Σοφία Σαμόλη : "Η στιγμή..."
Γράφει η Σοφία Π. Σαμόλη
Η ΣΤΙΓΜΉ
Άνοιξη έμπαινε.
Η αλήθεια είναι πως δεν την θυμάται καθαρά, σχεδόν καθόλου, εκείνη την ημέρα.
Σαν μνήμη, που της την φύτεψαν, έρχεται που και που και σουλατσάρει στο νου της.
Μονάχα μια μυρωδιά θυμάται που ίδρωνε τον κόρφο της μάνας της, αρμυρή.
Ένα τσούρμο παιδιά σ' ένα νωπό κατάστρωμα, το βαπόρι στέναζε στο φευγιό, το νησί απομακρυνόταν , τα χνώτα τους κοινά, μοιάζανε κολατσιό, θαρρείς, για τον πατέρα που περίμενε, αντί μπόλιας μία μάλλινη κουβέρτα το τύλιγε.
Ένα πάφλασμα θυμάται μονάχα, ένα μικρό κύμα που το πλάνεψε ένα γλαροπούλι με τις φτερούγες του και το έσυρε στην πλώρη.
Της μίλησε, της έταξε ένα όνειρο για το ταξίδι κι έπειτα ντύθηκε κι εκείνο θάλασσα.
Με καλοκαιρινά ρούχα αέρινα μα και με πανωφόρια κούμπωμα σταυρωτό, σύρθηκαν μπροστά της ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια, εποχές, άλλαξε και ο αιώνας.
Τα σανδάλια της γίνηκαν ψηλοτάκουνα και οι κόκκινες γαλότσες της μπότες λιγότερο αστραφτερές.
Ένα νυφικό, ανθόνερο κι αμύγδαλο , δύο πόνοι αβάσταχτης χαράς, ζάχαρη και κανέλλα , Κυριακή, σιρόπι στο γλυκό του κουταλιού, Χριστούγεννα, μέλι και καρύδια , Πάσχα, μαστίχα και πορτοκάλι, Μεγάλη Παρασκευή, ρόδι, σιτάρι και σταφίδες , Ανάσταση, λευκά κεριά και κρίνα.
Πλάι, πάντα, ένα ποτήρι καλοκαιρινό νερό, παγωμένο, κέρασμα και αντίδοτο σε γλύκα και σε πίκρα, στην υγειά της ζωής, στην δίψα της, στο τραγούδι της, που άλλοτε σιγανό και με πονεμένους στίχους έφτανε στην ψυχή της και άλλοτε με ηχεία στη διαπασών, θρόνος πριγκιπικός έμοιαζε στη χαρά της.
Τα φύλλα των δέντρων όλο και χλωμιάζουν, βαραίνουν και λιγοστεύουν, φθινοπώρου πινελιές γύρω από τα μάτια της, έρχεται ψύχρα. Ο χειμώνας είναι κοντά.
Μιλούν τα φύλλα, αθέλητη φωνή, ένας εμμονικός ψίθυρος που της παίρνει το νου και τ' αυτιά.
Γύρνα πίσω, της λέει, εκεί που κάθε στιγμή κάνει καλοκαίρι, τα όνειρα δεν έχουν τελείες, κρύο κι ερωτηματικά. Μονάχα έναν ήλιο που λούζει την στιγμή.
Να είναι η νοσταλγία που της μιλά, η αθωότητα του χτες, η πολυτέλεια του λιτού παραδείσου, να είναι που έμαθε να κινεί τα σχοινιά, με ευκολία πλέον, της μαριονέτας της , να είναι η βαρυχειμωνιά που πλησιάζει ή απλά να είναι μία ενήλικη κραυγή, για την στιγμή, που δεν μπορεί να ημερέψει;
Δεν γνωρίζει τι από όλα αυτά είναι, γνωρίζει όμως ότι είναι κάτι απόλυτα δυνατό, κάτι που της έχει βγάλει ήδη εισιτήριο για να γυρίσει πίσω, να προφτάσει, εκεί.
Εκεί, που τα βήματά της άφησαν μονοπάτια τους σημερινούς ασφαλτοστρωμένους δρόμους, εκεί, που η αυλή του πατρικού θα αφουγκραστεί το αχ, αναγνωρίζοντας παιχνίδια στα σημάδια του κορμιού, εκεί, που οι βουκαμβίλιες γίνηκαν θηρία σωστά και σκέπασαν τις φωλιές των χελιδονιών της.
Εκεί, που στο αγνάντιο κρατούν πασχαλιές τα χέρια που την τάισαν κι ένας σταυρός σιμά τους, ημερεύει τα πέρατα που αγναντεύει η ψυχή τους.
Εκεί, που έμπλεκε ο ήλιος αχτίδες στα μαλλιά της, που έτρεχε και οι μπούκλες ιδρωμένες φιλούσαν τα κόκκινα μάγουλά της, γεύονταν μαζί της ψίχουλα, ζάχαρη και λάδι.
Εκεί, που τα αγκάθια με τις τρυφερές γυμνές πατούσες της είχαν κάνει μία συμφωνία ιερή, απάτητη στην κυριολεξία, δεν σε πατώ, δεν με πονάς.
Θέλει τώρα να γυρίσει εκεί, στον μώλο που ξέπλυνε την πρώτη πούδρα της.
Θέλω να γυρίσω, θα με γνωρίσεις άραγε;
Να σταθώ απέναντι σου κυρά μου, καλοντυμένη, σε μία ημέρα ηρεμίας, χειμωνιάτικη.
Με τα βουρκωμένα μάτια σου να σταυρώσω τα δικά μου, να σε κοιτάξω καθώς θ' απλώνεις το κέντημά σου στην άμμο, να σου παραπονεθώ, κατάματα, για το παραμύθιασμα της πλώρης, να σε ικετέψω για ένα ακόμα.
Να σου θυμίσω πόσο μοιάζουμε θέλω.
Στα ανάρηχα κι εσύ, χρόνια τώρα, να γλείφεις τους ίδιους βράχους, στην ίδια ακρογιαλιά να εισπνέεις και να εκπνέεις, να ξημερώνεις και να βραδιάζεις. Δεν είδες τα βάθη ποτέ, σ' ωκεανούς δεν τόλμησες να αρμενίσεις. Με ρούχο δανεικό, χορεύεις ανάλογα με τα κέφια του ουρανού που σε χρωματίζει, λιάζεσαι στο φως του, λικνίζεσαι στο δυνατό μπουρίνι , σπας και κλαίς στην βροχή.
Αλήθεια, πόσο αγαπάμε και οι δύο την βροχή, εσύ γιατί απαλύνει την αρμύρα σου , κρατά φρένο στον αέρα που λυσσά στην πλάτη σου ενώ εγώ, εγώ απλά κρατώ κλειστές τις ομπρέλες.
Θα έρθω, στο τάζω στα κοράλλια, θα είναι μία ακριβή στιγμή σαν τα άλογά μου θα ταράξουν με τις οπλές τους τα δικά σου βότσαλα, θα τους φορέσουμε μαζί τα φτερά του Ποσειδώνα και θα τα στείλουμε στον ορίζοντα, εκεί που οι χαρταετοί, αναίτια, γυρίζουν και υπόσχονται παλάτια.
Θα έρθω, να ξεχειμωνιάσω κοντά σου, να μιλήσουμε η μία στην άλλη για την πορεία του νέου ταξιδιού μας. Θα έρθω κυρά μου.
Μα αν δεν τα καταφέρω, αν δεν σε συναντήσω, αν δεν με δεις, μάθε πως δεν θα πάρω μαζί μου τίποτα, παρά μονάχα μία βαρκούλα του νου, ένα στίχο δίχως ρίμα και δυο φτερά, ζωγραφισμένα στην πλώρη της ανατολής, πάνλευκα, να τα 'χει ο ήλιος στην δύση του, στην χάση μου, ναύλα για το όνειρό σου.