Ποιους καρφώνει με τη... γόβα στο νέο της βιβλίο η Γιάννα Αγγελοπούλου;
Πριν επιδοθεί κάποιος στην ανάλυση των πιθανών κινήτρων που ώθησαν την κυρία Αγγελοπούλου να εκδώσει την αυτοβιογραφία της, μια διαπίστωση έρχεται σχεδόν αυθόρμητα: αν το βιβλίο «Το Ελληνικό μου Δράμα» είναι, όπως λέει η ίδια, «μια ιστορία ζωής και αγάπης, επιτυχίας και αποτυχίας, προδοσίας και δικαίωσης, απομνημονεύματα που αφορούν εξίσου στην πορεία της Ελλάδας όσο και στη δική μου», φαίνεται πως δεν είναι μόνο η Ελλάδα που δυσκολεύεται να ξεπεράσει τους Ολυμπιακούς του 2004 αλλά και η ίδια. Διότι ένα κομμάτι μεγαλύτερο από το μισό του βιβλίου της είναι αφιερωμένο στο πριν, στη διάρκεια και το μετά αυτής της ανεπανάληπτης και καθ' οιονδήποτε τρόπο κρίσιμης διοργάνωσης. Καθώς, μάλιστα, το «Ελληνικό μου Δράμα» επί του παρόντος κυκλοφορεί μόνο στα αγγλικά, αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να καταλάβει ένας μη Ελληνας διαβάζοντας τις περιπέτειες της γυναίκας που ανέλαβε να διευθύνει μια παρανοϊκά μεγάλη και σύνθετη επιχείρηση όπως η προετοιμασία μιας ολόκληρης χώρας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η κυρία Αγγελοπούλου φαίνεται εκ προοιμίου αποφασισμένη να μη χαριστεί σε κανέναν, όσο υψηλά ιστάμενος και αν υπήρξε, όσο προβεβλημένος ή περιβεβλημένος με κύρος και αν εξακολουθεί να είναι. Καθώς διηγείται το «Ελληνικό της Δράμα», η κυρία Αγγελοπούλου δεν διστάζει να περάσει γενεές δεκατέσσερις πρωθυπουργούς, υπουργούς, πολιτικά και λοιπά πρόσωπα που στάθηκαν εμπόδιο στην απόπειρά της να προσφέρει τις ύψιστες δυνατές υπηρεσίες στην πατρίδα της.
ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΜΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΣΚΙ ΚΑΙ ΣΚΙΤΣΑ ΑΛΑ ΛΑΡΑ ΚΡΟΦΤ
Εμμέσως λοιπόν ο αλλοδαπός αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι η Ελλάδα, αναμφισβήτητα, όταν θέλει μπορεί, αλλά συνήθως παραμένει έρμαιη των μεθοδεύσεων μικροπρεπών και ανάξιων πολιτικών ηγετών. Προκειμένου να ολοκληρωθεί μια σημαντική δουλειά και να μην πνιγεί στη διαφθορά, στη γραφειοκρατία, στην ανικανότητα ή σε όλα αυτά μαζί, χρειάζεται ένας ηγέτης -εν προκειμένω μια ηγερία- με την πυγμή και την αποφασιστικότητα της κυρίας Αγγελοπούλου. Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται, σχεδόν αιφνιδιαστικά, όταν εκείνη γράφει, με κυνική σχεδόν ειλικρίνεια, ότι «η δημόσια προσφορά ήταν το όνειρό μου από παιδί και έγινε το έργο ζωής μου ως ενήλικης. Εχω επιστρέψει σε αυτή την αρένα, ελαφρώς τραυματισμένη αλλά πολύ πιο σοφή λόγω των εμπειριών μου. Είμαι πεπεισμένη πως όχι μόνο μπορώ να κάνω εγώ τη διαφορά, αλλά επίσης ότι εγώ μπορώ να κάνω τη διαφορά στη ζωή ηγετών που θα ξεχωρίζουν και που αυτοί με τη σειρά τους θα κάνουν τη διαφορά στη ζωή πολύ περισσότερων ανθρώπων». Οι συγκεκριμένες φράσεις ακούγονται περισσότερο σαν πολιτικό μανιφέστο παρά σαν στιγμή του «ελληνικού της δράματος».
Φυσικά, η κυρία Αγγελοπούλου δεν παραλείπει να υπενθυμίσει την τάξη της, προσθέτοντας αριστοτεχνικά πινελιές χλιδής στο κείμενο του βιβλίου της: Ο Yves Saint Laurent, ο Valentino, ο Hermes κ.λπ. παρελαύνουν στις σελίδες του «My Greek Drama» δίπλα στον Κώστα Σημίτη, στον Δημήτρη Αβραμόπουλο ή στην Ντόρα Μπακογιάννη και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Και για όσους θαμπωθούν από τη λάμψη των μαργαριταριών και δυσκολευτούν να διαβάσουν ανάμεσα στις γραμμές, η τελευταία φράση του βιβλίου βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Η κυρία Αγγελοπούλου, παραθέτοντας ένα χωρίο από την «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη, δηλώνει ότι όχι μόνο είναι έτοιμη, αλλά έχει καθήκον να αναλάβει δράση: «Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω».
Κώστας Καραμανλής: ήθελε να φύγει από το Μαξίμου
«Αντίθετα από άλλους ιδιοκτήτες ΜΜΕ που χρησιμοποιούσαν τη δημόσια επιρροή τους για τα ιδιωτικά οικονομικά τους συμφέροντα, εμείς είχαμε προ πολλού αποφασίσει να στρέψουμε τα επιχειρηματικά μας ενδιαφέροντα μακριά από την Ελλάδα. Η πρόθεσή μας με την εφημερίδα ήταν να ενθαρρύνουμε την κυβέρνηση της Ν.Δ. στις προσπάθειές της να γίνει πιο κεντρώα, πιο ανοιχτόμυαλη και πιο προοδευτική. [...] Το πράγμα δεν δούλεψε. Η κυβέρνηση πίστευε ότι δεν υπήρχε λόγος να εμπλέξει μια εφημερίδα που, ούτως ή άλλως, ήταν στο πλευρό της. Παραπονεθήκαμε επανειλημμένως και τελικά ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής δέχτηκε να μιλήσει με κάποιον από την εφημερίδα μας στο Μέγαρο Μαξίμου. [...] Ο πρωθυπουργός καθόταν στην πολυθρόνα του και δίπλα του ο Γιάννης Παπουτσάνης, στην άκρη ενός καναπέ. Καθώς η συζήτηση τελείωνε, ο Γιάννης ζήτησε από τον πρωθυπουργό να επιλέξει εκείνη τη μία και μόνη στιγμή της προεδρίας του που θα διατηρούσε για πάντα σαν ανεκτίμητη αφότου είχε ολοκληρώσει τη θητεία του. Ηταν αυτό που οι δημοσιογράφοι ονομάζουν "ερώτηση-πάσα", κάτι που δεν θα δυσκόλευε κανέναν πολιτικό, πόσο μάλλον έναν βετεράνο όπως ο πρωθυπουργός. Του έδωσε την ευκαιρία να δείξει την ανθρώπινη πλευρά του ενώ την ίδια στιγμή μοιραζόταν κάτι που ήταν στ' αλήθεια πολύτιμο για τον ίδιον. Ωστόσο, η ερώτηση φαίνεται ότι αναστάτωσε τον Καραμανλή. Σκέφτηκε για αρκετή ώρα πριν σκύψει προς το μέρος του Γιάννη και, χτυπώντας τον φιλικά δύο φορές στο πόδι -σημάδι πως ήταν έτοιμος να εκμυστηρευτεί κάτι που ήταν ταυτόχρονα προσωπικό αλλά και προαποφασισμένο- "η πιο ευτυχισμένη στιγμή για μένα", είπε, "θα είναι όταν θα φεύγω από εδώ μέσα". Ο Γιάννης Παπουτσάνης έπαθε σοκ. Εγώ δεν εξεπλάγην τόσο πολύ, εκτός ίσως από το ότι ο πρωθυπουργός παραδεχόταν ανοιχτά κάτι τέτοιο. Ο ελληνικός λαός τού είχε δώσει μια ιστορική ευκαιρία να ηγηθεί ενός έθνους έτοιμου να λειτουργήσει διαφορετικά, με μια καινούργια νοοτροπία [...] Κι εκείνος σιχαινόταν και μόνο την ιδέα ότι θα ήταν ο ηγέτης του».
Σε ένα άλλο σημείο του βιβλίου η κυρία Αγγελοπούλου σημειώνει: «Ο πρωθυπουργός έκανε αμέσως νόημα στον δήμαρχο Αθηναίων, τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, και τον ενημέρωσε για την πρόταση που μου είχε κάνει και ότι την είχα δεχτεί. Το πρόσωπο του δημάρχου έγινε άσπρο - άσπρο με την απόχρωση του θυμού. Γρήγορα όμως ανέκτησε το ευπρεπές προσωπείο του και κάλεσε τον Θόδωρο και εμένα σε δείπνο. Το γεύμα ήταν μια περίεργη υπόθεση σε ένα πολυνησιακό εστιατόριο, με τον Αβραμόπουλο να σπαταλά ολόκληρη τη βραδιά για να μας εξηγήσει πόσο επικίνδυνη ήταν η αποστολή που αναλάμβανα και τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να το ξανασκεφτώ. Κατόπιν, όταν ο Θόδωρος ρώτησε ποια ήταν η εντύπωσή μου, του είπα ότι ο δήμαρχος δεν ήθελε να αναλάβω τη δουλειά επειδή προφανώς είχε τον τότε πρόεδρο και την επιτροπή διεκδίκησης των Ολυμπιακών του 2004 στο τσεπάκι του. "Θέλει να έχει αυτός τον έλεγχο", είπα, "με φοβάται". Ισως εγώ θα έπρεπε να τον φοβόμουν περισσότερο. Αποδείχθηκε ότι ήταν ο πολιτικός που δεν ξεφεύγει ούτε χιλιοστό από τους τύπους, που δεν κάνει τίποτα από την πραγματική δουλειά, αλλά που δεν χάνει την ευκαιρία να καρπωθεί τα εύσημα για τα επιτεύγματα των άλλων. Θα είχα παρόμοια προβλήματα με άλλη μία δήμαρχο Αθηναίων, την Ντόρα Μπακογιάννη κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Παρόλο που οι πολιτικοί θα καταπίεζαν μονίμως τη δουλειά μου, θα υποτιμούσαν τις ικανότητες και την ορμή μου, τελικά όμως θα αποτύγχαναν να υπονομεύσουν την επιτυχία μου».
πηγή: Πρώτο Θέμα