Ελπίδα Σοφιανίδη: Για τον Πόντο. Αφιερωμένο στο πιο γλυκό παππού του κόσμου που μας βλέπει από ψηλά
Για τον Πόντο.
Αφιερωμένο στο πιο γλυκό παππού του κόσμου που μας βλέπει από ψηλά,
Ιωάννη Σωκρ. Σοφιανίδη (1939 -2020)
Ελπίδα Σοφιανίδη, Θεατρολόγος
Ληξούρι, 19/05/23
19 Μαΐου. Ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων. Δεν θα μιλήσω για ιστορικά γεγονότα, ούτε την σημαντική συμβολή των Ποντίων στην ένταξη τους στον Ελλαδικό χώρο. Δε θα μιλήσω για τον πόνο που βίωσαν αυτοί οι άνθρωποι, το μυαλό αδυνατεί να χωρέσει τις φρικαλεότητες και οι λέξεις δε βγαίνουν. Αδυνατούν κι αυτές να περιγράψουν διαβάζοντας όλες αυτές τις μαρτυρίες που έχουμε ως σήμερα στα χέρια μας.
Σήμερα οι σκέψεις μου γυρνάνε στην πολιτιστική κληρονομιά που αφήνουν μέχρι και σήμερα. Όταν ακούω Πόντος, στο μυαλό έρχεται η αίσθηση του πόνου, του ξεριζωμού, της προσφυγιάς, το άκουσμα της ποντιακής λύρας, τα τραγούδια από μια χαμένη πατρίδα, ο χορός, και οι έννοιες της ένωσης, της νέας αρχής, της ευφυΐας, της καλοσύνης και της ανοιχτοσύνης που διακατέχει όλους τους Έλληνες του Πόντου.
Έχοντας ποντιακή φλέβα εκ του πατρός μου, νιώθω μεγάλη τιμή που κουβαλώ στις πλάτες μου το ποντιακό επώνυμο και καταγωγή. Το είχα νιώσει, τολμώ να πω, από πολύ μικρή, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, κάθε φορά που ο πατέρας μου μας πήγαινε στο χωρίο του παππού μου, (στους Γεωργιανούς λίγο πιο έξω από την Βέροια), όταν πηγαίναμε όλοι μαζί στην εκκλησία της Παναγιάς Σουμελάς (θρησκευτικό ορόσημο μεγίστης σημασίας) ή κάθε φορά που οι γιαγιάδες-θείες μας μιλούσαν με λέξεις ποντιακές που ελάχιστα μπορούσα να καταλάβω. Το ένιωθα κάθε φορά που έβλεπα να χορεύουν το γνωστό Πυρρίχιο χορό (ή Σέρα), τον ελληνικό πολεμικό χορό, που καταστεί μαρμαρωμένους τους θεατές του, όπως τότε στη τελετή λήξης των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 στην Αθήνα, που καθήλωσε, όχι μόνο τους τυχερούς δια ζώσης θεατές, αλλά και χιλιάδες ανά τον κόσμο. Και στον ήχο αυτής της ποντιακής λύρας, που στο άκουσμα της όλα σωπαίνουν και ο χρόνος σταματά για λίγο, όταν ακούγονται τραγούδια του ξεριζωμού και όχι μόνο.
Μέσα από μια συναισθηματική-καλλιτεχνική ματιά στο ποντιακό τραγούδι, με πλήθος αξιόλογων Πόντιων καλλιτεχνών στο μουσικό πεντάγραμμο και πλήθος θεματικών, δύο είναι τα τραγούδια που στο μυαλό μου ξεχωρίζουν και όσες φορές και να ακουστούν στα αυτιά μου, συγκινούν.
Το πρώτο ανήκει στη θεματική της χαμένης πατρίδας και του ξεριζωμού. Δεν είναι άλλο από το γνωστό σε όλους «Πατρίδα μ αραεύω σε» του Στέλιου Καζαντζίδη. Ένα τραγούδι που μιλά στη καρδιά κάθε Πόντιου που νιώθει ξένος στο τόπο που διαμένει, με την αλησμόνητη φράση του ρεφρέν «Πατρίδα μ αραεύω σε αμόν καταραμένος, Σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος». Μιλά πως, όσα σπίτια και να έχτισε δίπλα σε ποταμάκρες και σε δάση, με τα μαρμαρόχτιστα πηγάδια τους, ξεσπιτώνεται από όλα, είναι πρόσφυγας από την κούνια, ψάχνει την πατρίδα του σα καταραμένος, που όσο και αν προσπάθησε, φτάνει να διψά και πάλι, νιώθοντας ντροπή να ζητήσει τώρα να ξεδιψάσει.
Το δεύτερο τραγούδι αφορά την μάνα. Μιας και πριν πέντε μέρες γιορτάζαμε όλες τις μανούλες του κόσμου, δεν θα μπορούσε να παραληφθεί. Αν και πάλι υπάρχουν αρκετά τραγούδια που μιλούν για την μάνα, στο μυαλό μου ξεχωρίζει το «Η μάνα είν κρύον νερόν» του Γιώτη Γαβριηλίδη. Ένα τραγούδι που μιλά για την σπουδαιότητα της μάνας μας. Η μάνα είναι Αξία. Μας λέει, πως όταν η μάνα γεράσει, τότε θέλει ζωή (δηλαδή τη βοήθεια του παιδιού της) και αν σαν παιδί της δεν το κάνει, όταν το χρειαστεί, θα βασανίσει την ίδια τη ψυχή του. Την εξυμνεί πως είναι βράχος, είναι εκεί στα δύσκολα, σαν την δική της αγάπη δεν βρίσκεις και χωρίς την δική της ευχή δεν θα βρεις χαΐρι. Έρχεται στο ρεφρέν να απογειώσει την έννοια της μάνας λέγοντας πως «Η μάνα εν κρύο νερόν και σο ποτήρ΄ κε μπαίν΄, Η μάνα να μη ίνεται, η μάνα να μη εν», δηλαδή πως η μάνα είναι κρύο νερό και στο ποτήρι δεν μπαίνει, σαν την μάνα δεν γίνεται, σαν την μάνα δεν υπάρχει…
Το να λες πως είσαι Πόντιος δεν αφορά μόνο τη καταγωγή σου, ώστε να δείξεις «από πού κρατά η σκούφια σου» ή «τίνος είσαι εσύ». Αφορά μια ολόκληρη ιστορία, ένα ξεριζωμό, είναι πόνος, είναι η προσφυγιά, αλλά και μια ολόκληρη φιλοσοφία και περηφάνια.
Όλα αυτά, λοιπόν, σκέφτομαι και αφουγκράζομαι νιώθοντας τεράστια υπερηφάνεια που έχω στις πλάτες μου μια τέτοια πολιτισμική καταγωγή. Και δεν σας κρύβω πως το άγχος να το τιμήσω με την σειρά μου, όπως αυτό τιμάει εμένα, είναι μεγάλο…
Ο Πόντος Ζει.