17 Δεκεμβρίου: Σήμερα η μεγάλη εορτή του Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου
Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου: Μεγάλη γιορτή της ορθοδοξίας σήμερα 17 Δεκεμβρίου. Ο Άγιος Διονύσιος έζησε και έδρασε στη Ζάκυνθο από τα μέσα του 16ου αιώνα ως και τις αρχές του 17ου, ενώ διετέλεσε και επίσκοπος Αιγίνης. Σήμερα αποτελεί ένα από τους λαοφιλέστερους σύγχρονους αγίους και είναι πολιούχος της πόλης της Ζακύνθου.
Ο Διονύσιος γεννήθηκε το 1547 στη Ζάκυνθο από γονείς πλούσιους και ευγενείς, με καταγωγή από τη Βενετία. Το κοσμικό του όνομα ήταν Δραγανίγος Σιγούρος. Νιώθοντας κλίση προς το μοναχικό βίο από νωρίς ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα στη μονή των Στροφάδων νήσων, απέναντι από τη Ζάκυνθο, και χειροτονήθηκε ιερέας.
Με παρακίνηση του αρχιεπισκόπου Αθηνών χειροτονήθηκε επίσκοπος Αίγινας με το όνομα Διονύσιος. Μετά από χρόνια ποιμαντορικής δράσης στο νησί του Αργοσαρωνικού, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου έζησε ασκητικά στη Μονή της Αναφωνήτριας.
Ο Άγιος Διονύσιος πέθανε το 1622, σε ηλικία 75 ετών. Το λείψανό του τάφηκε στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου της μονής Στροφάδων. Κατά την ανακομιδή είδαν ότι το λείψανό του ήταν άφθαρτο. Το είχαν στην αρχή στημένο όρθιο στον επισκοπικό θρόνο του ναού, αλλά αργότερα το μετέφεραν στην πόλη και το διατηρούσαν σε διάφορους ναούς. Στις μέρες μας είναι τοποθετημένο σε πολυτελή λάρνακα στο ναό που φέρει το όνομά του.
Από τις πολλές αρετές του Αγίου Διονυσίου αξίζει να επισημανθούν η ταπεινοφροσύνη και η μεγάλη ανεξικακία του. Όταν ζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι ο φονιάς του αδελφού του, τον έκρυψε και τον προστάτευσε.
Τιμάται από την εκκλησία μας κάθε χρόνο στις 17 Δεκεμβρίου
Το Λείψανο του Αγίου βρίσκεται αδιάφθορο στην ομώνυμη Μονή Ζακύνθου.
Η δεξιά του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους.
Μέρος χειρός του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Παναχράντου Άνδρου.
Μετά το τέλος της ζωής των γονιών του, σε ηλικία 20 ετών, αποφασίζει να πάρει το μοναχικό σχήμα. Αυτό προκύπτει από τη δωρεά όλης της περιουσίας στον αδελφό του με ιδιαίτερη μνεία για την αποκατάσταση της αδελφής του. Η κλίση ήδη είχε φανεί από μικρή ηλικία καθότι ακολουθούσε ασκητικό βίο βασισμένο πάνω στην Ορθόδοξη πατερική θεολογία. Παρότι πλούσιος αποφάσισε να γίνει μοναχός και εκάρη στη μονή Στροφάδων, νησί νότια της Ζακύνθου, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ. Έτσι αφιερώθηκε στην προσευχή, την μελέτη των γραφών και διήγαγε ασκητικό βίο, που τόσο ποθούσε. Σύντομα μάλιστα φάνηκε και η πνευματική πρόοδός του, με αποτέλεσμα 2 έτη αργότερα να γίνει ηγούμενος της μονής.
Ιεροσύνη και επισκοπή
Ένα έτος αργότερα ο σπουδαίος αυτός Άγιος,Διονύσιος, θα χριστεί ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Το 1577 όμως θέλησε να πάει στους Αγίους Τόπους. Περνώντας από την Αθήνα θέλησε να πάρει την ευλογία του επισκόπου Νικάνορα. Ο Νικάνωρ όμως εντυπωσιάστηκε από την παιδεία, την μόρφωση και τη στωικότητα του Αγίου και θέλησε να τον προάγει στο επισκοπικό αξίωμα της επισκοπής Αιγίνης, που βρισκόταν σε χηρεία. Έτσι έγραψε στον Πατριάρχη Ιερεμία υπέρ της υποψηφιότητας του Δανιήλ. Ο Ιερεμίας συναίνεσε τελικά και ο Άγιος εχρίσθη επίσκοπος Αιγίνης λαμβάνοντας το όνομα Διονύσιος. Το έργο που επιτέλεσε στο νησί της Αίγινας ήταν σημαντικό τόσο από πνευματικής απόψεως όσο και στην ανακούφιση των καταπονημένων και φτωχών.
Το 1579 όμως υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Ο ασκητικός βίος σε σύνθεση με το διαρκές ακατάπαυστο έργο, κατεπόνησαν την υγεία του, με αποτέλεσμα να στείλει επιστολή τόσο στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία όσο και τον Μητροπολίτη Αθηνών Νικάνορα με την παραίτησή του και την ταυτόχρονη βούλησή του να επιστρέψει στην Ζάκυνθο. Ο Ιερεμίας όμως δεν ήθελε να μείνουν αναξιοποίητες οι ικανότητες του Διονυσίου και έτσι τον έχρισε χωρεπίσκοπο Ζακύνθου. Η έντονη δραστηριότητα όμως στην Ζάκυνθο, προκάλεσε την επιβουλή του επισκοπικού περιβάλλοντος, ίσως δε και του ίδιου του επισκόπου, με αποτέλεσμα να καταγγελθεί για υπέρβαση εξουσίας, στον ηγεμόνα του νησιού Νικόλαο Δαπόντε. Ο Δαπόντες ζήτησε την παραίτηση του Διονυσίου, κάτι που ο ίδιος δέχτηκε ώστε να μην προκληθούν σχίσματα και εντάσεις. Σημειώνεται εδώ ότι η Ενετική Διοίκηση δεν επιθυμούσε την παρουσία ιερωμένων με δεσμούς με το Πατριαρχείο της Κωσταντινούπολης στις κτήσεις της, καθώς το τελευταίο τελούσε σε ομηρεία από τους ανταγωνιστές της Βενετίας Οθωμανούς.
Η φυγάδευση του δολοφόνου του αδελφού του
Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου από διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Στην προσπάθεια όμως να διαφύγει ο (αγνώστου ονόματος) δολοφόνός του Κωνσταντίνου αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ερωτήθη από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος της Μονής, γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρέπετο να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχώρησης και υψηλής εφαρμογής της Χριστιανικής αγάπης. Σημειώνεται ότι τα παραπάνω στηρίζονται αποκλειστικά στην προφορική παράδοση του νησιού, καθώς απουσιάζουν τα τεκμήρια από το Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου (δεν εντοπίστηκαν, παρόλες τις σχετικές προσπάθειες, ακόμα και πριν την καταστροφή του στην σεισμόπυρκαγιά του 1953).
Το τέλος της ζωής του και το άφθαρτο σκήνωμα
Ο ναός του αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο. Ο σπουδαίος Άγιος Διονύσιος κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι της Θεοτόκου της Αναφωνήτριας. Πολύς κόσμος τον επισκέπτετο για να λάβει συμβουλές αλλά και να εξομολογηθεί. Τελικά πέθανε σε ηλικία 75 ετών, στις 17 Δεκεμβρίου του 1622, με τελευταία του επιθυμία να ταφεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Στροφάδων και συγκεκριμένα στο νησί Σταμφάνη, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας. Τρία έτη μετά εξετάφη και το λείψανό του στην ανακομιδή ευρέθη άφθαρτο. Μετά την Τουρκική επίθεση στα Στροφάδια τον δέκατο όγδοο αιώνα και την αποκοπή των χεριών του λειψάνου από τους επιτιθέμενους, το σώμα του Αγίου παρεδόθη όπου και παραμένει μέχρι και σήμερα, εκτιθέμενο στο ναό του αγίου στην Ζάκυνθο. Είναι ένα από τα τρία άφθορα λείψανα στο Ιόνιο, του Άγιου Σπυρίδωνα, του Άγιου Γεράσιμου και του Αγίου Διονυσίου.
Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703, αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.
Με παρακίνηση του αρχιεπισκόπου Αθηνών χειροτονήθηκε επίσκοπος Αίγινας με το όνομα Διονύσιος. Μετά από χρόνια ποιμαντορικής δράσης στο νησί του Αργοσαρωνικού, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου έζησε ασκητικά στη Μονή της Αναφωνήτριας.
Ο Άγιος Διονύσιος πέθανε το 1622, σε ηλικία 75 ετών. Το λείψανό του τάφηκε στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου της μονής Στροφάδων. Κατά την ανακομιδή είδαν ότι το λείψανό του ήταν άφθαρτο. Το είχαν στην αρχή στημένο όρθιο στον επισκοπικό θρόνο του ναού, αλλά αργότερα το μετέφεραν στην πόλη και το διατηρούσαν σε διάφορους ναούς. Στις μέρες μας είναι τοποθετημένο σε πολυτελή λάρνακα στο ναό που φέρει το όνομά του.
Από τις πολλές αρετές του Αγίου Διονυσίου αξίζει να επισημανθούν η ταπεινοφροσύνη και η μεγάλη ανεξικακία του. Όταν ζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι ο φονιάς του αδελφού του, τον έκρυψε και τον προστάτευσε.
Τιμάται από την εκκλησία μας κάθε χρόνο στις 17 Δεκεμβρίου
Το Λείψανο του Αγίου βρίσκεται αδιάφθορο στην ομώνυμη Μονή Ζακύνθου.
Η δεξιά του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους.
Μέρος χειρός του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Παναχράντου Άνδρου.
Μετά το τέλος της ζωής των γονιών του, σε ηλικία 20 ετών, αποφασίζει να πάρει το μοναχικό σχήμα. Αυτό προκύπτει από τη δωρεά όλης της περιουσίας στον αδελφό του με ιδιαίτερη μνεία για την αποκατάσταση της αδελφής του. Η κλίση ήδη είχε φανεί από μικρή ηλικία καθότι ακολουθούσε ασκητικό βίο βασισμένο πάνω στην Ορθόδοξη πατερική θεολογία. Παρότι πλούσιος αποφάσισε να γίνει μοναχός και εκάρη στη μονή Στροφάδων, νησί νότια της Ζακύνθου, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ. Έτσι αφιερώθηκε στην προσευχή, την μελέτη των γραφών και διήγαγε ασκητικό βίο, που τόσο ποθούσε. Σύντομα μάλιστα φάνηκε και η πνευματική πρόοδός του, με αποτέλεσμα 2 έτη αργότερα να γίνει ηγούμενος της μονής.
Ιεροσύνη και επισκοπή
Ένα έτος αργότερα ο σπουδαίος αυτός Άγιος,Διονύσιος, θα χριστεί ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Το 1577 όμως θέλησε να πάει στους Αγίους Τόπους. Περνώντας από την Αθήνα θέλησε να πάρει την ευλογία του επισκόπου Νικάνορα. Ο Νικάνωρ όμως εντυπωσιάστηκε από την παιδεία, την μόρφωση και τη στωικότητα του Αγίου και θέλησε να τον προάγει στο επισκοπικό αξίωμα της επισκοπής Αιγίνης, που βρισκόταν σε χηρεία. Έτσι έγραψε στον Πατριάρχη Ιερεμία υπέρ της υποψηφιότητας του Δανιήλ. Ο Ιερεμίας συναίνεσε τελικά και ο Άγιος εχρίσθη επίσκοπος Αιγίνης λαμβάνοντας το όνομα Διονύσιος. Το έργο που επιτέλεσε στο νησί της Αίγινας ήταν σημαντικό τόσο από πνευματικής απόψεως όσο και στην ανακούφιση των καταπονημένων και φτωχών.
Το 1579 όμως υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Ο ασκητικός βίος σε σύνθεση με το διαρκές ακατάπαυστο έργο, κατεπόνησαν την υγεία του, με αποτέλεσμα να στείλει επιστολή τόσο στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία όσο και τον Μητροπολίτη Αθηνών Νικάνορα με την παραίτησή του και την ταυτόχρονη βούλησή του να επιστρέψει στην Ζάκυνθο. Ο Ιερεμίας όμως δεν ήθελε να μείνουν αναξιοποίητες οι ικανότητες του Διονυσίου και έτσι τον έχρισε χωρεπίσκοπο Ζακύνθου. Η έντονη δραστηριότητα όμως στην Ζάκυνθο, προκάλεσε την επιβουλή του επισκοπικού περιβάλλοντος, ίσως δε και του ίδιου του επισκόπου, με αποτέλεσμα να καταγγελθεί για υπέρβαση εξουσίας, στον ηγεμόνα του νησιού Νικόλαο Δαπόντε. Ο Δαπόντες ζήτησε την παραίτηση του Διονυσίου, κάτι που ο ίδιος δέχτηκε ώστε να μην προκληθούν σχίσματα και εντάσεις. Σημειώνεται εδώ ότι η Ενετική Διοίκηση δεν επιθυμούσε την παρουσία ιερωμένων με δεσμούς με το Πατριαρχείο της Κωσταντινούπολης στις κτήσεις της, καθώς το τελευταίο τελούσε σε ομηρεία από τους ανταγωνιστές της Βενετίας Οθωμανούς.
Η φυγάδευση του δολοφόνου του αδελφού του
Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου από διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Στην προσπάθεια όμως να διαφύγει ο (αγνώστου ονόματος) δολοφόνός του Κωνσταντίνου αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ερωτήθη από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος της Μονής, γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρέπετο να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχώρησης και υψηλής εφαρμογής της Χριστιανικής αγάπης. Σημειώνεται ότι τα παραπάνω στηρίζονται αποκλειστικά στην προφορική παράδοση του νησιού, καθώς απουσιάζουν τα τεκμήρια από το Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου (δεν εντοπίστηκαν, παρόλες τις σχετικές προσπάθειες, ακόμα και πριν την καταστροφή του στην σεισμόπυρκαγιά του 1953).
Το τέλος της ζωής του και το άφθαρτο σκήνωμα
Ο ναός του αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο. Ο σπουδαίος Άγιος Διονύσιος κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι της Θεοτόκου της Αναφωνήτριας. Πολύς κόσμος τον επισκέπτετο για να λάβει συμβουλές αλλά και να εξομολογηθεί. Τελικά πέθανε σε ηλικία 75 ετών, στις 17 Δεκεμβρίου του 1622, με τελευταία του επιθυμία να ταφεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Στροφάδων και συγκεκριμένα στο νησί Σταμφάνη, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας. Τρία έτη μετά εξετάφη και το λείψανό του στην ανακομιδή ευρέθη άφθαρτο. Μετά την Τουρκική επίθεση στα Στροφάδια τον δέκατο όγδοο αιώνα και την αποκοπή των χεριών του λειψάνου από τους επιτιθέμενους, το σώμα του Αγίου παρεδόθη όπου και παραμένει μέχρι και σήμερα, εκτιθέμενο στο ναό του αγίου στην Ζάκυνθο. Είναι ένα από τα τρία άφθορα λείψανα στο Ιόνιο, του Άγιου Σπυρίδωνα, του Άγιου Γεράσιμου και του Αγίου Διονυσίου.
Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703, αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.