ΚΕΔΑΣΥ Κεφαλληνίας: «Συγκρούσεις γονέων παιδεύουσι τέκνα»
Πολλοί από εμάς θα θυμούνται πώς ήταν να ακούμε τους γονείς μας να μαλώνουν, καθώς και τα συναισθήματα αδυναμίας, φόβου και θλίψης που μας άφηναν αυτές οι καταστάσεις έντασης και θυμού μεταξύ τους. Όλα τα ζευγάρια, κάποια στιγμή, θα βιώσουν διαμάχες και θα έχουν καβγάδες, όσο υγιής και ισχυρή και αν είναι η σχέση τους, καθότι, και οι διαφωνίες αποτελούν ενδείξεις μίας υγιούς συμβίωσης και αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής αλληλεπίδρασης και συνύπαρξης δύο διαφορετικών ανθρώπων που έχουν αποφασίσει να ακολουθήσουν μία κοινή πορεία, δημιουργώντας οικογένεια. Η περιστασιακή σύγκρουση, λοιπόν, δεν αποτελεί μεγάλο πρόβλημα, εντούτοις, οι καβγάδες των γονέων, εν γένει, και δη οι σοβαροί και επαναλαμβανόμενοι, φαίνεται ότι ασκούν αρνητική επίδραση στα παιδιά όλων των ηλικιών.
Όλο και περισσότερες έρευνες αποδεικνύουν ότι οι γονεϊκές συγκρούσεις που είναι συχνές, έντονες και ανεπίλυτες, είναι επιζήμιες και έχουν άμεσες επιπτώσεις στα παιδιά που τις βιώνουν. Πρόκειται, πλέον, για ένα αναγνωρισμένο κοινωνικό πρόβλημα, οι συνέπειες του οποίου δεν είναι πάντοτε άμεσα εμφανείς. Πολλές φορές, μάλιστα, εκδηλώνονται σε βάθος χρόνου - όταν δηλαδή αυτά τα παιδιά είναι ενήλικες - και ενδέχεται να είναι μακροχρόνιες και δυσεπίλυτες γι’ αυτά, αλλά και για τον περίγυρό τους. Πρέπει να επισημανθεί εδώ ότι πολλοί γονείς, δυστυχώς, αποτυγχάνουν να συνειδητοποιήσουν τις μακροχρόνιες συνέπειες που οι ανεξέλεγκτοι καβγάδες τους έχουν πάνω στα παιδιά τους.
Είναι, πλέον, αποδεδειγμένο ότι οι παρατεταμένες και ανεπίλυτες συγκρούσεις των γονέων συμβάλουν στην εμφάνιση ψυχοσυναισθηματικών, κοινωνικών και μαθησιακών δυσκολιών στα παιδιά και τους εφήβους, καθώς και σε πλήθος σωματικών συμπτωμάτων, όπως οι κρίσεις πανικού, οι πονοκέφαλοι και οι γαστρεντερικές διαταραχές. Έχει, επίσης, αποδειχθεί ότι ακόμα και τα βρέφη αντιλαμβάνονται την ένταση μεταξύ των γονέων τους και αντιδρούν σε αυτήν, εκδηλώνοντας πλήθος σωματικών και συναισθηματικών αντιδράσεων, όπως το έντονο κλάμα και η υπερδιέγερση. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί το γνωσιακό – εννοιολογικό μοντέλο των Grych και Fincham (1990), το οποίο ερμηνεύει τη σχέση μεταξύ των συζυγικών καβγάδων και αποτελεί και τον προπομπό των επακόλουθων συνεπειών που παρατηρούνται στα παιδιά. Το μοντέλο αποτελείται από τέσσερις διαστάσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την ερμηνεία και την κατηγοριοποίηση των συζυγικών προστριβών. Οι συνιστώσες είναι οι εξής: η ένταση των καβγάδων, η συχνότητα των καβγάδων, το περιεχόμενο της διαμάχης και ο τρόπος επίλυσης της διαμάχης. Ο τρόπος που εκδηλώνονται οι τέσσερις αυτές συνιστώσες μεταξύ των συζύγων είναι καθοριστικός για τη θετική ή αρνητική ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του παιδιού, η οποία, με τη σειρά της, θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα πορεία του στη ζωή. Επιπροσθέτως, εμπειρικές έρευνες του παραπάνω μοντέλου έχουν αποδείξει ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται τα παιδιά και οι έφηβοι τους καβγάδες των γονέων τους σχετίζεται με την εμφάνιση άγχους, κατάθλιψης, χαμηλής αυτοεκτίμησης και επιθετικής συμπεριφοράς.
Οι γονεϊκοί καβγάδες μπορεί να προκαλέσουν τόσο αισθήματα αυτοενοχοποίησης, όσο και αισθήματα απειλής. Η αυτοενοχοποίηση εκδηλώνεται όταν τα παιδιά θεωρούν ότι η συμπεριφορά τους ευθύνεται για τη πυροδότηση της σύγκρουση των γονέων τους και νιώθουν κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνα γι’ αυτή τη κατάσταση, ιδιαιτέρως στις περιπτώσεις που η σύγκρουση εκδηλώνεται για θέματα που άπτονται της ανατροφής και της εκπαίδευση των παιδιών, ενώ η απειλή μεταφράζεται ως απειλή τόσο για την ψυχική τους ηρεμία, όσο και για την λειτουργικότητα της οικογένειάς τους. Ο συζυγικός καβγάς εκλαμβάνεται από τα παιδιά είτε ως απειλή στοχοποίησης των ιδίων από το θυμό των γονέων τους, είτε ως απειλή αποχωρισμού του γονέα, είτε απειλή διαζυγίου ή, ακόμα χειρότερα, ως απειλή εκδήλωσης βίας μεταξύ των γονέων. Το παιδί νιώθει ότι ευθύνεται για τους τσακωμούς των γονιών του και, γι’ αυτό το λόγο, αναλόγως και το ηλικιακό στάδιο που βρίσκεται, φοβάται ότι θα βιώσει την εγκατάλειψή τους, καθότι θεωρεί ότι δεν αξίζει την αγάπη τους, με αποτέλεσμα να πλήττεται η αυτοεκτίμησή του, η αυτοπεποίθησή του και η αυτοεικόνα του. Μέσα σε αυτές τις τοξικές συνθήκες, το παιδί περιστρέφεται μεταξύ του δίπολου παρέμβασης - αποξένωσης, αναλαμβάνει, δηλαδή, είτε το ρόλο του «διαιτητή», παρεμβαίνοντας στους τσακωμούς, σε μία προσπάθεια να κατευνάσει τη κατάσταση, είτε απομονώνεται προκειμένου να προστατεύσει τον εαυτό του και να αντέξει η ψυχή του όλο αυτό το φορτίο. Και στις δύο περιπτώσεις, το παιδί αποσπάται από την παιδική του ανεμελιά και αναλαμβάνει ρόλους που δεν άπτονται της ηλικίας του. Οι συνέπειες αυτών των καταστάσεων επηρεάζουν όλο το φάσμα της ζωής του, με σοβαρές επιπτώσεις σε σημαντικούς τομείς της, όπως το σχολείο, καθώς, φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις, οι αδικαιολόγητα χαμηλές σχολικές επιδόσεις και η επιθετική συμπεριφορά που εκδηλώνεται, η οποία μπορεί να έχει ακόμα μεγαλύτερη ένταση στην εφηβεία, τόσο εντός όσο και εκτός του σχολικού πλαισίου, έχουν σε πολλοστές περιπτώσεις τις ρίζες τους σε αυτές τις καταστάσεις.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, συνειδητοποιούμε ότι το παιδί αποτελεί τον αδύναμο κρίκο μέσα σε ένα οικογενειακό πλαίσιο όπου συνήθως επικρατούν οι φωνές, η λεκτική κακοποίηση, οι εκφράσεις απαξίωσης, οι προσβολές, οι απειλές διαζυγίου, οι απειλές αποχώρησης του ενός γονέα από το σπίτι και σε ακραίες περιπτώσεις, η σωματική βία. Το οικογενειακό περιβάλλον, με αυτόν τον τρόπο, μετατρέπεται σε ένα τοξικό και κακοποιητικό περιβάλλον, το οποίο, αντί να χαρίζει τη ζεστασιά, τη θαλπωρή και την ασφάλεια που χρειάζεται ένα παιδί για να διαμορφωθεί και να ολοκληρωθεί σαν οντότητα, εκπέμπει πόνο, φόβο, τρόμο, θυμό και, κατ’ επέκταση, ένα δυσεπίλυτο τραύμα που το παιδί, ως τραυματισμένος ψυχικά ενήλικας, πλέον, θα το κουβαλά σε όλη του τη ζωή και θα το επηρεάζει και στις δικές του σχέσεις.
Προκειμένου, λοιπόν, να αποτρέπονται καταστάσεις όπως οι παραπάνω, χρειάζεται από τη μεριά του γονέα ωριμότητα, αυτογνωσία, ανεπτυγμένους μηχανισμούς αυτορρύθμισης και δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας και έκφρασης των συναισθημάτων μεταξύ του ζευγαριού. Μην ξεχνάτε ότι τα παιδιά αντιλαμβάνονται, παρακολουθούν και υιοθετούν τον τρόπο με τον οποίο εσείς οι γονείς επιλύετε ή όχι τις συγκρούσεις που προκύπτουν. Αποτελείτε, με άλλα λόγια, το θετικό ή το αρνητικό μοντέλο συμπεριφοράς γι’ αυτά. Βλέπουν και καταγράφουν τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεστε έναν τσακωμό και αποκτούν από αυτόν δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων και συγκρούσεων, τις οποίες θα υιοθετούν σε όλη τους τη ζωή. Να θυμάστε ότι η συντροφική σχέση ή ο γάμος σας αποτελεί το πρότυπο που έχουν τα παιδιά σας για το πώς είναι μία ερωτική σχέση. Για παράδειγμα, θα αποτελέσετε θετικό πρότυπο συμπεριφοράς για τα μικρά σας, εάν, παρά την ένταση του καβγά, δεν χάνετε ποτέ τον αλληλοσεβασμό σας και, κυρίως, όταν στο τέλος καταφέρνετε να ζητήσετε συγνώμη ο ένας από τον άλλον. Με αυτό το τρόπο, θα βοηθήσετε τα παιδιά σας να υιοθετούν μία διαδικασία αξιολόγησης της συμπεριφοράς τους, να αναπτύσσουν το αίσθημα της δικαιοσύνης, να αναγνωρίζουν και, κυρίως, να παραδέχονται τα λάθη τους. Εάν, όμως, συμπεριφέρεστε ο ένας στον άλλον με τρόπο αρνητικό, υποτιμητικό, με τρόπο που απουσιάζει, εν γένει, η αγάπη μεταξύ σας, το πιο πιθανό είναι ότι τα παιδιά σας θα το αντικατοπτρίζουν αυτό και στις δικές τους σχέσεις στην ενήλικη ζωή τους, επαναλαμβάνοντας τα ίδια τοξικά μοτίβα, τα οποία θα τα οδηγήσουν στη δυστυχία, ενώ στις περιπτώσεις που τα παιδιά έχουν βιώσει και τη σωματική βία μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, ενδεχομένως, ως ενήλικες, να οδηγηθούν και σε παραβατική συμπεριφορά.
Ο τρόπος που επικοινωνούμε και εξηγούμε στα παιδιά μας τους λόγους που προέκυψε η εκάστοτε ένταση, διαφέρει, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητα του παιδιού. Είναι, όμως, απαραίτητο να τους δίνουμε εξηγήσεις. Στις περιπτώσεις, επομένως, που έχει προηγηθεί έντονη σύγκρουση, πρέπει να βρίσκουμε χρόνο, να εξηγούμε στα παιδιά μας, με λόγια απλά, ότι είχαμε μια διαφωνία που εξελίχθηκε σε τσακωμό, επειδή δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε για ένα σημαντικό, για εμάς τους δύο, θέμα. Δε χρειάζεται να αναλύσουμε το θέμα, ιδίως εάν τα παιδιά είναι μικρότερης ηλικίας, όπου δεν έχουν τη ψυχική ωριμότητα να επεξεργαστούν και να αφομοιώσουν σε βαθύτερο επίπεδο κάποιες πληροφορίες. Μπορούμε να επισημάνουμε ότι ήταν λάθος να αφήσουμε τα πράγματα να κλιμακωθούν με αυτόν τον τρόπο, να διαβεβαιώσουμε τα παιδιά μας ότι ήταν μόνο ένας διαπληκτισμός και όχι μια ένδειξη μεγαλύτερων προβλημάτων, να τα καθησυχάσουμε και να τα διαβεβαιώσουμε ότι ακόμα αγαπάμε ο ένας τον άλλον και ότι δεν τίθεται θέμα αποχωρισμού τους από κάποιον γονέα. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται πολλά περισσότερα από όσο νομίζουμε, αποκωδικοποιούν τη μη-λεκτική επικοινωνία, επομένως, οτιδήποτε τους επικοινωνούμε, πρέπει να το εννοούμε και να αληθεύει. Καλό είναι να τους εξηγούμε ότι, μερικές φορές, είναι φυσιολογικό να υπάρχουν διαφωνίες μέσα στο ζευγάρι και ότι οι άνθρωποι μπορεί να χάσουν τη ψυχραιμία τους. Να τους θυμίζουμε πάντα ότι, παρά τους τσακωμούς που μπορεί να προκύπτουν, όλοι αγαπάμε ο ένας τον άλλον και εξακολουθούμε να είμαστε μια δεμένη οικογένεια. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούν τα παιδιά να νιώθουν ασφάλεια, ώστε να μπορέσουν να αναπτυχθούν συναισθηματικά. Μόνο έτσι θα μπορούν να βρίσκουν υγιείς και ώριμους τρόπους επίλυσης των συγκρούσεων στη ζωή τους, θα μπορούν να εξελιχθούν και να δημιουργούν, ως ενήλικες, υγιείς σχέσεις και ευτυχισμένους ανθρώπους.
Αικατερίνη Καραμανίδου
Ψυχολόγος, ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. Κεφαλληνίας
Νοέμβριος 2023