Ο Εσπερινός της Κυράς του Κάμπου, της Υπαπαντής του Ληξουρίου (εικόνες)
Ο Εσπερινός της Κυράς του Κάμπου, της Υπαπαντής του Ληξουρίου
1-2-2023
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Η φύση στα Βαρειά, περιοχή στα βόρεια κοντινά μέρη του Ληξουρίου, ντυμένη είναι στο πράσινο του χόρτου με ανταύγειες πορτοκαλόασπρες από τα βιολετί μανουσάκια. «Μια Δόξα» τούτη η εικόνα της φύσης, έτσι έλεγαν οι παλιοί άνθρωποι για το ωραίο, όταν κάτι τόσο όμορφο μιλούσε στην ψυχή τους.
Με αυτή τη «Δόξα» στο μυαλό να την περιτριγυρίζει, η Γιάννα Αναστασίου Κολαΐτη, ήρθε ανώρως από την Αθήνα μαζί με τους δικούς της, για να ποστιάσουν το πανηγύρι τση Κυράς, της Υπαπαντής στα Βαρειά, ιδιωτική τους εκκλησία. Την παραμονή της εορτής, που η φύση ήταν όνειρο μέσα στη δροσιά της, πρωί βγήκε μαζί μ’ άλλες γειτόνισσες η Γιάννα και μάζεψαν τα μανουσάκια για την Κυρά του Κάμπου, την Υπαπαντή του Ληξουρίου, όπως οι περισσότεροι την αποκαλούμε και στόλισαν την εφέστια εικόνα. Η φύση έδωσε τη μοσχοβολιά στο κέντρο του ναού και οι πιστοί, που φέτος ήταν αρκετοί, ευλαβικά έκλιναν το γόνυ με το προσκυνηματικό σταυρό τους.
Μεγάλη ήμερα της Υπαπαντής, μέρα προφητική, μέρα σφράγισης για τον Χριστό, για την Παναγία, για τους ανθρώπους, για τον καθένα που μπορεί να νιώσει μια ουσία των ανώτερων θείων δυνάμεων.
Όλα τακτοποιημένα, παστρικά, κόσμος πολύς, κι όπως ο παπάς Χαράλαμπος Μαρκέτος κατά τις τρεισήμισι ήρθε, έπιασε τα κλωσσίδια και οι καμπάνες διαλάλησαν την ώρα του εσπερινού της Μεγάλης Εορτής. Έπειτα από λίγο, ήρθε και ο παπάς Γεράσιμος Σφαέλος, το δε ψαλτικό μέρος εναλλάσσονταν μελωδικά, από τους δυο χορούς των ιεροψαλτών. Στον ένα καλανάρχο ο πρωτοψάλτης Σπύρος Έρτσος και ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος και στον άλλον ο Σπύρος Θεοτοκάτος ο μαέστρος και ο Νικόλας Σαβράμης. Καθαρός στην ορθοφωνία ο κάθε ψαλμός, χωρίς ακρότητες και σκληρές και άγαρμπες οξυφωνίες. Και οι προφητείες της μεγάλης ημέρας διαβάστηκαν από τον Παναγιώτη Αγγελόπουλο, στρατιωτικός το επάγγελμα και ικανός στην ψαλτική, που με τη σκούρα σε χρώματα φωνή του, έδωσε έναν τόνο συναισθηματικής προσοχής. Πάλευα με το είναι μου, να σταθώ στο άκουσμα στοχαστικά, να νιώσω το πάτημα του λόγου των προφητειών, για να στερεώσει η ψυχή μου, την ενέργεια που έφτανε στα αυτιά μου. Πόσοι, μα πόσοι, δεν πάμε στους ναούς κατά συνήθεια, πόσοι από εμάς αφουγκραζόμαστε την ουσία του λόγου, εφόσον θέλουμε να λέμε πως είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Και η εορτή της Υπαπαντής, παρέχει τούτο τον προβληματισμό σ’ όλο της το ψαλτικό μέρος, με κείμενα προφητικά, με κείμενα εσώτερου καλού ψυχισμού και συναισθηματικού κόσμου, που αν με ανοιχτοσύνη τα προσέξεις αυτά τα λόγια, μας προκαλούν για μια αναθεώρηση, μια κριτική σκέψη πάνω στην καθημερινή βιωτή μας.
Κάπου - κάπου έβγαινα στην πόρτα να δω μήπως το σύννεφο ρίξει καμμιά κουρτίνα νερού, τίποτε… Η βροχή δεν ερχόταν και η παροιμία μου «ψιθύριζε»… «Καλοκαιριά τση Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας». Καθώς είχε ακουστεί το «Φως Ιλαρόν» και είχε προχωρήσει η ώρα, τα κεριά τρεμόπαιζαν στη φλόγα τους, και σκορπούσαν μια απαλή θαμπάδα, που τονίζονταν υπέροχα με τον αχνισμένο σύννεφο του θυμιατού. Τελείωσε και η ευλόγηση των άρτων και ο π. Χαράλαμπος Μαρκέτος έκανε το κήρυγμά του πάνω στην εσωτερική αξία της μεγάλης εορτής, της Υπαπαντής του Κυρίου. Στερεός ο λόγος του και με αναφορές σε παλιούς θεολόγους, κάλυψε την θρησκευτική εσωτερικότητα που δίνει η μεγάλη εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου σε σχέση με τη σημερινή ζωή. Διδακτικά τα λόγια του και ξεκάθαρα μέσα από τα νάματα της Ορθοδόξου Πίστης μας, που τούτα τα χρόνια όλοι μας είμαστε βυθισμένοι στην ηδονή, που όταν δεν έχει μέτρο γίνεται οδύνη…
Βγήκα να αποτυπώσω με τον φωτογραφικό μου φακό ότι μπορούσα, γιατί τα χρόνια που έρχονται θα ελαττώσουν οι λαογραφικές και θρησκευτικές σκηνές των πανηγυριών. Η λαογραφία και η ιστορία θα καλεστούν να θυμίζουν την ύπαρξη και να υποδείξουν δρόμους ταυτότητας.
Μέσα στο πλήθος που απολάμβανε τα γλυκάδια και τ’ άλλα κεράσματα, εντόπισα τον Παναγιώτη Αναστασίου Κολαΐτη αδελφό της Γιάννας, τον Μάκη Κ. Ευαγγελάτο που έκοβε τους άρτους και τους γείτονες της Υπαπαντής: την Ανεζίνα Βασιλάτου, τον Άγγελο Βλάχο- Καστανή, τη Ντουντούλα Μεσσάρη- Λαδά, τον Σπύρο Μαρούλη, την πιανίστα κα Κλαίρη…. Πιο κει έστεκε στοχαστικά ο φίλος Χρήστος Μποζές και αμέσως παίρνω στροφή, λέγοντάς του, «πιάσε και χτύπα τσι καμπάνες για να δηλωθεί η απόλυση του εσπερινού».
Χάρηκα τούτο το πανηγύρι, όπως και κάθε φορά το χαίρομαι, γιατί συνδυάζει όμορφα και ευλαβικά το θρησκευτικό παλμό με την ανοιχτή κοινωνικότητα, που διάχυτη και με χαμόγελο διαγράφεται στα πρόσωπα των πιστών. Με άλλα λόγια οι Ληξουριώτες θεωρούμε το ναό της Υπαπαντή στα Βαρειά δικό μας μέρος, δική μας γνώριμη περιοχή. Μια περιοχή που βρίσκεις μέσα από το θείο της πίστης την επικοινωνία και την αγάπη, γνήσια και ειλικρινά. Τα μέλη της οικογενείας Αναστασίου Κολαΐτη, σημερινοί κτήτορες του ναού, συνεχίζουν επάξια αυτή την αγάπη, την προσφορά, με εξαιρετική κληρονομιά που τους άφησε ο μακαρίτης Αναστάσιος, και που επιπλέον τόσο πολύ κόπιασε να ξαναφτιάξει το ναό από τη φθορά του χρόνου και τη μανία των σεισμών.