Ας μην λησμονηθεί τούτη η Δίκη...
Ήταν 16 Απριλίου … έκτοτε δε, παρήλθον έτη πολλά ...
Άραγε πόσα εν τω μεταξύ άλλαξαν; Πόσα έκτοτε έμειναν ίδια;
Τον ρώτησαν πως ονομάζεται …
Κοίταξε τους Δικαστές με υπερηφάνεια … με μια ήρεμη, πληγωμένη υπερηφάνεια … Απάντησε … Απάντησε και στις λοιπές ερωτήσεις, κοιτώντας τους στα μάτια:
- ¨Από πού κατάγεσαι;¨ τον ρώτησε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ….
- ¨Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας¨.
- ¨Πόσων ετών είσαι¨;
- ¨Εξήντα τεσσάρων¨.
- ¨Τι επάγγελμα κάνεις;¨
- ¨Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω…¨
Η κατηγορία που βάραινε αυτόν και τον συγκατηγορούμενό του βαρυτάτη: εσχάτη προδοσία.
Και ¨ευρέθησαν¨ λοιπόν και εξητάσθησαν πρόθυμοι ψευδομάρτυρες, η δε εντολή που ¨άνωθεν¨ είχε δοθεί διά την έκβαση της Δίκης ήτο απολύτως σαφής, τρεις μόνον λέξεις: ¨Καταδίκη εις θάνατον¨.
Και πράγματι, η ετυμηγορία και η ποινή για αυτόν και για τον συγκατηγορούμενό του: ¨Καταδίκη εις θάνατον …¨.
Στο άκουσμά της αυτός σταυροκοπήθηκε, ο δε συγκατηγορούμενός του ξέσπασε σε λυγμούς. Το ακροατήριο έμεινε άναυδο.
«Άδικα σε σκοτώνουν Στρατηγέ…» του ψιθύρισε με πίκρα και πόνο ένα από τα γενναία παλικάρια του, και με ήρεμη δύναμη ο Στρατηγός του απάντησε: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα να σε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια!».
Και λεκτέον ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου είχε σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι ήτο ΠΑΝΤΕΛΩΣ ΑΘΩΟΙ. Εις δε τη διάσκεψη, που είχε προηγηθεί της ως άνω ετυμηγορίας, είχε λάβει πρώτος ένας άλλος Δικαστής τον λόγο, ο οποίος και μίλησε διά την αθωότητα των δύο Αγωνιστών, και δη διαπνεόμενος από υπέρτατες πανανθρώπινες αξίες ειπών: «Δὲν εἶμαι ἀπὸ τὴν Σπάρτη, δὲν εἶμαι Ἀθηναῖος, πατρίδα μου ἔχω ὅλην τὴν Ἑλλάδα. … πατρίδα μας ἔχομεν τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὅση γῆ περιαγκαλιάζει ὁ εὔμορφος αἰθέρας εἶναι ἀγαπητή μας πατρίδα.».
Τους άλλους τρεις Δικαστές όμως δεν τους ενδιέφερε η αλήθεια, εξάλλου η άνωθεν εντολή ήτο σαφής, τρεις μόνον λέξεις (¨καταδίκη εις θάνατον¨), και ψήφισαν υπέρ της καταδίκης των δύο αγωνιστών (¨καταδίκη εις θάνατον¨), ως ήτο και η ¨άνωθεν¨ εντολή.
Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αγανακτεί: «Θεωρώ την απόφασίν σας εντελώς άδικον. Δεν στηρίζεται εις τας δημοσίως διαξαχθείσας αποδείξεις, αλλά επί ψευδεστάτης βάσεως. Είναι αντίθετος της κοινής γνώμης, κρίσεως και πεποιθήσεως. Και αποτελεί προσβολήν και αυτού του ιερού ονόματος της αληθείας».
Έτσι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και ο Δικαστής της συνθέσεως που πρώτος είχε λάβει τον λόγο στην διάσκεψη, πεπεισμένοι πλήρως δια την αθωότητα των κατηγορουμένων, ηρνήθησαν να υπογράψουν την απόφαση καταδίκης των δυο κατηγορουμένων σε θάνατο για εσχάτη προδοσία.
Οι πλειοψηφίσαντες σπεύδουν στον Υπουργό Δικαιοσύνης.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης διατάσσει τους δύο διαφωνούντες να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη.
«Εν ονόματι του βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε την απόφαση», φωνάζει.
«Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι!», απαντά ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου.
«Δεν θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων», απαντά ο Δικαστής ο οποίος στη διάσκεψη είχε μιλήσει με επιχειρήματα διά την αθωότητα των κατηγορουμένων, καταδεικνύοντας συνάμα τις αντιφάσεις των καταθέσεων των ψευδομαρτύρων.
Οργισμένος ο Υπουργός Δικαιοσύνης δίδει εντολή στους αστυνομικούς κλητήρες όπως με τις ξιφολόγχες οδηγήσουν τους δύο γενναίους Δικαστές στην αίθουσα του Δικαστηρίου. Και πράγματι ασκώντας βία κατά των γενναίων Λειτουργών της Δικαιοσύνης οι χωροφύλακες εκτελούν την εντολή.
Την καταδικαστική απόφαση ανέγνωσε άλλος, ενώ ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του, με τα μάτια κλειστά, βαθύτατα θλιμμένος, όχι όμως φοβισμένος.
Το όνομα του Στρατηγού;
- ¨Πώς ονομάζεσαι;¨
- ¨Θεόδωρος Κολοκοτρώνης¨.
Ο ως άνω συγκατηγορούμενός του: Δημήτριος Πλαπούτας.
Πρόεδρος του Δικαστηρίου: Αναστάσιος Πολυζωϊδης.
Δικαστής που μαζί με τον Πρόεδρο τίμησαν τον θεσμικό τους ρόλο: Γεώργιος Τερτσέτης.
Η Δίκη ξεκίνησε στις 16 Απριλίου 1834 και διήρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου του ιδίου έτους.
Η δε δικαστική απόφαση προκάλεσε μεγίστη αναστάτωση στον Ελληνικό Λαό και έτσι η αντιβασιλεία αναγκάσθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη, και με την ενηλικίωσή του ο βασιλεύς Όθων, φοβούμενος την λαϊκή αγανάκτηση, έδωσε χάρη.
Εις δε τα απομνημονεύματά του, που διηγήθηκε εις τον Γ. Τερτσέτη ο Θ. Κολοκοτρώνης θα αναφέρει με πίκρα: «Μ΄ έβαλαν εννέα μήνες φυλάκιση, χωρίς να βλέπω κανέναν εκτός από τον δεσμοφύλακά μου. Δεν ήξερα τόσους μήνες τι γίνεται έξω, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, ποιον άλλον έχουν φυλακισμένο. Δεν ήξερα γιατί με έχουν φυλακισμένο. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».
Όσο διά τους γενναίους Δικαστές, η έντιμη στάση των, η άρνησή των να αποδεχθούν την κρατική παρέμβαση εις τη Δίκη, ήτο ενδεικτική της ηθικότητος του χαρακτήρος των και προκάλεσε την οριστική τους παύση, τη φυλάκιση και την άγρια κακοποίησή τους από την αντιβασιλεία, αποκατεστάθησαν δε αργότερα, οπότε και εξακολούθησαν να υπηρετούν πιστά την Πατρίδα, όπως εξακολούθησαν και οι ως άνω αδίκως καταδικασθέντες Αγωνιστές της Ελληνικής Επαναστάσεως, μέχρις που τελεύτησαν τον βίο τους, άπαντες αυτοί αφήνοντες Ιερές παρακαταθήκες δια πάσας τας μελλοντικάς γενεάς.
Αντίγραφο δε της καταδικαστικής απόφασης των Θ. Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα [αμφοτέρων πρωτεργατών της Ελληνικής Επαναστάσεως], ιδέτε, συνοδεύει ως εικόνα το κείμενο αυτό, όπου λείπουν οι υπογραφές των δύο Δικαστών: Α. Πολυζωΐδη και Γ. Τερτσέτη.
ταπεινός αντιγραφεύς των όσων σας αφηγήθηκα,
μικρό λιθαράκι στη εφετινή επέτειο της Ελληνικής Επαναστάσεως ….
Γεράσιμος βασ. Θεοδωράτος