Mπάμπης Τσέρτος στον COSMOS 96,5: “Δεν θα εξαφανιστεί ποτέ το Ελληνικό τραγούδι, γιατί ακόμα υπάρχουν νέοι που τους εμπνέει”
Στον ραδιοφωνικό σταθμό COSMOS 96,5 στην εκπομπή «Στα Υπόγεια είναι η θέα», με τους δημοσιογράφους Δημήτρη Αλοίζο και Σπυριδούλα Αναλυτή, φιλοξενήθηκε ο τραγουδιστής Μπάμπης Τσέρτος , συνοδευόμενος από τον Μάκη Καππάτο, ιδιοκτήτη του Kuro Siwo Bistrot Bar στην παραλιακή Αργοστολίου, στο οποίο για δύο βράδια Παρασκευή και Σάββατο 26 και 27 Απριλίου με την συνοδεία της Ελευθερίας Έντουαρντς θα δώσει την δυνατότητα στους λάτρεις του ρεμπέτικου και όχι μόνον να ταξιδέψουν μουσικά.
Με τον Μπάμπη Τσέρτο ο κ Καππάτος ξεκίνησε να πλαισιώνει μουσικά τις βραδιές του Kuro Siwo την περίοδο του χειμώνα και θα κλείσει αυτό τον κύκλο με τον ίδιο όπως ανέφερε, ανοίγοντας τον κύκλο της τουριστικής περιόδου. Οι μουσικές βραδιές στο Kuro Siwo κατά την χειμερινή περίοδο έφτασαν τις 30 καλύπτοντας όλη την γκάμα της μουσικής.
Ο Μπάμπης Τσέρτος ως φοιτητής, έζησε την «αναβίωση» του ρεμπέτικου, έμαθε μπουζούκι και συμμετείχε στο συγκρότημα του Πανεπιστημίου, τραγουδώντας έντεχνα, λαϊκά, ρεμπέτικα και δημοτικά τραγούδια και από το 1982 όταν άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα ρεμπετάδικα, άρχισε να δουλεύει επαγγελματικά . Για το Δημοτικό τραγούδι μάλιστα σημειώνει: « Το θέμα είναι να σου αρέσει και από την στιγμή που είσαι τραγουδιστής, να ενσκήψεις βαθιά και να το υπηρετήσεις. Θεωρώ ότι όλες οι μουσικές προσεγγίσεις απαιτούν και αγάπη και πολύ χρόνο. Δεν φτάνει το ταλέντο που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος για να τραγουδήσει διαφορετικά πράγματα. Δεν μπορεί να προσαρμόσεις το τραγούδι στο ταλέντο , πρέπει το ταλέντο να προσαρμοσθεί στο τραγούδι και αυτό απαιτεί γνώση, πολύ μελέτη και πολύ χρόνο. Εγώ με κάποια πράγματα που καταπιάστηκα τα αγαπούσα και έτσι ασχολήθηκα όχι με όλα, αλλά με αυτά που αγαπούσα. Με τα Δημοτικά μεγάλωσα, μεγάλωσα σε ένα χωριό, οπότε τα Δημοτικά είναι το βίωμα. Θεωρώ ότι δεν μπορεί ένας Έλληνας τραγουδιστής, να μην ξέρει καλά, τουλάχιστον τα Δημοτικά της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Μου φαίνεται αδιανόητο και δυστυχώς τα τελευταία χρόνια ενώ υπάρχει μία ομάδα ικανών νέων ανθρώπων που γνωρίζει πολύ καλά και τα παραδοσιακά και τα ρεμπέτικα και τα ελαφρά και τον Θεοδωράκη , Χατζηδάκη κλπ δεν στρέφεται προς τα εκεί.
Νομίζω ότι έχουμε μία γενιά νέων ανθρώπων μουσικά εκπαιδευμένων πολύ καλύτερα από μας , αλλά το τι αρέσει στον πολύ κόσμο και το τι παίζεται στα ΜΜΕ , εκεί είναι λίγο περίεργη η κατάσταση».
Για την εξέλιξη του Ελληνικού τραγουδιού ανέφερε ότι δεν βλέπει τάσεις εξαφάνισης του Ελληνικού τραγουδιού και το στοιχειοθέτησε ως εξής: « Την εποχή των εταιρειών , όταν έφεραν τα Ινδικά τραγούδια η πολύ άσχημα τραγούδια της εποχής υποδεέστερα, η ίδια εταιρεία έβγαζε και τον Θεοδωράκη τον «Επιτάφιο», παρ όλο που πλήρωσε η συγκεκριμένη εταιρεία αρκετά για να βγεί επειδή τον πίστευε κάποιος εκεί και πούλησε 2 χιλιάδες δίσκους στην αρχή και η «Μαντουβάλα» πούλησε 600 χιλιάδες. Όμως η ίδια η επιχείρηση έβγαλε και τα δύο, άρα δεν υπάρχει καμία συνομωσία για να εξαλειφθεί το Ελληνικό τραγούδι, αυτές είναι επιχειρήσεις και σκέφτονται τι ρεύμα υπάρχει. Όταν εμφάνισε ο Μάτσας το 1933 τον Μάρκο Βαμβακάρη, συγκρούστηκε με τον Χατζηαποστόλου, ο οποίος ήταν ο ποιο εμπορικός του συνθέτης, που είχε μία ορχήστρα με 30 ανθρώπους . Όταν του είπε τι είναι αυτός του είπε μαέστρο μου έχω επέμβει εγώ ποτέ στην δουλειά σας; Σας είπα εγώ ποτέ τι όργανο να βάλλεται και τι θα παίξετε; Εγώ θεωρώ ότι αυτό το είδος έχει κάτι. Και έφυγε ο Χατζηαποστόλου και έγινε το Πειραιώτικο ρεμπέτικο που ξεκίνησε από τον Μάρκο και έκανε αυτό που έκανε. Δεν υπάρχουνε συνομωσίες να εξαφανιστεί το Ελληνικό τραγούδι και θεωρώ ότι ποτέ δεν θα εξαφανιστεί το Ελληνικό τραγούδι η η Ελληνική γλώσσα, γιατί υπάρχουν ακόμα στους νέους και τους εμπνέουν. Αν κάτι δεν εμπνέει τους νέους ανθρώπους θα εξαφανιστεί».
Όσον αφορά την διαχείριση του Ελληνικού τραγουδιού από τα ΜΜΕ, δήλωσε ότι πάντα συνέβαινε αυτό και το προσωποποίησε: «Εγώ πήγα στην Αθήνα το 1973 , στο 2ο Γυμνάσιο Αθηνών και ντρεπόμουνα να πω ότι ακούω Ελληνικά τραγούδια και που να έλεγα ότι ακούω Δημοτικά τραγούδια και Καζαντζίδη. Ακουγόταν λίγο Νταλάρας και λίγο Πουλόπουλος, όλα τα άλλα ήταν ξένα τραγούδια. Αυτά συνέβαιναν πάντα, ρεμπέτικο δεν υπήρχε πουθενά. ¨Έγινα φοιτητής το 1974 , τότε βγήκαν οι επανεκτελέσεις του ρεμπέτικου, αρχίσαμε νέοι άνθρωποι να παίζουμε λίγο μπουζούκι και ξαφνικά βγάζει ο Νταλάρας έναν δίσκο το 1976 -50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι- και πουλάει 600 χιλιάδες. Ποιος ήταν αυτός ο κόσμος που τον πήρε, σε κάθε ταβέρνα της Αθήνας άκουγες ρεμπέτικο, στην τηλεόραση δεν τα άκουγες, αλλά υπήρχε αυτό από κάτω, όπως και τώρα υπάρχει. Οι τηλεοράσεις παίζουνε αυτά που απευθύνονται σε ένα διαφορετικό κοινό πάντα. ¨Όλα κάνουν κύκλους και κάθε 10ετία 15νταετία , μέσα από νέους ανθρώπους , επανέρχονται όλα αυτά τα είδη της μουσικής. Αυτό σημαίνει ότι αυτά τα είδη τα αγαπάει ένα κομμάτι της νεολαίας, που ποτέ δεν είναι η πλειοψηφία όμως. Πάντα είναι λίγοι , αλλά ικανός αριθμός ανθρώπων οι οποίοι τα διατηρούν και τα προωθούν και σιγά σιγά οι νέοι που ακούνε τράπερ, όταν ωριμάσουν, ξαναγυρίζουν στα ωραία πράγματα».
Ο Μπάμπης Τσέρτος έχει πάει και στην καντάδα και εξηγεί: « Δεν υπάρχουν τείχη στην μουσική. Μελέτησα κατά πολλούς τον μεγαλύτερο Έλληνα τραγουδιστή όλων των εποχών, τον Αντώνη Διαμαντίδη Νταλκά από την Κωνσταντινούπολη, που τραγουδούσε Δημοτικά τραγούδια σαν να είχε μεγαλώσει στα βουνά της Αρκαδίας που κατάγομαι εγώ, τραγουδούσε αμανέδες , ανατολίτικα τελείως ,τραγουδούσε σαν να ήταν λυρικός τραγουδιστής, ελαφρά τραγούδια, Σμυρναίικα, δηλαδή ο καλός τραγουδιστής δεν γίνεται να μην καταπιαστεί με όλα αυτά τα ωραία είδη, τα οποία δεν έχουν και τείχη μεταξύ τους. Οι σπουδαίοι τραγουδιστές, τραγουδούν τα πάντα, τώρα το θέμα είναι ότι δεν μπορεί κανένας να πει όλα τα είδη, δεν προλαβαίνει να μπεί στο μεδούλι τους. Αυτά που λέμε με την ευρεία έννοια λαϊκή μουσική, είναι τα ρεμπέτικα, δημοτικά. Το ελαφρό και η καντάδα είναι λίγο διαφορετικό, θέλει μια άλλη σπουδή να τραγουδήσεις Βέμπο. Ο Γούναρης είχε και το λαϊκό στοιχείο, ενώ ο Μαρούδας, ήταν λίγο διαφορετικός».
Ο κ Καππάτος εξύμνησε το ταλέντο του Μπάμπη Τσέρτου, το οποίο επιζητά το μουσικόφιλο κοινό της Κεφαλονιάς όπως τόνισε και σχολίασε αρνητικά την επικρατούσα προβολή ακουσμάτων που το σύστημα προβάλλει.
Ο Μπάμπης Τσέρτος επιστρέφοντας, σταχυολόγησε τα φαινόμενα των καιρών : « Υπήρχαν κάποιες εποχές που υπήρχε ένα μονοπώλιο , το κρατικό, που έπαιζε ότι ήθελε, αλλά και τότε, η κάθε εταιρία αγόραζε χρόνο στο ραδιόφωνο της ΕΙΡ, ΕΡΤ και διαφήμιζε το προϊόν, είτε ήταν ο Θεοδωράκης, είτε ήταν ο Καζαντζίδης, είτε ήταν ότι φθηνότερο και το διαφήμιζε. Ο κόσμος έχει κρίση και επιλέγει που θα καταλήξει. Μην περιμένουμε ότι όλος ο κόσμος θα ακούσει αυτό που αρέσει σ εμάς και το θεωρούμε το ποιο σπουδαίο. Εγώ συμφωνώ ότι αυτά είναι τα ωραία πράγματα , αλλά δεν μπορείς να τα επιβάλλεις, τίποτα δεν μπορείς να επιβάλλεις. Και τότε στην νεολαία ήταν χειρότερα, εγώ αυτό έζησα τότε, ντρεπόμουνα να πω ότι ακούω Ελληνικά. Στα «Τρόπαια» δεν ντρεπόμουνα γιατί ακούγανε. Τα ωραία πράγματα μην νομίζεται ότι αγγίζουν την πλειοψηφία εκείνης της στιγμής, τα ωραία πράγματα μένουν διαχρονικά κα δεν χάνονται ποτέ. Η διάρκεια τους δίνει την μεγάλη αξία και το πόσο εμπνέουν τους νέους ανθρώπους. Κάποια πράγματα έχουν ημερομηνία λήξης και τελειώνουν, ο Χατζηδάκης με την «Τζοκόντα» δεν πούλησε όταν πρωτοβγήκε , αλλά πουλάει συνεχώς, ο «Μεγάλος Ερωτικός» πουλάει συνεχώς, ο Θεοδωράκης, ο Τσιτσάνης πουλάνε συνεχώς, επανεκτελούνται συνεχώς. Από κάτι «σαβούρες» που βγήκαν εκείνης της περιόδου θα ξαναβγεί τίποτα; Τα ωραία πράγματα θα μείνουν και αυτά θα εμπνεύσουν τους νέους, παλεύει συνεχώς με όλους και το καλό επικρατεί. Είμαι αισιόδοξος γιατί έχουμε Ελληνικό τραγούδι 4.000 χρόνια, δε θα το χάσουμε τώρα. Το πρόβλημα είναι τώρα μ αυτή την πληροφόρηση , το διαδίκτυο που μπαίνεις και νομίζεις ότι θα γίνεις πάνσοφος με όλη αυτή την πληροφόρηση και δεν υπάρχει κρίση. Το πρόβλημα δεν είναι η πολύ πληροφορία , αυτή είναι η εποχή, αλλά μπορούμε τώρα μέσα από τα σχολεία να αναπτύξουμε την κρίση των παιδιών; Μπορούν να κρίνουν αντί να μαθαίνουν γνώσεις που δεν τις χρειάζονται; Πρέπει λοιπόν να αναπτύξουμε την κρίση σε όλους τους τομείς, ακόμα και στην τέχνη. Μην νομίζεται όμως ότι υπάρχουν συνομωσιολόγοι που θέλουνε να κάνουν κάτι. Απλούστατα όλες οι εξουσίες ανεξαρτήτως χρώματος, ποτέ δεν θέλουνε μορφές τέχνης που θα αμφισβητούν την εξουσία. Αυτό είναι νομοτελειακό σε όλες τις εξουσίες και εκεί είναι μια πάλη που γίνεται ».
Τέλος επιστρέφοντας στην πορεία του ρεμπέτικου ο Μπάμπης Τσέρτος, ανέφερε: «Ο πόλεμος στο ρεμπέτικο είχε ξεκινήσει από την αριστερά επί Ζαχαριάδη και συνέχισε στην εποχή του Ιωάννη Μεταξά. Από την αριστερά ακόμα και μέχρι την 10ετία του 1960 ,υπέστη τα πάνδεινα ο Θεοδωράκης που έβαλε μπουζούκι. Είναι ένα θέμα ιδεολογικό έγινε μία πάλη και όμως επικράτησε ο Θεοδωράκης συγκρουόμενος με την αριστερά , που ήταν στην αριστερά. Τον έβριζαν όλοι, όμως επικράτησε σε εκείνη την κόντρα την μεγάλη, γιατί ο λαός κατάλαβε ότι ο «Επιτάφιος» είναι ποιο δυνατός με τον Χιώτη στο μπουζούκι και τον Μπιθικώτση, παρά με την εκδοχή του Χατζηδάκη, που ήταν πολύ ωραία με την Μούσχουρη. Αλλά όλα αυτά είναι ωραία να υπάρχουν και να παλεύουν. Η μεν αριστερά τον κατηγορούσε για το μπουζούκι και η δε δεξιά για το ότι με την Μαργαρίτα Μαργαρώ προτρέπει τις κοπέλες να φεύγουν απ το σπίτι. Ο Χατζηδάκης ήταν επαναστάτης , αισθητικά έκανε τον «Επιτάφιο» όπως τον παρήγγειλε ο Θεοδωράκης , όμως ήταν κόντρα η αισθητική, ότι αυτό το έργο με τον λαϊκότερο τρόπο ήταν ποιο άμεσο στον κόσμο».
Ο κ Καππάτος κλείνοντας εξέφρασε για μια ακόμη φορά τον σεβασμό στο ταλέντο του Μπάμπη Τσέρτου για την μουσική παιδεία και το ταλέντο του και για το ότι υπηρετεί την Ελληνική μουσική με ενσυναίσθηση. Δήλωσε δε ότι περιποιεί τιμή για τον ίδιο που στην επαγγελματική του εστία το KURO SIWO θα βρίσκεται ο Μπάμπης Τσέρτος Παρασκευή και Σάββατο 26 και 27 Απριλίου στις 21:00.
Ακολουθεί το ηχητικό της συνέντευξης.