Εβδομήντα χρόνια: Οι ώρες τής οδύνης
Γράφει ο Γιώργος Μεσσάρης
Εβδομήντα χρόνια: Οι ώρες τής οδύνης
Γράφει ο Γιώργος Μεσσάρης
Ήταν μαγικές μέρες του Αυγούστου. Καταγάλανος ουρανός, ήρεμη και σαγηνευτική θάλασσα, γαλήνια φύση… Τα Επτάνησα – όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα – προσπαθούσαν να συνέλθουν από τις τραγικές συνέπειες τού πολέμου και τού εμφύλιου σπαραγμού.
Αύγουστος του 1953. Δύσκολες μέρες. Ο αγώνας για την επιβίωση συνεχής και αδυσώπητος με τη μετανάστευση να ερημώνει τα Ιόνια Νησιά.
Ήταν ένας Αύγουστος που επιφύλασσε για τα όμορφα Επτάνησα ακόμα τραγικότερες μέρες. Ο Εγκέλαδος, ο αρχηγός των Γιγάντων, είχε αρχίσει πάλι να ξυπνάει! Όταν κάποτε θα κουραζόταν να ταρακουνάει τα Νησιά του Ιονίου θα άφηνε πίσω του εκατοντάδες νεκρούς και ολοκληρωτική καταστροφή στην Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη.
Κυριακή 9 Αυγούστου του 1953. 9 και 41 πρώτα λεπτά το πρωί και οι εκκλησιές γεμάτες. Ξαφνικά ακούστηκε μια βοή και στη συνέχεια η γη ταρακουνήθηκε.
Οι Κεφαλλονίτες, οι Ζακυνθινοί, οι Ιθακήσιοι αλλά και οι Λευκαδίτες, συνηθισμένοι στα καμώματα του Εγκέλαδου, δεν έδωσαν και μεγάλη σημασία. Δεν μπορούσαν καν να διανοηθούν το τί τους επιφύλασσαν οι ημέρες που θα ακολουθούσαν.
Ο πρώτος σεισμός της 9ης Αυγούστου προκάλεσε ελάχιστες ζημιές. Οι σεισμοί, όμως, της Τρίτης, 11 Αυγούστου, και της Τετάρτης, 12 Αυγούστου, σκόρπισαν το θάνατο και την καταστροφή σε βαθμό πρωτόγνωρο.
Ο σεισμός της Τρίτης, 11 Αυγούστου 1953, σημειώθηκε στις 5:30 το πρωί και προκάλεσε πολλές ζημιές σε αρκετές περιοχές των νησιών και μερικούς θανάτους.
Ο σεισμός αυτός σκόρπησε, όπως ήταν φυσικό, πανικό στους κατοίκους των νησιών που εγκατέλειψαν τις εστίες τους και ζήτησαν καταφύγιο σε υψώματα και ανοικτούς χώρους.
Η γη είχε αρχίσει να τρέμει συνέχεια και ήταν στιγμές που δεν μπορούσες να σταθείς όρθιος!
Όλοι άρχισαν να διαισθάνονται ότι κάτι ακόμα χειρότερο θα συνέβαινε. Οι αδιάκοπες δονήσεις και οι συνεχείς υπόκωφες βοές που έκαναν τους σκύλους να αλυχτούν, τα πουλιά να μην κάθονται σε κλαδί και τις γάτες να κλαψουρίζουν αλλόκοτα, προμήνυαν τα χειρότερα.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ
Ξημέρωνε Τετάρτη, 12 Αυγούστου του 1953.
Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων των νησιών είχε διανυκτερεύσει στην ύπαιθρο.
Όλοι ήταν κυριευμένοι από την αγωνία.
Είχα βρεθεί, παιδί ακόμα προσχολικής ηλικίας, με την οικογένειά μου στο λόφο του Αγίου Αθανασίου πάνω στον οποίο είναι κτισμένο ένα μεγάλο μέρος του Αργοστολίου.
Η ώρα πλησίαζε 11:25. Ο ήλιος έκαιγε και από την κορυφή του λόφου αγνάντευες ένα έρημο Αργοστόλι και τον γαλήνιο κόλπο του.
Ξαφνικά άρχισε να ακούγεται μια βοή που όλο και δυνάμωνε. Η βοή συνοδεύτηκε από το ταρακούνημα της γης που γινόταν συνεχώς εντονότερο. Ο μεγάλος σεισμός των 7,2 της κλίμακας Ρίχτερ κράτησε 45 δευτερόλεπτα που ήταν αρκετά για να σκορπίσουν το θάνατο και την καταστροφή.
Ένα πυκνό σύννεφο σκόνης κάλυψε τα πάντα και όταν μετά από ώρες διαλύθηκε, το θέαμα ήταν φρικιαστικό! Τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο. Μετά το τρομακτικό κτύπημα του Εγκέλαδου, το μόνο που μπορούσες να ακούσεις ήταν κραυγές απόγνωσης των τραυματιών που παρέμεναν αβοήθητοι κάτω από τα ερείπια.
Ο Δ. Στραβόλεμος στο βιβλίο του «Η Ζάκυνθος υπό τα ερείπια και τας φλόγας» περιγράφει τη στιγμή του μεγάλου σεισμού:
«H γη εσείετο με δαιμονιώδη δύναμη εκ των κάτω προς τα άνω και με παράλληλες κυματοειδείς κινήσεις που ξεθεμέλιωναν τα σπίτια, τα σήκωναν ψηλά, άνοιγαν οι τοίχοι τους στον αέρα και έπεφταν στους δρόμους ολόκληροι με ορμή και με κρότο τρομερό. H πόλη σκεπάστηκε από ένα πυκνότατο σύννεφο από χώματα και σκόνες και στη θέση που βρέθηκε ο καθένας παρέμεινε εμβρόντητος, απολιθωμένος, πνιγμένος στο χώμα, σκεπασμένος λίγο ή πολύ από ξύλα, πέτρες, σπασμένα έπιπλα, μη έχοντας δύναμη να συγκρατηθεί και να καταλάβει αν βρίσκεται κοντά στη σκληρή πραγματικότητα, αν υπάρχει στη ζωή ή αν είναι σκοτωμένος».
Σαν να μην έφτανε ο όλεθρος που σκόρπισε ο σεισμός ξέσπασαν πυρκαγιές! Μεγαλύτερη ήταν αυτή που έπληξε την πόλη της Ζακύνθου.
Δραματικά είναι τα όσα είχε καταγράψει στο ανέκδοτο ημερολόγιό του, ο τότε μηχανικός της Νομαρχίας Ζακύνθου Ι. Πομόνης με ημερομηνία Πέμπτη 13 Αυγούστου:
«…Ενώ μέχρι σήμερον την μεσημβρίαν ηκούοντο ευκρινώς αι γοεραί κραυγαί ανθρωπίνων υπάρξεων παγιδευμένων υπό τα ερείπια και ζητούσαν βοήθειαν χωρίς να δύναται ουδείς να τα πλησιάση, μετά την μεσημβρίαν αι φωναί εγένοντο ασθενέστεραι προφανώς λόγω εξαντλήσεως διά να ακούωνται από καιρού εις καιρόν εις φρικώδη τόνον αι απεγνωσμέναι εκκλήσεις των ετοιμοθανάτων. H πυρκαϊά, εξ άλλου, δεν υπήρξε μόνον το συμπλήρωμα του ολέθρου αλλά είχεν ως συνέπειαν να καούν ζωντανά τα ευρισκόμενα υπό τα ερείπια θύματα. Το απόγευμα αι φωναί είχον πλέον παύσει τελείως και μόνον πάταγοι εγένοντο αισθητοί από τους κρημνιζομένους τοίχους εκ των πυρκαϊών και των σεισμικών δονήσεων. Το θέαμα το οποίον παρουσιάζουν τα φλεγόμενα ερείπια της Ζακύνθου είναι απερίγραπτον. Είναι αδύνατον να μεταδοθή διά λέξεων η σκληρή πραγματικότητα. Δι’ αυτόν τον λόγον και οι επιζήσαντες παραπονούνται ότι δεν εγένετο αντιληπτόν το μέγεθος της καταστροφής και δεν έφθασαν εγκαίρως αι απαραίτητοι βοήθειαι διά την αντιμετώπισιν των κινδύνων».
ΔΙΕΘΝΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑ
Πρώτοι προς βοήθεια έσπευσαν οι Ισραηλινοί με δύο πολεμικά που έπλεαν ανοικτά της Κεφαλλονιάς κατευθυνόμενα από την Ιταλία στο Ισραήλ. Είχαν ανταποκριθεί στα μηνύματα των τηλεγραφητών: «ΣΟΣ, βυθιζόμαστε. ΣΟΣ, βυθιζόμαστε…».
Μια ιατρική ομάδα των Ισραηλινών άρχισε να δίνει τις πρώτες βοήθειες στους τραυματίες πάνω σε καναβάτσα που είχαν ρίξει στην προκυμαία. Εκεί είχαν δημιουργήσει ένα υποτυπώδες χειρουργείο στο οποίο γινόντουσαν ακρωτηριασμοί για να σωθούν από την αιμορραγία οι τραυματίες.
Ακουλούθησε η άφιξη σκαφών του 6ου Αμερικανικού Στόλου και του Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου.
Σκάφη του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και ελικόπτερα της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας άρχισαν να μεταφέρουν εφόδια για να απαλύνουν τον πόνο των κατοίκων των σεισμόπληκτων Ιονίων Νήσων.
ΤΡΑΓΙΚΕΣ ΩΡΕΣ
Οι κάτοικοι των νησιών ζούσαν τραγικές ώρες. Θρηνούσαν το χαμό εκατοντάδων αγαπημένων προσώπων και παράλληλα έδιναν αγώνα για τη δική τους επιβίωση.
Ο αργός ρυθμός των έργων αποκατάστασης των ζημιών και η οικονομική δυσπραγία ανάγκασε χιλιάδες κατοίκους της Κεφαλονιάς, της Ιθάκης και της Ζακύνθου να εγκαταλείψουν τα αγαπημένα τους νησιά αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στην Αυστραλία, στην Αμερική και σε άλλους ξένους τόπους.
Ο συνολικός αριθμός των νεκρών ξεπερνούσε τους 750, οι τραυματίες ήταν χιλιάδες και η καταστροφή ολοσχερής.
Τελικός απολογισμός μόνο στην Κεφαλονιά: 386 νεκροί, 730 τραυματίες, 49.800 άστεγοι, 11.182 σπίτια καταστράφηκαν ολοσχερώς και 2.480 έπαθαν ζημιές.
Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της οργής του Εγκέλαδου αρκεί να αναφερθεί ότι αποτέλεσμα του μεγάλου σεισμού, ήταν να ανυψωθεί κατά 60 εκατοστά το νότιο κυρίως τμήμα της Κεφαλονιάς!
«ΜΕΡΕΣ ΟΡΓΗΣ»
Το 2006 ο Δήμος Αργοστολίου κυκλοφόρησε ένα «χρονολόγιο του συντιναγμού» με τίτλο «Μέρες Οργής» που έγραψαν και επιμελήθηκαν η Ευριδίκη Λειβαδά – Ντούκα και ο Γεράσιμος Γαλανός.
Η Ευριδίκη Λειβαδά – Ντούκα αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμα των συγγραφέων με τίτλο «Ο ΕΝ ΑΡΧΗ ΛΟΓΟΣ»…
«Στη μέση της Ιόνιας θάλασσας, ένα νησί ακροβατεί πάνω σε ένα τεκτονικό ρήγμα. Η Κεφαλλονιά που, για αιώνες τώρα αντιπαλλεύει με τον Εγκέλαδο γιατί η Φύση είχε την απρονοησία να την τοποθετήσει πάνω στο στόμα του θεού των σεισμών. Έτσι, είναι άπειρες οι φορές που δέχτηκε την οργή του.
»Οι συχνοί συντιναγμοί όμως, επέδρασαν – και συνεχίζουν να επιδρούν – εκτός από τη γεωμορφολογία – και στην ψυχοσύνθεση των κατοίκων. Υπόγειες λίμνες, καρστικά φαινόμενα, σπηλιές που γέννησαν μύθους, θάλασσες, χάος και μυστήρια, μαζί με τα ιδιαίτερα σημάδια πάνω στον χαρακτήρα των Κεφαλλήνων καθιστούν, νησί και νησιώτες, μοναδικούς.
»Στη διάρκεια των αιώνων, σειρά σεισμών αφάνιζε κατά τακτά και μη διαστήματα, την Κεφαλλονιά και μαζί με τον τόπο μας – και τα γειτονικά νησιά: Ζάκυνθος και Ιθάκη και η απέναντι πλευρά της Πελοποννήσου και της Στερεάς πλήρωναν την οργή της φύσης. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο οι συγκαιρινοί έβλεπαν τη γη κάτω από τα πόδια τους να αποσείει αναπάντεχα, ανεπιστρεπτί τη ζωή τους. Να ρουφάει ετσιθελικά τα υπάρχοντά τους. Να ισοπεδώνει απρόβλεπτα τον κόσμο τους. Να εξοντώνει άσπλαχνα τους αγαπημένους. Και αποσβολωμένοι παρακολουθούσαν τη συμφορά, αδύναμοι και μικροί μπρος στο ανείπωτο κακό που δεν είχε τελειωμό. Υπήρξαν όμως και διαστήματα που η γη ξεκουραζόταν, θαρρείς και έπαιζε με τους «παράτολμους και θρασείς» ανθρώπους που αποφάσιζαν να ξανασηκώσουν πέτρα στην πέτρα τα σπίτια τους. Στο απρόσμενο γήινο τίναγμα, απαντούσαν με πείσμα, υπομονή και αισιοδοξία. Και μετά, πάλι από την αρχή. Κύκλος αέναος, που κάποιες φορές μάλιστα, έμοιαζε ο Εγκέλαδος να είχε καταπιεί χρονοδείκτη…»
ΣΗΜΕΡΑ
Σήμερα, εβδομήντα χρόνια από τις ώρες της οδύνης, στα πανέμορφα Νησιά του Ιονίου έχουν απομείνει ελάχιστα σημάδια των τραγικών εκείνων ημερών του Αυγούστου του 1953.
Η οικονομική κρίση που έπληξε και ως ένα βαθμό εξακολουθεί να ταλανίζει τα νησιά, όπως και την υπόλοιπη Ελλάδα, δεν πτόησε τους νησιώτες, που έχουν ξαφνιάσει τον Εγκέλαδο με το θάρρος και την επιμονή τους. Με όπλο τη δημιουργικότητά τους και την αισιοδοξία τους, λαξεύουν νέους δρόμους προόδου…
Τα σπίτια στα νησιά έχουν τώρα τον υψηλότερο συντελεστή αντισεισμικότητας στην Ελλάδα για την ασφάλεια των κατοίκων που έχουν συνηθίσει πια τα καμώματα του Εγκέλαδου και με το μοναδικό τους χιούμορ τον χλευάζουν. «Οσο θέλει αυτός ας μας κουνάει. Να μας τρομάξει πια δεν μπορεί. Το πολύ-πολύ να μας ζαλίσει» μούχε πει κάποτε, έναν άλλο ηλιόλουστο Αύγουστο, ένας γέρος απολαμβάνοντας τον «ελληνικό» του καφέ, κάτω από το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στην Κεφαλλονιά.
Γιώργος Μεσσάρης
Το σημερινό σημείωμα είναι διασκευή του κειμένου ραδιοφωνικού ντοκιμαντέρ μου που μεταδόθηκε από την Κρατική Ραδιοφωνία Τηλεόραση Αυστραλίας SBS, τον Αύγουστο του 2007.
ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
Α και Β. Εικόνες του Αργοστολίου μετά το σεισμό της 12ης Αυγούστου 1953.
Γ. Από εφημερίδα της εποχής.
Δ. Μετά την καταστροφή ο θρήνος και η φυγή…