Μια στάση μνήμης για έναν αντιρρησία πολέμου, τον Τζέρυ Μαρούλη
Γράφει ο Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Περνούν τα χρόνια και ως συνήθως αναμοχλεύουμε τις παλιότερες μνήμες και στιγμές. Από μικρός με μια φωτογραφική στο χέρι αποτύπωνα κάθε του τόπου μου όμορφο, παράξενο, και ότι άλλο στα μάτια μου φαινόταν ως ιδιαίτερες φιγούρες.
Μια τέτοια φιγούρα ανθρώπινη, διαφορετική, ταλαίπωρη, μα πάνω από όλα σιωπηλή σε έναν δικό της κόσμο, ήταν και αυτή του Γεράσιμου (Τζέρυ) Νικολάου Μαρούλη από τα Καμηναράτα. Τον θυμάμαι με μια μεγάλη ριχτή καπαρντίνα, φθαρμένη από το χρόνο, να στέκεται χειμώνα- καλοκαίρι κοντά στα δημόσια αποχωρητήρια του Ληξουρίου, που βρίσκονταν στο λιμάνι.
Οι Ληξουριώτες απλόχερα του έδιναν ότι μπορούσαν, κάποιοι του πήγαιναν φαγητό και παρόλο που δε μιλούσε δυνατά και συχνά, έκφραζε το ευχαριστώ του. Ζούσε σε ένα μαρτύριο του μυαλού του. Υπήρχαν στιγμές που θυμόταν τα πάντα και στιγμές που χανόταν στα περασμένα βιώματά του.
Έφυγε από παιδί, μετά από κάλεσμα ενός θείου του, του Νικόλα, για να ζήσει στην Αμερική. Τάχτηκε στον Αμερικανικό στρατό να υπηρετήσει τη θητεία του, εφόσον ήταν υπήκοος Αμερικάνος. Όταν όμως ήρθε η στιγμή της κλήρωσης για τον πόλεμο της Κορέας, αυτός αντιστάθηκε σθεναρά με αρκετούς τον αριθμό άλλους στρατιώτες. Πλήρωσε αυτή του την αντιρρησία, όπως και πολλοί άλλοι με την κακότητα των Αμερικανών, κάνοντάς τους ένεση διάχυσης συνείδησης και εικόνων. Έτσι, έχασαν πολλοί στρατιώτες το μυαλό τους, όπως συμβαίνει ακόμη στις σκληρές φυλακές και στα φασιστικά καθεστώτα, που χρησιμοποιείται η ιατρική, πρωτίστως … και για εκδικητικούς λόγους.
Δεν ξέρουμε πώς ήρθε στη Κεφαλονιά, πώς κατάφερε να γυρίσει πίσω στο νησί του, έστω και ερείπιο όπως ήταν. Κατά καιρούς, λέγονταν πολλά, πως, τον έφεραν οι Αμερικανοί πίσω… πως τον άφησαν πίσω στη Σχίζα… Ποιος ξέρει…!
Ο Τζέρυς βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο, του είχαν ριπίσει το μυαλό του, ή καλύτερα τον έκαναν να είναι κολλημένος νοσηρά στις αντιδράσεις του, επειδή δεν ήθελε να πάει στον Πόλεμο της Κορέας.
Δεν μιλούσε γι’ αυτό το θέμα, ακόμη κι όταν ερχόταν στα συγκαλά του. Όταν βρέθηκε στην Κεφαλονιά, αρχικά έμεινε στο Αργοστόλι και κοιμόταν μέσα σε βάρκες ή όπου έβρισκε κοντά στο λιμάνι. Έπειτα, ήρθε στο Ληξούρι και πάλι κοντά στο λιμάνι έβρισκε πρόχειρα καταλύματα και περνούσε τις νύκτες του. Σύντομα όμως φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Βαγγέλη του Κουρούκλη (Κακούγια) σε ένα μικρό δωμάτιο, στην περιοχή των Λεγατάτων.
Κάθε πρωί πήγαινε στο λιμάνι του Ληξουρίου. Δεν ήθελε να αλλάξει μέρος ο Τζέρυς, ήθελε να στέκει όλη τη μέρα εκεί, να καπνίζει και να ξεχνά όταν είχε κάποιες αναλαμπές στο μυαλό του.
Κοιτούσε ατελείωτα τη θάλασσα, και, κάπου- κάπου κοιτούσε τα βουνά απέναντι, τα μάτια του είχαν ασπρίσει, είχαν θολώσει από το άσπρο του ορίζοντα. Το πρόσωπό του, ξερακιανό από τις καιρικές συνθήκες, ριζωμένο από τα σκληρά γένια του, σου έδινε την εντύπωση πως τούτος ο άνθρωπος, βγήκε από πίνακα ζωγραφικής του Μεσαίωνα. Κάποιες φορές καθόταν μαζεμένος σε ένα πεζούλι, ακόμη και στα μουράγια του βραχίονα και με χέρια μαυρισμένα κρατούσε την καπαρντίνα του κλειστή, για να ζεστάνει το κορμί του. Τον συμπονούσαμε τον Τζέρυ, όχι γιατί ήταν ρακένδυτος, αλλά γιατί δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί του. Ήταν μια φιγούρα ταλαίπωρη, άχρονη στην ύπαρξή της, που ζούσε μέσα από σκληρές χαραγμένες πονέσεις που του έκαναν στο μυαλό οι δυνατοί του πολέμου.
Μα, υπήρχαν και στιγμές που ερχόταν στα μυαλά του και ανέβαινε στο μύλο του Λατσή, κοντά στο Ληξούρι, ακουμπούσε στον καμπυλωτό τοίχο του μύλου κι αγνάντευε στα ψηλώματα το χωριό του, τα Καμηναράτα, και μονολογούσε δυνατά για το παλιό του σπίτι και το μπαλκόνι του.
Γύρω στα 1982 έφυγε από τη ζωή. Δεν ακούστηκε ήχος κτιστός για την φυγή του, η ζωή συνέχισε το δρόμο της, μα κάπου- κάπου στο μυαλό μας έρχονται τέτοιες εικόνες, - της καθ’ ημών κινουμένης- για να μας δείξουν το εφήμερο της ζωής, το διαφορετικό, εκείνο που συμπονούμε και που πονά, γιατί απλά το φοβόμαστε μην μας τύχει… και κάνουμε οι περισσότεροι πως δεν το βλέπουμε.
Μακάρι η ψυχή του.. να είναι ακόμη ψυχή αντιρρησίας προς τους φαύλους και στρυφνούς, σε έναν κόσμο Θεού, που η δικαιοσύνη του μηδενίζει τους δυνατούς εν αλαζονεία κινουμένους στο φυσικό κόσμο μας… με κατακλείδα τη φράση προς Κορινθίους … «… ὅτι τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί.» Αυτό ακριβώς μας δίνει η θύμηση, οπτική και νοητική, της τότε ύπαρξης του Τζέρυ Μαρούλη.