ΚΕΔΑΣΥ Κεφαλληνίας: Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας «Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική»
Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας
«Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική»
Η 9η Φεβρουαρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας και αποτελεί ημέρα μνήμης του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού (1798-1857). Ίσως δεν είναι γνωστό στο ευρύ κοινό, ότι αυτή η ημέρα, που καθιερώθηκε μόλις το 2017, αποτέλεσε ένα όραμα της ελληνικής διασποράς στη γειτονική μας Ιταλία, και, στη συνέχεια, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Εξωτερικών και Παιδείας, εορτάζεται στις 9 Φεβρουαρίου από τις ελληνικές κοινότητες, τους ομογενείς, τους φίλους της Ελλάδας και του πολιτισμού της σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αν μπορούσαμε, επομένως, να απομονώσουμε δυο, μόνο, στοιχεία που κάνουν αισθητή την παρουσία της Ελλάδας στην Ενωμένη Ευρώπη, θα λέγαμε ότι είναι ο πολιτισμός και η γλώσσα, καθώς η νέα ελληνική γλώσσα, ως απόγονος της αρχαίας ελληνικής, εκφράζει τις αξίες ενός πολιτισμού που έχει συμβάλει στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής σκέψης. Αποτελεί άξιο λόγου ότι, παρά τις συνεχείς αλλαγές, η ελληνική γλώσσα, επί της ουσίας, δεν έχει αλλάξει και, σε αντιδιαστολή με τις άλλες Ευρωπαϊκές γλώσσες, παρουσιάζει μια συνέχεια που δεν αμφισβητείται, γεγονός που έκανε τον Γάλλο φιλέλληνα Jacques Lacarriere να πει: «Η Ελλάδα βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην παράδοσή της απ΄ ό,τι άλλες χώρες και ειδικά η Γαλλία, της οποίας η γλώσσα έχει οκτώ διαφορετικές ρίζες. Τα γαλλικά του 8ου αιώνα δεν γίνονται κατανητά σήμερα, ενώ η λέξη χαροπαλεύω παραδείγματος χάρη, η οποία σημαίνει «ψυχορραγώ, δίνω μάχη ενάντια στον θάνατο», μεταφέρει έναν μύθο 2500 χρόνων για τον θάνατο».[1]
Σκοπός, λοιπόν, της Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας, δεν είναι μόνο να αναδείξει την αδιάκοπη συνέχεια της ύπαρξής της στον χρόνο, αλλά και να θυμήσει τη διαχρονική της προσφορά στην παγκόσμια ιστορία. Με περισσότερα από 5000 χρόνια ζωής, και, παρά τις πολυάριθμες προσαρμογές της, ενώνει σε μια συνεχή κλωστή όλα σχεδόν τα σημαντικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας, δείχνοντας να είναι ικανή να ορίσει αφηρημένες και τεχνικές έννοιες, να εκφράσει το υπαρκτό και το υπερβατικό, να γίνει έκφραση καθολικών και ατομικών αξιών.
Η γλώσσα μας, βέβαια, επί του παρόντος, είναι μια γλώσσα περιορισμένης διάδοσης, καθώς χρησιμοποιείται καθημερινά από 15 περίπου εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές, αλλά μπορεί να υπερηφανεύεται για τη μεγαλύτερη ιστορική συνέχεια στον κόσμο (μαζί με τα Κινεζικά) και μπορεί να οριστεί όσο λίγες, ως η κατεξοχήν γλώσσα του πολιτισμού. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η Ελληνική Γλώσσα είναι, ακόμα και σήμερα, σε θέση να δανείζεται λέξεις και να ορίζει έννοιες που δημιουργήθηκαν αργότερα, καταδεικνύοντας τον πλούτο, την πλαστικότητα και την προσαρμοστικότητά της. Επομένως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, συχνά, και, χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτό, όλοι τελικά μιλούν ελληνικά!
Στη σημερινή, όμως, εποχή της ψηφιακής φρενίτιδας και των κλικ, της εποχής που οι ανθρωπιστικές σπουδές θεωρούνται όλο και περισσότερο ξεπερασμένες και υπάρχουν όλο και λιγότεροι μανιώδεις μελετητές στις νεότερες γενιές, τί μπορεί άραγε να σηματοδοτεί μια τέτοια μέρα; Τι ρόλο παίζει η ελληνική γλώσσα στη ζωή των νέων σήμερα; Πόσο «χρήσιμη» θεωρούν σήμερα την εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο σχολείο;
Απέναντι σε αυτούς τους προβληματισμούς θα μπορούσαμε να παραθέσουμε σειρά επιχειρημάτων που είναι, ίσως, γενικά παραδεκτό ότι δε στερούνται αλήθειας. Π.χ. είναι βέβαιο ότι ο λυρισμός και η καλλιτεχνική αξία των αρχαίων ελληνικών κειμένων αποτελεί έκφραση τέτοιων οικουμενικών συναισθημάτων της ανθρώπινης ψυχής, που ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να τα διαβάσει χωρίς να παρατηρήσει το χάσμα στον χρόνο και τον πολιτισμό που τον χωρίζει από αυτά. Επιπλέον, ολόκληρη η πνευματική ζωή της Ευρώπης, η φιλοσοφική, ηθική, πολιτική, και αισθητική της σκέψη, πηγάζει από το έργο των Ελλήνων στοχαστών και, ακόμη και σήμερα, μπορεί κάποιος να επιστρέφει ξανά και ξανά σε ό,τι μας έχει διασωθεί από την ελληνική δραστηριότητα στον πνευματικό τομέα για έμπνευση και ενθάρρυνση.
Ωστόσο, αυτά τα επιχειρήματα και πλήθος άλλων που θα μπορούσαν να παρατεθούν, συναντούν δυο βασικούς περιορισμούς. Ο πρώτος είναι ότι έχουν περιορισμένη αποδεικτική αξία. Είναι δύσκολο, δηλαδή, να πειστεί ο νέος να μελετήσει μια γλώσσα που δεν ομιλείται πλέον, για πέντε χρόνια στο σχολείο και για πέντε ώρες την εβδομάδα, σκεπτόμενος αυτά τα πλεονεκτήματα, που ίσως είναι, επίσης, επιτεύξιμα μέσα από τη μελέτη άλλων μαθημάτων. Ο δεύτερος είναι ότι, πάνω από όλα, οι νέοι αντιτάσσουν τη χρηστικότητα, αναφέροντας π.χ. ότι τα αγγλικά χρησιμεύουν για την εργασία και τα ταξίδια, η γεωμετρία για την κατασκευή σπιτιών, η χημεία για την παραγωγή φαρμάκων. Άρα, και η αρχαία ελληνική γλώσσα θα πρέπει να χρησιμεύει σε κάτι απτό, χειροπιαστό. Αν, όμως, τοποθετήσουμε το θέμα σε αυτό το επίπεδο, η αρχαία ελληνική γλώσσα, αλλά και, γενικότερα, η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, δεν έχουν καμιά ελπίδα να ανταγωνιστούν, όχι μόνο την εκμάθηση της αγγλικής, αλλά ούτε καν να συναντηθούν με τη μαγειρική ή τη ραπτική, που, αναμφίβολα, έχουν μεγαλύτερα πρακτικά αποτελέσματα.
Για όσους, λοιπόν, έχουν μια «υλιστική αντίληψη για τη ζωή», δεν έχει νόημα η παράθεση καμίας επιχειρηματολογίας, ίσως δεν έχει καν νόημα και η συγγραφή του παρόντος άρθρου. Ελπίζω, όμως, να υπάρχουν αναγνώστες και ανάμεσα σε αυτούς και πολλοί νέοι, που είναι πεπεισμένοι ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο μια μηχανή παραγωγής, αλλά, πρώτα και κύρια, είναι ένα λογικό ον του οποίου το βέλτιστο καλό είναι σύμφωνα με τον Αριστοτέλη «η κατά αρετή δραστηριότητα της ψυχής»,[2] να υπάρχουν εκείνοι που είναι, επομένως, πεπεισμένοι ότι οι ανθρωπιστικές επιστήμες πρέπει να κατέχουν πρωταρχική θέση στη σχολική εκπαίδευση. Μόνο τότε, τα όποια επιχειρήματα υπέρ της μελέτης της ελληνικής γλώσσας έχουν πεδίο ύπαρξης και μόνο τότε έχει και λόγο ύπαρξης η σημερινή μέρα.
Θα ήθελα, τέλος, να παραθέσω τα λόγια του Αμίν Μααλούφ στις «Φονικές ταυτότητες» το 1999[3]: «Σήμερα είναι προφανές πως κάθε άτομο χρειάζεται να μιλάει τρεις γλώσσες. Η πρώτη είναι η γλώσσα της ταυτότητάς του. Η τρίτη τα Αγγλικά. Μεταξύ των δυο πρέπει υποχρεωτικά να προωθήσουμε τη χρήση μιας δεύτερης γλώσσας, την οποία θα διαλέγει καθένας ελεύθερα.Θα είναι, ήδη, από το σχολείο η κύρια ξένη γλώσσα του, αλλά θα είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Θα είναι η γλώσσα της καρδιάς του, η γλώσσα που θα παντρευτεί, η αγαπημένη του γλώσσα...». Έχουμε την τύχη και την ευλογία να μιλάμε μια γλώσσα που ο διαχρονικός της ρόλος είναι η διάδοση των οικουμενικών αξιών, της δημοκρατίας, του ορθολογισμού, της επιστήμης, της τέχνης, της ποίησης, του θεάτρου.
Έτσι, στη σημερινή εποχή, όπου η διάχυτη αντίληψη των πραγμάτων που ονομάζονται «χρήσιμα» κερδίζει έδαφος, είναι εύκολο να ξεχάσουμε ότι η γλώσσα δεν είναι, απλώς, ένα εργαλείο έκφρασης και επικοινωνίας, η γλώσσα φέρει πολιτισμό και ιστορία. Είναι, ακριβώς, το απόσταγμα των λόγων του ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη, «τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική»,[4] είναι το πιο πολύτιμό μας φυλαχτό, είναι ο φάρος μας, ο οδηγός μας, «μονάχη έγνοια μας» προς το μέλλον και προς τους ανθρώπους. Μόνο με τη γλώσσα μας μπορούμε να θεωρούμε εαυτούς ως έναν από τους λαούς με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Τίνα Παπαδοπούλη
Εκπαιδευτικός ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. Κεφαλληνίας
Αργοστόλι, Φεβρουάριος 2023
[1] Πριοβόλου, Σ. (2001) Γλώσσα, γλώσσες στην Ευρώπη. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
[2] Ἀριστοτέλους, Ἠθικά Νικομάχεια, Α7
[3] Μααλούφ Α. (1999) Φονικές ταυτότητες. Αθήνα: Ωκεανίδα
[4] Οδυσσέας Ελύτης. [1959] 2011. Το άξιον εστί. 21 Αθήνα: Ίκαρος.