Το παραδοσιακό επάγγελμα του τσαγκάρη - Τα τσαγκάρικα του Ληξουρίου
Το παραδοσιακό επάγγελμα του τσαγκάρη που καθημερινά όλο και χάνεται
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Το παραδοσιακό επάγγελμα του τσαγκάρη, τουλάχιστον στην παλιά του μορφή, καθημερινά όλο και χάνεται. Βασικοί λόγοι που συντελούν σε αυτήν την εξαφάνιση του παραδοσιακού τσαγκάρη είναι η μηχανική τελειοποίηση των υποδημάτων, η τεράστια πληθώρα ποικιλιών παπουτσιών για κάθε ηλικία, εργασία και ασχολία, ώστε να καλύπτονται όλα τα γούστα, καθώς και η γρήγορη βιομηχανοποιημένη κατασκευή των υποδημάτων.
Ρίχνοντας μια ματιά στις περασμένες δεκαετίες, τότε που υπήρχαν περισσότεροι τσαγκάρηδες, εκτός από τα μεγάλα αστικά κέντρα, και σε κάποιες γειτονιές, έρχονται στο μυαλό μας εικόνες ανθρώπων βιοπαλαιστών που σκυμμένοι πάνω σε έναν πάγκο γιομάτο εργαλεία, με μια ποδιά άσπρη να κρέμεται από το λαιμό με ένα κορδόνι και με χέρια πάντα απασχολημένα, επιδιόρθωναν παπούτσια.
Αυτός ήταν ο τσαγκάρη ή μπαλωματής, ο τεχνίτης δηλαδή που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Παλιά οι τσαγκάρηδες γύριζαν στις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για να τα επισκευάσουν. Αυτούς κυρίως ο λαός τους αποκαλούσε μπαλωματήδες.
Το τσαγκάρικο ή τσαγκαριό, ήταν ο χώρος του τσαγκάρη, που ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα. Ο πάγκος ήταν ένα ξύλινο μικρό τραπεζάκι, το οποίο ήταν χωρισμένο στις τέσσερες γωνίες με ξύλινο κορδόνι και σχημάτιζε τέσσερα τρίγωνα Στα τρίγωνα αυτά ο τσαγκάρης είχε παπουτσόκαρφα διαφορετικών μεγεθών για τα παπούτσια. Γύρω -γύρω από τον πάγκο κρέμονταν δερμάτινες θήκες όπου μέσα υπήρχαν εργαλεία. Πάνω στον πάγκο είχε τα σφυριά και τα σφυράκια, βελόνες, σουβλιά, λίμες, γάντζο για το καλαπόδι, μανάτι (ακόνι για τις φαλτσέτες), τανάλιες μονταρίσματος και για τις πρόκες, φαλτσέτες (μακριές ατσάλινες λάμες για το κόψιμο των δερμάτων) ράσπες, κατσαμπρόκο, διάφορα σουβλιά (σπαθάτα και πατωτικά, τα οποία είναι εργαλεία με οξύ άκρο, που με αυτά ο τσαγκάρης ανοίγει τρύπες στα δέρματα), σακοράφες, και καλαπόδια, μεζούρα και ξυλόπροκες.
Στους τοίχους του τσαγκάρικου, κρέμονταν τα ζευγάρια με τα καλαπόδια διαφορετικά νούμερα για να ανοίγει ο τσαγκάρης τα παπούτσια τα οποία ήταν στενά ή τα χρησιμοποιούσε για καλούπια όταν κατασκεύαζε ένα ζευγάρι παπούτσια καινούρια Σε ένα άλλο πάγκο ή σκαντζιά υπήρχαν οι κόλλες, ο σπάγκος, το κερί για να κερώσουν το σπάγκο και λίγο πιο κει η ποδοκίνητη μηχανή του ραψίματος, για να ράβουν γρήγορα τα παπούτσια και η πατούνα (το αμόνι του τσαγκάρη) και το τρίποδο.
Πολλοί τσαγκάρηδες είχαν και βοηθούς, τα λεγόμενα τσιράκια ή παραγιοί , που κάθονταν δίπλα στον μάστορα για να μάθουν την τέχνη αυτή. Πρώτη τους δουλειά ήταν να κερώνουν τον σπάγκο και πολλές φορές να περνούν καρφιά εκεί που χρειάζονταν, έπειτα από υπόδειξη του μάστορα.
Τα παπούτσια την παλιά εποχή ήταν χειροποίητα και όταν δεν υπήρχαν ακόμη οι κόλλες και οι μηχανές, ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να κατασκευάσει ένας τσαγκάρης παπούτσια έπρεπε να αγοράσει δέρμα. Τα δέρματα ήταν δυο λογιών, τα ψιλά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία έφτιαχνε το κάτω μέρος, δηλαδή τις σόλες.
Οι τσαγκάρηδες έβαζαν τακούνια, σόλες και μπάλωναν με τον κερωμένο σπάγκο τα τρυπημένα παπούτσια. Για τα καινούρια παπούτσια έπαιρναν μέτρα του πελάτη, ο οποίος πατούσε σε ένα χοντρό χαρτί, και, με ένα μολύβι ο τσαγκάρης του έπαιρνε τη στάμπα, δηλαδή το αποτύπωμα του πέλματος, το μάκρος, τα δάχτυλα, το πασάγιο, το κουτουπιέ.
Οι τσαγκάρηδες δε δούλευαν την Δευτέρα, ήταν «Τσαγκαροδευτέρα». Γι’ αυτό πειράζουν όσους δεν εργάζονται κάποια μέρα λέγοντάς τους «Τσαγκαροδευτέρα είναι σήμερα;» Η φράση αυτή στηρίζεται στη συνήθεια που είχαν παλιά οι τσαγκάρηδες και ιδίως οι μπαλωματήδες της Παλιάς Αθήνας αυτοί που έκανα μόνο επιδιόρθωση των παπουτσιών και ήταν υπαίθριοι, οι οποίοι με ένα μεγάλο σακί γύριζαν στις γειτονιές για να μαζέψουν τα παπούτσια. Παρατηρήθηκε ότι ποτέ δεν περνούσαν τη Δευτέρα, ούτε και το μαγαζί τους άνοιγαν. Από αυτή τη συνήθεια βγήκε και η πιο πάνω πειραχτική φράση.
Στην κεφαλλονίτικη λαογραφία έχουν καταγραφεί δυο παροιμίες που αφορούν τους τσαγκάρηδες. Στη Λειβαθώ λένε:
«Τεχνίτης κι’ ο μπαλωματής, και παρακαλεσμένος!»
Η παροιμία θέλει να μας πει πως κάθε τέχνη, ακόμη και η πιο μικρή έχει την αξία της. Ενώ στην Παλική λένε:
«Του τσαγκάρη τα παιδιά γυρίζουνε με την πατούσα»
Είναι δηλαδή τέτοια η φόρτιση της εργασίας αυτής, όπου οι τσαγκάρηδες παραμελούν τον εαυτό τους και την οικογένεια τους. Φυσικά η παροιμία ισχύει για κάθε επάγγελμα.
Στο προσεισμικό Ληξούρι υπήρχε η «Συντεχνία των Τσαγκάρηδων», η οποία είχε και δική της εορτή, την ημέρα του Ιωάννου του Θεολόγου, στις 8 Μαΐου. Η Συντεχνία αυτή πιθανόν να ήταν ενταγμένη στο Εργατικό Σύνδεσμο « Η Αδελφοποίησις» Ληξουρίου ΦΕΚ, τχ. Γ΄ 3/1895 και (ΦΕΚ, τ.χ Β΄, 24/1/1896, πράξη τροποποιητική των άρθρων), πράγμα που συνάγεται από το άρθρο 5, που τροποποίησαν αντί του παλιού άρθρου 3 το 1896, με αναφορά στις πρώτες γραμμές ότι «πάντες οι εργάτες οιασδήποτε τέχνης» ανήκουν σ’ αυτό το Σύνδεσμο…
Η Συντεχνία των Τσαγκάρηδων, που με την επωνυμία αυτή αναγράφεται στο σύγχρονο τύπο της εποχής, αναλάμβανε υπό την αιγίδα της την ιερά πανήγυρη του προστάτη της, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στον ομώνυμο ναό που βρίσκεται στα νότια περίχωρα του Ληξουρίου, κάτω και δυτικά από το λόφο των Μιχαλιστάτων. Παρόλο που η Συντεχνία κατά τη δεκαετία 1910-20 απαριθμούσε περί τους 80 υποδηματοποιούς και η συμμετοχή τους στο πανηγύρι ήταν αθρόα, μετά το 1922 άρχισε η ιερά πανήγυρης να φθίνει και την πρωτοβουλία της διοργάνωσης την ανέθεταν στον Μικέλη Τζαννάτο, τον λεγόμενον Μικέλη του Μικελάκη, τον βοηθό του ποιητή Άβλιχου. Η ιερά πανήγυρης ξεκινούσε με την Φιλαρμονική Ληξουρίου, ακολουθούσε το σώμα της Συντεχνίας των Τσαγκάρηδων με την καθιερωμένη αρτοκλασία και έπειτα ακολουθούσε ο υπόλοιπος κόσμος. Δυστυχώς, το πανηγύρι αυτό έχει οριστικά χαθεί.
Σώζεται ο κατάλογος των μελών της Συντεχνίας των Τσαγκάρηδων Ληξουρίου από τη δεκαετίας 1910 και μετά. Ακολουθεί όμως μια σειρά από ονοματεπώνυμα των τελευταίων τσαγκάρηδων του Ληξουρίου, από το 1924 έως και το 1990.
- Ευάγγελος Γ. Αραβαντινός
-Νικόλαος Σ. Αραβαντινός
-Βασίλειος Ανδρονικίδης
- Πέτρος Ζαχαριάν ειδικός σανδαλοποιός
- Ανδρέας Κομητίογλου
-Ζήσιμος Μαρκάτος
- Γεράσιμος Ν. Πυλαρινός
-Σταύρος Ραυτόπουλος
-Φώτιος Ραντζακλής
-Παναγής Φαρακλός
- Γεράσιμος Αντωνίου Πασχάλης -Κάρλος
- Γεράσιμος Σπυρίδωνος Πασχάλης- Κάρλος
-Σπύρος Νικολάου Κουλουμπής - Λαρδής
-Μηνάς Σταύρος Αλεξανδράτος
-Σταύρος Δημητρίου Λογαράς
-Νίκανδρος Λογαράς
-Νικόλας Κονταρίνης
-Παναγής Κούρτελης
-Χαράλαμπος Τούλιος
-Αντώνης Κοντομίχαλος
-Γεράσιμος Ζαγορίτης -Τζιογέλης
-Κωνσταντίνος Μεσσάρης
-Μικέλης Ντάντε
-Χαράλαμπος Άτσαρος
-Παναγής Σταματελέτος
-Παναγής Μουρελάτος –Τσαγκαρέλης
-Ανδρέας Φαμπρίτσης
Διονύσης Φαμπρίτσης
-Ζήσιμος Κονταρίνης
-Γιάννης Γοργορίνης
-Διονύσης Περδίκης -Στραβομουσούδας
-Σάββας Περδίκης
- Σπύρος Ηλία Δελλαπόρτα
-Γεράσιμος Μηνιάτης –Κατσάνης
-Σταθάκης Αλεξανδράτος
-Νικόλαος Μακρής-Ζόλος
- Νικόλαος Βασιλείου Κομητόπουλος
- Διονύσης Κομητόπουλος
- Κούλης Πασαλάρης
Σήμερα, (2018), η τέχνη του τσαγκάρη στην πόλη του Ληξουρίου «έχει κρεμαστεί» ολότελα στον ικανότατο για πολλά χειροτεχνικά πράγματα, κατασκευές –επισκευές υποδημάτων και όχι μόνο, στον Αθανάσιο Καββαδία.