Στεγαστικά δάνεια: Δυσβάσταχτα για χιλιάδες νοικοκυριά μετά την άνοδο των επιτοκίων
Χιλιάδες νοικοκυριά με στεγαστικό δάνειο επιβαρύνονται ακόμα περισσότερο, μετά την άνοδο των επιτοκίων από την ΕΚΤ που ξεκίνησε τον περασμένο Ιούλιο για τον έλεγχο του πληθωρισμού και αναμένεται να συνεχιστεί τουλάχιστον έως και τις αρχές του 2023.
Στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου, το βασικό επιτόκιο του ευρώ αναπροσαρμόστηκε κατά 75 μονάδες βάσης στο 2%, με την επικεφαλής της Ευρωτράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ να προεξοφλεί την περαιτέρω σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής το επόμενο διάστημα.
Οι μόνοι που δεν έχουν λόγο να ανησυχούν για τις αποφάσεις αυτές είναι όσοι έχουν κλειδώσει τις μηνιαίες καταβολές τους με προγράμματα σταθερού επιτοκίου, για όλο το διάστημα ισχύος τους. Ωστόσο, στα δάνεια που είναι συνδεδεμένα είτε με τον παρεμβατικό δείκτη της ΕΚΤ ή με κάποιον από τους διατραπεζικούς δείκτες Euribor, τα οποία αποτελούν τουλάχιστον το 80% των υφιστάμενων χρηματοδοτήσεων, οι δόσεις θα αυξηθούν για τέταρτο συνεχή μήνα τον Νοέμβριο, ενώ δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται η ανοδική τους πορεία τουλάχιστον έως και τον Φεβρουάριο του 2023.
Για παράδειγμα, ανά 100.000 ευρώ υπολοίπου με εναπομένουσα διάρκεια εξόφλησης τα 15 έτη και επιτόκιο Euribor 3 μηνών πλέον περιθωρίου 2,38% και εισφοράς 0,12%, η μηνιαία δόση αυξήθηκε διαδοχικά από τα 667 ευρώ τον Ιούλιο, στα 678 ευρώ τον Αύγουστο, στα 701 ευρώ τον Σεπτέμβριο και στα 740 ευρώ τον Οκτώβριο. Τον Νοέμβριο αναμένεται να κινηθεί προς τα 760 ευρώ.
Δηλαδή μέσα σε τέσσερις μήνες η μηνιαία καταβολή θα έχει ενισχυθεί κατά 100 ευρώ περίπου, ποσό που αντιστοιχεί σε ετήσια βάση σε 1.200 ευρώ. Οσο δηλαδή δύο δόσεις του Ιουλίου. Αν το ευρωπαϊκό επιτόκιο φτάσει στο 2,50%, η μηνιαία δόση θα διαμορφωθεί στα 790 ευρώ, ενώ στο ακραίο αλλά όχι απίθανο σενάριο που το Euribor 3 μηνών αναρριχηθεί στο 3% θα ανέλθει σε 817 ευρώ.
Οι νέες χορηγήσεις
Ταυτόχρονα, ακριβότερες καθίστανται και οι νέες χορηγήσεις, τόσο σταθερού όσο και κυμαινόμενου επιτοκίου. Στην πρώτη περίπτωση ήδη τρεις συστημικοί όμιλοι έχουν αυξήσει τα επιτόκιά τους έως και 60 μονάδες βάσης, ενώ καταργήθηκαν και ορισμένα προγράμματα μεγαλύτερης διάρκειας.
Ωστόσο, στα σταθερά 3 και 5 ετών οι αναπροσαρμογές ήταν μικρότερες και δεν ξεπέρασαν τις 10-20 μονάδες βάσης.
Στα προϊόντα μεταβαλλόμενων δόσεων, από την άλλη, οι τράπεζες μείωσαν τα περιθώριο κέρδους τους (spreads), ώστε να αντισταθμιστεί η άνοδος των Εuribor και το τελικό ετησιοποιημένο κόστος να συγκρατηθεί σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα.
Η πολιτική αυτή στοχεύει από τη μία πλευρά να καταστήσει ξανά τις δημοφιλέστερες χορηγήσεις της περιόδου (προγράμματα σταθερών επιτοκίων) κερδοφόρες για τις τράπεζες και από την άλλη να διατηρήσει ελκυστικά κάποια προϊόντα, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η αναπόφευκτη διαταραχή της ζήτησης για στεγαστικά δάνεια.
Με πληροφορίες από εφημερίδα “Τα Νέα”