Διονυσία Μενεγάτου: Ο Σπύρος και το σπυρί
Σπύρo μoυ, Σπυράκη μoυ δίνω τo σακάκι μoυ
να ‘χω την παρέα σoυ κι όλα τα ωραία σoυ.
Δροσερές και απόλυτα μυρωδάτες έφτασαν στα χέρια μου οι πρώτες τούτες βιολέτες προάγγελοι της γιορτής σου πατέρα. Μας πήρανε χαμπάρι, ο Στεφανούλης τσι συνάντησε στο Κυριακάτικο ξεπόρισμα.
Έρχονται πρώιμα τις Δεκεμβριανές μέρες να μας φωνάξουν ετοιμάστε το σπίτι γιορτάζει ο αφέντης του.
Βάρτε τα μεσάλια τα ολόλευκα,τα μποτσόνια με το υπέροχο βοστιλίδι,τα ομορφότερα ρακογιάλια που είναι τρυπομένα στη σερβάντα με τα αραχνο'ύ'φαντα πετσετάκια,γεμίστε τα με ροσόλια και σουμάδα.
Θέλω κουβαρδαλίκια σαν και μένα που φιλότιμα διαχέω την ευωδία μου γύρω σας,σαν τον αφέντη του Σπιτιού σας που γιορτάζει,
ήρθα να στολίσω το γιορτινό τραπέζι του.
Δροσερές και οι σκέψεις που κυμαίνονται γύρω μου, πρέπει να υμνήσω αυτή την πιο γιορτινή μέρα του αρχοντικού μας.
Ολόδροσες οι αναμνήσεις μου σπρώχνουν τη μολυβόπενα μου πάνω στην πλάκα.
Γι' αυτό φύτεψα στη δεξιά μάντα του ρεστέλου μου μια τούφα, άυλη κληρονομιά από τα πάτρια εδάφη. Στην αριστερά μάντα έβαλα τον απήγανο για να διώχνει την αρνητική ενέργεια του σπιτιού,τους μη επιθυμητούς,τους ανεπιθύμητους, αυτούς που δεν είναι ευπρόσδεκτοι στο σπιτικό.Σε εξορκίσω με τον απήγανο λέγανε. Βαριά και δυσάρεστη η μυρουδιά του,ξόρκι και φυλαχτό συνάμα.
Στο ίδιο τετράγωνο με το δικό μας σπίτι ήταν η θειά Ρεβέκκα, ο δρόμος χώριζε σπίτι με μαγερειό. Αυτό το ξύλινο μαγερειό ομόρφυνε ξεξιά και αριστερά με υπέροχο λουλούδια. Ροζαμάπες ευωδιαστές, κρεμ δενδρώδες τριανταφυλλιές ,σπαθιά και τούτη τη μοναδική βιολέτα του 'Αι Σπυρίδωνα.
Όλα τούτα τα πήρε η εξέλιξη και την μπαράκα και τον λουλουδόκηπο μόνο στις δικές μου αναμνήσεις κρατάνε κλειδαμπαρομένες και κάπου - κάπου ανοίγω τα συρτάρια και σας τσι ποστάρω.
Μούδινε ένα μποκέ και μούλεγε:
Σπύρο, σπυρί τση λεμόνιας.
Άνθη τση νερατζίας,
Σπύρο εσύ μου μάρανες, τα φύλλα τση καρδίας.
Είχε τσου λόγους τση θα σας τσου μολογήσω εν ευθέτω χρόνω.
Απ' τ' άι Σπυρίδωνα σπυρί - σπυρί μεγαλώνει η μέρα. ΕΝΑ ΣΠΥΡΙ μεγαλώνει και η ζωή μας και σπυρί το σπυρί από το αντίπροχθες , στο προχθές, στο εχθές, στο σήμερα, θα προσδοκούμε το αύριο ,το μεθαύριο.
Μα και το σήμερα δεν θά 'ναι αύριο χθες...μέσα σε αυτή τη δίνη του χρόνου, φτάσαμε στο μάτι του κυκλώνα είμαστε ασφαλείς, έχουμε νηνεμία, κρατάμε μακριά τον τυφώνα.
Η μάνα με τσι φιλενάδες από τη γειτονιά έφτιαχνε τσι λιχουδιές.
Η Ασημάνθη με πάνλευκη μπροστέλα την κρέμα για την καρυδόπιτα με τα καρύδια από του Τσακαρισιάνου, ψυχή μου τι μεγαλεία ,τι αγνότητα ,τι θεία νοσταλγία.
Η Ροδόπη με τα ρόδινα μάγουλα , το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη άνοιγε αλέστα - αλέστα το φύλλο τση κρεατόπιτας από πρόβειο κρέας, εξάπαντως πάνω στο τραπεζομάντιλο.
Η Λέγκω με το μαντίλι περίτεχνα στην κόμη μαστόρισα στις ζημωτές με προζύμι τηγανίτες. Αχ! πόσο επιδέξια! έριχνε τσι ζυμαρένιες μπαλίτσες στον νταβά με το καυτό νιο λάδι και γέμιζε το σκαφίδι από τον κορμό του έλατου, που χωρούσε δώδεκα καρβέλια δύκιλα .Το σκαφίδι είχε φτιάξει ο παππούς Αλκιβιάδης προίκα στην θυγατέρα του.
Η Αντωνίτσα ήρεμη και μεθοδικά ήταν του ευπρεπισμού,γενικών καθηκόντων γιατί ήταν απόφοιτος της σχολής οικιακής οικονομίας.
Μια αδελφοσύνη διάχυτη στο μαγερειό με τραγούδι και χορό.
Ο πατέρας έπαιζε με τη φλογερά του
''ένα νερό κυρά Βαγγελιώ.(καλαματιανός)
Τη Ροδιώ...νάχα ένα μήλο νά'ριχνα στο πέρα παραθύρι να τσάκιζα το μαστραπά πούχε το καριοφίλι.
Τη βιολέτα μου ανθισμένη,βιολέτα μου ανοιχτή,
στον ίσκιο σου από κάτω ποιός θ' αποκοιμηθεί.
Βιολέτα μ’ ανθισμένη γέρν’ η κορφάδα σου
και ποιός θα τη γλεντίσει την εμορφάδα σου.(Μπάλος)
Εμείς τρισευτυχισμένα απουκάτου από την περγουλιά που διάβαινε ανενόχλητο το φεγγάρι και μας έλουζε μαγικά, γέμιζε κάθε πτυχή του είναι μας.
Όλα αυτά σε τούτη την αυλή γιατί είμαστε μάγκες, αγαπημένοι ,χαρούμενοι όλοι μαζί, το μαζί φταίει. Ο Κυριάκος ,ο Φώτης,Ο Λάκης, η Τζένη, η Αντωνελέλα, η Βιολέτα, η Φίφω, Ρικαίτη, η Κοκέτα,η Κλαίρη, η Λυμπιάδα,η Ξενούλα, ο Κωστής, η Ματίνα ...
Το λουκούλλειο γεύμα το προσμαίναμε με Ιώβειο υπομονή γιατί μας νίκαγε η σκριμίδα.
Στο τραπέζι με την εορταστική σαλάτα της επιχής από τον κήπο μας μάπα, το ζεστοφούρνι, το σαλαμάκι, μαζί με τα προαναφερθέντα εδέσματα...
Μας αφορούσε μόνο το σαλάμι αέρος ,το Λευκαδίτικο σαλάμι , αυτό καταβροχθίζαμε με τσαχπινιά.
Με την ιδιαίτερη ξεχωριστή γεύση του,η μαγεία του διάσημου Λευκαδίτικου σαλαμιού που ξεχώριζει,προσφέρει μοναδική γαργαλιστική εμπειρία στον ουρανίσκο μας,όλα τ' άλλα ήταν κουραφέξαλα ,αυτή τη γιορτινή μέρα για έναν ακόμη λόγο θέλαμε αυτή τη γευστική αμαρτία.
Είχαμε χορτάσει τη Νιόνια στη γειτονιά σε καθημερινή βάση να ξελαριγγιάζεται:
Κωστή το σαλαμάκι σου....Κωστή δεν έφαγες το σαλαμάκι σου....Κωστή ελά να φας το σαλαμάκι σου.... έλα να φας το αυγουλάκι σου,δε μας λυπήθηκες ποτές ότι το δικό μας σπίτι είχε τσι δικές του αρχές....
Σπύρο, σπυρί τση λεμόνιας,
ανθό τση νερατζιάς,
Σπυράκη εσύ μου τ' κάψες
τα φύλλα τση καρδιάς.
''Τα πάντα ρεί και μηδέποτε κατά τ' αυτό μένειν''.