Ληξουριώτικο Καρναβάλι
Η αφίσα του 1889 που μας σατίριζαν ως κολομπαίους
Το καρναβάλι στην Παλική και στο Ληξούρι χρονολογείται από πολύ παλιά.
Έχει αρχαίες διονυσιακές καταβολές. Μέσα στο ευρύτερο πολιτιστικό πλαίσιο του νησιού και διαμορφωμένο από αποικισμούς και εποικισμούς διατηρήθηκε στα χωριά της περιοχής, ενώ στην πόλη του Ληξουρίου από ανάγκη άλλαξε κάπως χαρακτήρα.
Στα χρόνια που παρουσιάζονται οι Ενετοί στο νησί μας, το καρναβάλι θα παραμείνει στην παλιά του «θεατρική δομή» στα χωριά και στην ύπαιθρο και έτσι «ζωντανό και λαϊκό » θα φτάσει έως και τη δεκαετία του 1960. Στις πόλεις που κυριαρχούσαν οι αστοί και οι άρχοντες, το καρναβάλι μπολιάστηκε με νέα στοιχεία δυτικής προέλευσης. Αυτά είναι οι γκιόστρες, που ήταν πρώτα βυζαντινοί και έπειτα δυτικοί ιππικοί αγώνες. Οι αγώνες αυτοί παίζονταν στα «καρναβάλια των ευγενών» και στα χρόνια της Αγγλοκρατίας έγιναν θέαμα ολοχρονικά Στα χρόνια των Γάλλων και μετέπειτα των Άγγλων διαδόθηκαν οι Καντρίλιες και οι Λατσιέδ(ρ)ες, χοροί αξιωματικών της Δύσης.
Υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες καταγεγραμμένες από το δημοσιογράφο Μπάμπη Άννινο για καρναβαλικές- αποκριάτικες εκδηλώσεις πριν το 1860 στο Ληξούρι, που δείχνουν περίτρανα πως το καρναβάλι στην Παλική έχει ρίζες πολύ παλιές.
Επίσης σημαντική είναι για το Ληξουριώτικο καρναβάλι η παλιά γραπτή μαρτυρία σε μονόφυλλο του 1888, που αφορά ενημέρωση του λαού από τον τότε Δήμαρχο Άγγελος Ιακωβάτο, ο οποίος καλεί τους Ληξουριώτες να γλεντήσουν το καρναβάλι τους με κόσμιο τρόπο και όχι με διονυσιακές υπερβολές που φαίνεται ότι μέχρι τότε έκαναν.
Επί πλέον υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ότι, τόσο ο αξιόλογος καλλιτέχνης και αγιογράφος του Ληξουρίου Ρόκος Ξυδάχτυλος, όσο και ο μεγάλος τροβαδούρος Τζώρτζης Δελλαπόρτας έκαναν μασκαράτες που έμειναν ονομαστές. Σε μία από αυτές, οι Ληξουριώτες σατίρισαν το 1889 την ανακάλυψη της Αμερικής από τον Χριστόφορο Κολόμβο. Σε αυτή την περίπτωση Κολομβία (Κολομπία) δηλαδή Αμερική, ονομάστηκε το Ληξούρι. Η μεγάλη καρναβαλική ομάδα χωρίστηκε σε δυο μέρη για να σκηνοθετήσει όσο γινόταν καλά την παράσταση. Αυτοί που ήταν στο Ληξούρι ντύθηκαν ιθαγενείς μαύροι και Ινδιάνοι, ενώ αυτοί που θα έρχονταν με πλοία από τη θάλασσα, ήταν η παρέα του Χριστόφορου Κολόμβου. Η μασκαράτα αυτή άφησε εποχή και ήταν καθ’ όλα πετυχημένη και από τότε ονομάστηκε το Ληξούρι, Κολομβία και οι κάτοικοί του Κολόμβοι ή Κολομπαίοι. Δεν έλειψαν και οι ζήλιες από τη μεριά του Αργοστολιού, που πέρα από τους ποιητικούς σχολιασμούς, κάποιοι κυκλοφόρησαν σατιρική αφίσα σχολιάζοντας τη μεγάλη επιτυχία της μασκαράτας του Τζώρτζη Δελλαπόρτα.
Οι Ληξουριώτες συνέχισαν στις αρχές του 20ου αιώνα, να οργανώνουν καρναβάλια και ιδιαίτερα καρναβαλικούς χορούς την περίοδο αυτή. Πρωτοστατούσε η Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου και φυσικά δεν έλειπαν οι Καντρίλιες και Λαντσιέδ(ρ)ες. Το 1927 παρέα του Κωστή Δελλαπόρτα παρουσίασε στο Αργοστόλι μια καταπληκτική μασκαράτα, με θέμα τον Βασιλέα του Σιάμ. Η οργάνωση και η άψογη εμφάνιση των Ληξουριωτών απέσπασε το πρώτο βραβείο και άφησε μια εικόνα που συζητήθηκε για πολλά χρόνια.
Το καρναβάλι στο Ληξούρι ανδρώθηκε μέσα στο πνεύμα της παρέας και της ταβέρνας. Από παλιά ο χώρος της ταβέρνας και διαφόρων μαγαζιών ήταν τόπος συνάντησης. Μέσα σε αυτούς τους χώρους γεννιόνταν οι ιδέες και έπαιρναν οι Ληξουριώτες τις αποφάσεις να τις υλοποιήσουν. Έτσι γεννήθηκε και η αριέττα και η λαϊκή καντάδα μέσα σε αυτούς τους χώρους, δηλαδή μαζί με τα πειράγματα και τα άλλα σατιρικά δρώμενα, που για διασκέδαση και εσωτερική ανάγκη δημιουργούσαν οι ντόπιοι. Ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά χρόνια που η ανάγκη για επικοινωνία ήταν μεγάλη οι παρέες συναντιόνταν πέρα από τις δουλειές τους στις ταβέρνες και μαζί με το τραγούδι και τις ιστορίες που έλεγαν, σκάρωναν πειράγματα που απετέλεσαν τη βάση για το μετέπειτα καλό καρναβάλι του Ληξουριού.
Στην όλη αυτή κοινωνική κατάσταση που μεταπολεμικά επικρατούσε και στις δύσκολες οικονομικές δυσχέρειες, οι Ληξουριώτες που πάντα διατηρούσαν τον έντονο σατιρικό χαραχτήρα τους, είχαν μια σειρά από ντόπιους λαϊκούς κωμικούς, οι οποίοι πρωταγωνίστησαν και δημιούργησαν τα επόμενα καρναβάλια. Μέχρι το 1960 το μεταπολεμικό καρναβάλι είχε ένα χαρακτήρα παρεΐστικο, αλλά ήταν γεμάτο ζωντάνια και κέφι. Το 1960 είναι χρονιά που οι πρωταγωνιστές κωμικοί και άλλοι φίλοι της παρέας, όπως και νέοι δραστήριοι του Ληξουριού, διοργάνωσαν ένα καρναβάλι που χάραξε την αρχή μιας δεκαετίας που χαρακτήρισε το Ληξούρι ως πατρίδα του Καρναβαλιού.
Ο βασιλιάς καρνάβαλος τη δεκαετία αυτή πήρε θέμα - που ως συνήθως γίνεται- από κάποιο σημαίνον πρόσωπο που ήλθε απ’ έξω και κατέκτησε την πόλη. Μιμείτο, δηλαδή η μορφή του καρνάβαλου κάποια σπουδαία προσωπικότητα, την οποία και υποδέχονταν οι Ληξουριώτες με τιμές κα και αξιώσεις από τη θάλασσα με καΐκια. Μέσα στο κούφιο σώμα του ανδρείκελου αυτού, έμπαινε κάποιος από τους πρωταγωνιστές και «έπαιζε το ρόλο του ομιλούντα καρνάβαλου» και υπόσχονταν στην πόλη πως θα κάμει πολλά καλά και έργα. Οι πρωταγωνιστές κωμικοί χρησιμοποιούσαν τον καρνάβαλο για κέφι και διασκέδαση, αλλά και για να περάσουν κάποιο μήνυμα για καλύτερη ζωή. Ωστόσο, με οργανωμένη παρουσίαση, χωρίς να τους έλειπε ποτέ το αυθόρμητο και το πηγαίο, έπαιζαν σκηνές από γάμο ή κηδεία, πράγμα που γινόταν από παλιά. Βασικοί πρωταγωνιστές ήταν το λεγόμενο «Τρίο Στατάμ»: Ηλίας Δημοσθένη Μηνιάτης, Νικολός Ποταμιάνος, Λέανδρος Σοφιανός, Νικολάκης Παγώνης και φυσικά και άλλοι πολλοί που άφησαν εποχή.
Στα μετασεισμικά αυτά καρναβάλια με τους μεγάλους πρωταγωνιστές, οργανώθηκαν και τα σχολεία και άλλες ομάδες, όπως η Βαλλιάνειος Επαγγελματική Σχολή, διάφοροι χορευτικοί σύλλογοι, και πάντα πρώτη η Φιλαρμονική Σχολή της πόλης. Βέβαια, το νέο Ληξούρι είχε αφήσει πίσω τα στενοκάντουνά του και η νέα μετασεισμική πόλη είχε άνετους δρόμους και έτσι παρουσιάζονται καρναβαλικές κατασκευές, άρματα, αρκετά μεγάλου μεγέθους. Τα άρματα αυτά, φτιαγμένα με μεράκι και λεπτοδουλειά, πιστοποιούσαν πως το καρναβάλι στο Ληξούρι είχε γίνει βίωμα, αναγκαία έκφραση και μέρος του πολιτισμού.
Βούλιαζε το Ληξούρι από κόσμο, κατά την καρναβαλική περίοδο, γιατί ήξεραν οι ντόπιοι και οι άλλοι Κεφαλονίτες, καθώς και οι επισκέπτες, πως οι πρωταγωνιστές του καρναβαλιού θα τους δικαιώσουν. Η καλή οργάνωση βασιζόταν στη δουλειά πολλών. Η Οικονομική Επιτροπή βοηθούσε για το καλύτερο και η κατασκευαστική αποτελείτο από ράφτες, ξυλουργούς και τεχνίτες, οι οποίοι προσέφεραν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους. Είχαν όλοι ένα σκοπό: να πετύχει το καρναβάλι και να το χαρούν. Κι όταν δεν είχαν λεφτά, όπως μία χρονιά (1966), έβγαιναν στις γειτονιές με μία κασελέττα από εκκλησία και μάζευαν χρήματα για τον «Άγιο Καρνάβαλο», γεγονός που μόνο στο Ληξούρι συνέβη: η αγιοποίηση του Καρνάβαλου.
Το καρναβάλι στο Ληξούρι συνεχίζει να διατηρεί το δυναμικό του παρόν και να χαρακτηρίζεται ως καρναβάλι, Παγκεφαλληνιακό και όσι μόνο. Βασίζει τη δύναμή του και τη συνέχειά του στην καλή εμφάνιση, πρωτίστως στη σάτιρα, στο πείραγμα, αλλά και στη συμμετοχή όλων. Επίσης, συγκεντρώνει συμμετοχές από το υπόλοιπο νησί, αφού ξέρουν πως το Ληξούρι θα κάνει πάντα κάτι καλό.
Από το 1995 μπήκε σε άλλους ρυθμούς, επενδύθηκε με λατινοαμερικάνικους ήχους. Παρ’ όλα αυτά η έντασή του κεφιού όλο και κορυφώνεται και το σατιρικό και πειρακτικό στοιχείο δε λείπει ποτέ.
Οι Ληξουριώτες δεν έκαναν και δεν κάνουν καρναβάλι από συνήθεια, αλλά συνεχίζουν να κάνουν καρναβάλι γιατί το είχαν και το έχουν στο αίμα τους. Είναι μέρος του πολιτιστικού τους είναι, και τους χαρακτηρίζει το πνεύμα και η διάθεσή τους να σκορπούν γέλιο και χαρά. Μέσα στη χειμερινή περίοδο υπάρχει αυτή η ανάγκη για να επικοινωνήσουν και να δείξουν αυθόρμητα πως δεν ζουν χωρίς τη σάτιρα και το πείραγμα.
Το Καρναβάλι στο Ληξούρι είναι προσωπική υπόθεση όλων. Είναι συνέχεια της παλιάς παράδοσης και του τοπικού πολιτισμού. Παρέχει τη διασκέδαση και το κέφι σε εποχική περίοδο δύσκολη και συγχρόνως καταφέρνει να γίνει πόλος έλξης για τους τουρίστες και τους υπόλοιπους Κεφαλλονίτες.
Η αναγκαιότητα να συνεχιστεί αμείωτο και πάντα πρώτο στο νησί πηγάζει από τη συνέχεια της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που καλύπτει τον εσωτερικό μας κόσμο.
Περνώντας δε η μεγάλη καρναβαλική πομπή από το άγαλμα του Ανδρέα Λασκαράτου, τού λέμε πως, εμείς οι νέοι Ληξουριώτες μείναμε πιστοί στη σάτιρα που αυτός μας δίδαξε!
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός