Κώστας Ευαγγελάτος: Ανασυνθέσεις του πρωτεργάτη της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα Αλέκου Κοντόπουλου
Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ο Αλέκος Κοντόπουλος γεννήθηκε το 1905 στη Λαμία. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική άρχισε στο γυμνάσιο. Το 1921 παρακολούθησε μαθήματα αγιογραφίας κοντά στον Γιώργο Σαραφιανό, του οποίου υπήρξε βοηθός για μια διετία. Το 1923, αφού έκανε την πρώτη του έκθεση σε καφενείο της Λαμίας, ήρθε στην Αθήνα και μετά από εξετάσεις φοίτησε στο τρίτο έτος της ΑΣΚΤ. Είχε καθηγητές τους: Δημ. Γερανιώτη, Γιώργο Ιακωβίδη, Νικόλαο Λύτρα και Παύλο Μαθιόπουλο. Αποφοίτησε με με βραβεία το 1929 και το 1930 συνέχισε με υποτροφία τις σπουδές του στο Παρίσι. Το 1933 παντρεύτηκε την Μαρσέλ-Ραχήλ Μπουσάρ και επέστρεψε στην Αθήνα όπου έγινε ατομική έκθεση του και συνδέθηκε με τους «Νέους Πρωτοπόρους», ενώ το 1934 ήταν στα ιδρυτικά μέλη των «Ελεύθερων Καλλιτεχνών». Το 1935 πήγε εκ νέου στο Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές στις Ακαδημίες Collarossi και Grand Chaumiere, συμμετέχοντας παράλληλα στην ομάδα τέχνης Paris Montparnas.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1939 και από το 1941 εργάστηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου και φιλοτέχνησε μια μεγάλη τοιχογραφία με κλασικιστικά συμβολικό θέμα. Συνέβαλε στην ίδρυση του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, του οποίου υπήρξε αντιπρόεδρος το 1948. Το 1949 συμμετείχε στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας των «Ακραίων» και το 1950 προτάθηκε από την AICA για το βραβείο Guggenheim. Συμμετείχε σε διεθνείς εκθέσεις όπως στις Μπιεννάλε του Σάο Πάολο, 1953 και 1955 που τιμήθηκε με το Αργυρό μετάλλιο, της Αλεξάνδρειας, 1959 και της Βενετίας, 1960. Η συμμετοχή του στην Μπιενάλε της Βενετίας είχε μεγάλη απήχηση και όλα τα έργα του αγοράστηκαν από συλλέκτες. Το 1973 κέρδισε το Α' Κρατικό Βραβείο, αρνήθηκε όμως να το παραλάβει καταγγέλλοντας το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου και την «νοθεία της πνευματικής ζωής στην Ελλάδα». Πέθανε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1975.
Αρχικά στα έργα που απεικόνιζε τοπία, προσωπογραφίες, γυμνά, αρχαικά ειδύλλια αλλά και συνθέσεις κοινωνικοπολιτικής θεματογραφίας εξαιρετικής ποιότητας στο πνεύμα της ρεαλιστικής παράδοσης. Το 1947 άρχισε να στρέφεται ένθερμα προς την ανεικονική ζωγραφική και αναδείχθηκε πρωτοπόρος της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα μαζί με τον Γιάννη Γαίτη και τον Ερνέστο Κάρτερ. Σημαντικό και χρήσιμο είναι το εμπνευσμένο συγγραφικό του έργο. Εκδόθηκαν τα δοκίμια του «Η σημερινή ζωγραφική» (1950), το «Εγκώμιον της σιωπής» (1970), τα «Αισθητικά δοκίμια» (1971) και «Η πνευματική ευθύνη» (1973).
Φύση ανήσυχη και εσωστρεφής, στοχαστικός, με σπάνια θεωρητική κατάρτιση, ήταν γεμάτος κατανόηση για τους νέους και τα μηνύματα της εποχής του. Ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του είχε εκδηλωθεί από τα σπουδαστικά του χρόνια αντιδρώντας στην ακαδημαική διδασκαλία και την συντηρητική στάση των δασκάλων του σε μια εποχή που η ανάμνηση της Σχολής του Μονάχου κατά την γνώμη του καταδυνάστευε τον καλλιτεχνικό χώρο και αγνοούσε τις πρωτοποριακές αλλαγές στα μεγάλα εικαστικά κέντρα.
Το 1929 που έφυγε με υποτροφία για σπουδές στο Παρίσι, όλα άρχισαν να αλλάζουν με βαθιά ενδοσκόπηση και κριτική ματιά στα νέα καλλιτεχνικά συμβάντα. Αφού παραμείνει τρία χρόνια εκεί μελετώντας στα μουσεία και εξασκούμενος στις ζωγραφικές τεχνικές επιστρέφει το 1934 στην Αθήνα και εκθέτει ατομικά. Η έλξη της παρισινής καλλιτεχνικής ζωής είναι όμως ακατανίκητη και επιστρέφει ώριμος πλέον να προσεγγίσει σε βάθος τις τεράστιες αισθητικές αλλαγές που έχουν ήδη παγιωθεί με τα σύγχρονα κινήματα που ανθίζουν δυναμικά εκεί με διεθνείς προεκτάσεις. Μελετάει τα έργα του Σεζάν, γνωρίζεται με τον Μπράκ και εντρύφησε στην γεωμετρική αφαίρεση. Το 1940 με τον πόλεμο ξαναγύρισε στην Αθήνα στα φοβερά χρόνια της κατοχής. Συμμετείχε στην Αντίσταση φιλοτεχνώντας αφίσες και σκηνές από την σκληρή καθημερινότητα και τους αγώνες του λαού ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό. Συνειδητοποιεί πλέον πως η αισθητική ερμηνεία του κόσμου απαιτεί μια νέα αναπαράσταση της φύσης. Σε ένα μανιφέστο που δημοσίευσε σαν εκπρόσωπος της ομάδας τέχνης «Οι Ακραίοι», το 1949 λέει: «Ο σύγχρονος καλλιτέχνης παίζει με όλες τις δυνατές φόρμες της δημιουργίας, εργάζεται με τον δυναμισμό όλων των σχημάτων του σύμπαντος…» Το έργο του έχουν αναλύσει θεωρητικοί, ιστορικοί τέχνης και τεχνοκρίτες όπως οι: Τώνης Σπητέρης, Μανόλης Χατζηδάκης, Μαρίνος Καλλιγάς, Άγγελος Προκοπίου, Δημ. Ευαγγελίδης, Στέλιος Λυδάκης, Ευάγγελος Ανδρέου κ.α.
Μετά το θάνατό του, η χήρα του δώρισε την οικία του στον Δήμο Αγίας Παρασκευής, που την μετέτρεψε σε Δημοτική Βιβλιοθήκη. Στην γενέτειρα του Λαμία η Δημοτική Πινακοθήκη φέρει τιμητικά το όνομά του. Το 1976, η Εθνική Πινακοθήκη διοργάνωσε αναδρομική έκθεση του Αλέκου Κοντόπουλου με 130 λάδια και περίπου 90 σχέδια. Τότε είδα και απόλαυσα από κοντά μεγάλο σύνολο της πολυδιάστατης δουλειάς του. Αισθάνθηκα έναν απόλυτο σεβασμό και θαυμασμό για το ειδυλλιακό πρίσμα των διαχρονικών συνθέσεων του και το πνευματικό του σθένος. Η αδρή δομή του σχεδίου, οι έντονες χρωματικές αρμονίες, οι ημιαφηρημένες ή ανεικονικές συνθέσεις, οι ποιητικές καταγραφές στους πίνακες του που παραπέμπουν στην ιδεαλιστική και πνευματική χροιά των έργων, ήταν υποβλητικές και μυσταγωγικές εκλάμψεις. Ιδιαίτερα ο τρόπος που ο Κοντόπουλος αναπτύσσει τις φόρμες, σε χρωματικά παλλόμενες επιφάνειες και η προσωπική του γλώσσα που μεταδίδει τα υπαρξιακά ζητούμενα και την μεγάλη κοινωνική ευαισθησία του στα ταραγμένα πολιτικά γεγονότα και εφιαλτικά συμβάντα της ταραγμένης εποχής της νιότης του, αλλά και στις μεγάλες προκλήσεις της ωριμότητας του είναι πάντα επίκαιρα. Ειδικά η κριτική του στάση στην τεχνολογική δύναμη που είχε ήδη αναπτυχθεί από την δεκαετία του 1970 χαρακτηρίζουν την μεγάλη προσφορά και παρακαταθήκη του. Η εικαστική αρχαική μνημοσύνη του Αλέκου Κοντόπουλου για την δημιουργία ενός νέου κόσμου, με αέναο ύφος υπερβαίνει κατά πολύ ανάλογες απόπειρες και προσεγγίσεις, με ορατές ακτίνες ελπίδας για ουσιαστικό αισθητικό προβληματισμό και υπαρκτή εικαστική μέθεξη. Προσχώρησε σε έναν προσωπικό αφηρημένο εξπρεσιονισμό με το ένστικτο της κλασικότητας. Η εκρηκτικότητα της έκφρασης του θεματικά και τεχνικά αναμοχλεύει χωρίς εικονογραφικές φλυαρίες την συνείδηση.
Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης.
(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Art and Business της εφημ. ΑΞΙΑ)