Το πεταλωτήριο του Μαρτίνα! Σπύρος, Μπάμπης και Λέανδρος Σοφιανοί, οι πεταλωτές του Ληξουρίου
- Το πεταλωτήριο του Μαρτίνα -
Σπύρος, Μπάμπης και Λέανδρος Σοφιανοί,(Μαρτίνα)
οι πεταλωτές του Ληξουρίου
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Ένα από τα ξεχασμένα σήμερα επαγγέλματα των περασμένων χρόνων είναι κι αυτό του πεταλωτή ή του καλιγά ή του καλιγωτή ή ακόμη και του αλμπάνη όπως το λένε σε πολλά μέρη. Στο νησί μας δεν είχαμε πολλούς πεταλωτές.
Στις αρχές του 1900 στο Ληξούρι τη δουλειά του πεταλωτή την κρατούσαν κάποιοι Ηπειρώτες, που είχαν εγκατασταθεί σ’ ένα οίκημα κοντά στο Ποτάμι.
Γύρω στα 1930 ήταν πεταλωτής στο Ληξούρι ο Γεράσιμος Κονταρίνης, τύπος εργατικός, καλός πεταλωτής και πολύ βολικός ως προς την πληρωμή της εργασίας του. Μάλιστα, στο τύπο της εποχής («Εληά», 1-11-1930, αρ. φυλ 442, σελ 4), διαφημιστικά και σατιρικά υπάρχει έμμετρο γι’ αυτόν με τον τίτλο «ΧΑΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΦΘΗΝΙΑ».
«Εκειό –Πίσω στο Ληξούρι
Κονταρίνης ο Μεμάς
τάλογα τα πεταλώνει
με πολύ φθηνάς τιμάς!
Μ’ είκοσι πέντε μόνον φράγκα
και τα τέσσερα τα βάνει,
κι αν κανείς δεν τον πληρώνει
ούτε μια μιλιά δεν βγάνει.
Για πετάλωμα τα κτήνη
πηγαίνετε στου Κονταρίνη.»
Τις τελευταίες δεκαετίες τα ηνία αυτού του επαγγέλματος στο Ληξούρι και στο υπόλοιπο νησί κράτησαν οι αδελφοί Σοφιανοί, που τους αποκαλούσαν, «Μαρτίνα». Λέγαμε ή ακούγαμε από τους παλαιότερους, «πάμε στου Μαρτίνα για τα πεταλώσουμε τα ζωντανά μας ».
Το πετάλωμα ή αλλιώς καλίγωμα των αλόγων, μουλαριών και των γαϊδουριών ήταν απαραίτητο για να διατηρούν τα ζώα την ευστάθειά τους κατά τις μεταφορές, δηλαδή για να μη γλιστράνε. Οι περισσότεροι πεταλωτές ήταν αυτοδίδακτοι.
Πίσω από το Δημαρχείο του Ληξουρίου, υπήρχε ο μεγάλος στάβλος- πεταλωτήριο των αδελφών Σοφιανού, Μπάμπη, Σπύρου και Λέανδρου. Ο Λέανδρος παρόλο που ήξερε κι αυτός από πετάλωμα αναμείχτηκε με την κτηνιατρική, μια και δούλευσε στο Κτηνιατρείο Ληξουρίου. Μάλιστα, απόκτησε ικανή πείρα και τόν συμβουλεύονταν πολλοί για την υγεία των ζωντανών τους.
Το μεγαλύτερο μέρος του πεταλωτηρίου ήταν σκεπασμένο με λαμαρίνες, στα νότια ήταν η αποθήκη με τα εργαλεία και άλλα πράγματα και λίγο πιο κει το καμίνι, απαραίτητο για να διορθώνουν τα πέταλα.
Οι αδελφοί Σοφιανοί συνέχισαν την εργασία του πατέρα τους, Νικόλαου, καταγόμενου από τη Μικρά Ασία, ναυτικού με δικά του καΐκια, οποίος ερχόμενος στο νησί μας, παντρεύτηκε και έμεινε μόνιμα στο Ληξούρι εργαζόμενος ως πεταλωτής, μια και ήξερε από αυτήν την τέχνη.(Πληροφορίες από συνέντευξη από τον Σπύρο Σοφιανό 2006). Για πολλά χρόνια είχε και αργότερα είχαν και τα παιδιά του, το μόνο πεταλωτήριο στο νησί μας. Έρχονταν πολλοί από όλο το νησί με τα ζωντανά τους για να τα πεταλώσουν ή να διορθώσουν κάτι στα «μεταλλικά παπούτσια» των ζώων.
Οι τοίχοι στο πεταλωτήριο είχαν κάποια κουλούρια σιδερένια ή πιαστήρια όπου έδεναν το ζώο κατά τη διάρκεια του πεταλώματος, για να μπορεί πιο άνετα ο πεταλωτής να κάνει τη δουλειά του. Αν το άλογο ήταν πολύ ζωηρό και υπήρχε κίνδυνος να κλωτσήσει κατά το πετάλωμα, ο Σπύρος ή ο Μπάμπης Σοφιανός του έδεναν τη μουσούδα με τη «γιαβασιά», το πονούσαν λίγο μέχρι αυτό να υποταχτεί και να ηρεμήσει.
Έπειτα ένας από τα αδέλφια, έπαιρνε μια τανάλια ή τανάγρα κι έβγαζε από τις οπλές του ζώου τα παλιά καρφιά και τα πέταλα που ήταν μισοφαγωμένα. Η διαδικασία γινόταν από τα μπροστινά πόδια και έπειτα τα πίσω. Αφού ελευθέρωναν τις οπλές από τα φθαρμένα πέταλα, έπαιρναν το σαντράνι, ένα εργαλείο με μακριά λαβή που στο κάτω μέρος είχε την κόψη, για να κόβει τα νύχια κι έτσι έκοβαν το περισσό κομμάτι από τα νύχια του ζώου. Έπαιρναν μετά τη ράσπα ή αρνάρι και τακτοποιούσαν (τρόχιζαν) το νύχι, ώστε να είναι έτοιμο για να εφαρμόσει καλά το πέταλο. Δηλαδή, έκοβαν το περιττό νύχι που είχε μεγαλώσει και με τα κατάλληλα εργαλεία έφερναν την οπλή στο φυσικό της μέγεθος. Όταν ήταν έτοιμη η οπλή του αλόγου, έπαιρναν διάφορα μεγέθη πετάλων και τα δοκίμαζαν για να βρουν τα κατάλληλα για το συγκεκριμένο ζώο. Εάν το πέταλο είχε κάποιο στράβωμα ή ήθελε κάποια διόρθωση το πήγαιναν στο καμίνι για ζέσταμα και στο αμόνι για χτύπημα, «ώστε να το φέρουν στα ίσια του» για να εφαρμόσει καλά στο κάτω μέρος της οπλής.
Ακολουθούσε το κάρφωμα με πολλή μαεστρία. Έπειτα λύγιζαν τις μύτες των καρφιών, τις λεγόμενες λόθρες. Για να γίνει το κάρφωμα έπρεπε το πέταλο να εφαρμόζει καλά στην οπλή, να μην υπάρχουν κενά μεταξύ πέταλου και νυχιού, για να μην εξέχει, και να πληγώνει το ζώο κατά την περπατησιά του. Τα καρφιά τα χτυπούσαν με το καλιγωσφύρι που στο πίσω μέρος του είχε μια γκριθωτή επιφάνεια για να μη γλιστρούν, και πρόσεχαν να τα μπήζουν εκεί στο ξερό κρέας ώστε να μην πληγωθεί το ζώο. Μετά και το κάρφωμα έπαιρναν και πάλι τη ράσπα και λιμάριζαν τα καρφιά μαζί με το νύχι. Εάν τα καρφιά πλήγωναν το ζώο, έπρεπε να ξαναγίνει από την αρχή το πετάλωμα αφού πρώτα έπρεπε να θεραπεύσουν το πόδι του ζώου με ειδικό απολυμαντικό υγρό (κρεολίνη) για να μη μολυνθεί. Πολλές φορές έπαιρνε κάποιος από του αδελφούς πεταλωτές μπογιά και το έβαφε.
Το βασικότερο ήταν να μην πληγώσουν το ζωντανό, να χρησιμοποιήσουν τα σωστά καρφιά σε μέγεθος και να μην αφήσουν τις μύτες των καρφιών αγύριστες, γιατί υπήρχε κίνδυνος να φύγουν και να προξενήσουν πρόβλημα στο ζώο.
Η διαδικασία αυτή γινόταν για κάθε πόδι και φυσικό ήταν να παίρνει χρόνο. Για το λόγο αυτό πολλοί χωρικοί έκλειναν ραντεβού, άφηναν το άλογό τους στο πεταλωτήριο και μέχρι να το πεταλώσει κάποιος από τους αδελφούς Μαρτίνα, κατέβαιναν στην αγορά του Ληξουριού για να κάνουν τα ψώνια τους. Ως συνήθως, το πετάλωμα γινόταν κάθε έξη περίπου μήνες. Κοντά στους αδελφούς Σοφιανούς μαθήτευσαν και άλλοι που για λίγο διάστημα πετάλωναν άλογα και μουλάρια. Ένας από αυτούς ήταν ο Σπύρος Μοσχονάς – Κατσιμπάρης ή Αγριόσπυρος όπως τον έλεγαν.
Βέβαια, η τέχνη του πεταλώματος είναι δύσκολη, υπεύθυνη, απαιτεί δε να γνωρίζει καλά ο πεταλωτής την ποικιλία των διαφορετικών πετάλων που πρέπει να χρησιμοποιήσει και η οποία εξαρτάται από τη φύση του ζώου, τις δουλειές για τις οποίες χρησιμοποιείται καθώς και για τους χώρους εργασίας που το απασχολούν.
Δηλαδή, άλλα πέταλα για την άσφαλτο, άλλα για το χιόνι, άλλα για τα μεγάλα βάρη και άλλα εάν το ζώο από τη φύση του στραβοπατά ή γέρνει το σώμα του ή σμίγει προς το κέντρο τα πόδια και τα χτυπά μεταξύ τους. Για κάθε περίπτωση υπάρχουν διαφορετικά πέταλα όπως: πέταλο για άλογο ελάσεως (με μεγάλη οπλή), πέταλο παθολογικό, πέταλο για αγκύλωση, πέταλο για πάγο, πέταλο για άσφαλτο, πέταλο ορεινό και άλλα
Σήμερα δεν υπάρχουν πεταλωτήρια στο νησί. Κάποιοι που διατηρούν ιππικούς συλλόγους έχουν μάθει και πεταλώνουν μόνοι τους τα ζωντανά τους. Πέρασαν οι εποχές που στο Ληξούρι και στην γύρω περιοχή, υπήρχαν πάμπολλοι καροτσιαραίοι, μεταφορείς, λογγοφόροι, περιπλανώμενοι μανάβηδες και αγρότες που είχαν άλογα και μουλάρια καθώς και γαϊδούρια για τις εργασίες τους. Χάθηκαν τα ζώα αυτά, χάθηκε και το πεταλωτήριο του Μαρτίνα. Αυτό έκλεισε και για έναν ακόμη λόγο, ότι οι αδελφοί Σοφιανοί είχαν γεράσει και συνταξιοδοτηθεί και δεν υπήρχε κανείς να συνεχίσει την ασχολία τους, μα πάνω από όλα τα ζωντανά ελαττώθηκαν από τις εργασίες μας και τη ζωή μας. Τα αντικαταστήσαμε με τα τρακτέρ, με τις φρέζες, με τα αγροτικά αυτοκίνητα…
Πάντως, το «Πεταλωτήριο του Μαρτίνα» όπως το λέγαμε στο Ληξούρι, σφράγισε μια εποχή, μια σελίδα στη λαογραφία της πόλης με πρωταγωνιστές, τον Σπύρο, τον Μπάμπη και τον Λέανδρο, και άφησε πίσω του αρκετά –τριμμένα- πέταλα που στέκουν σε περίοπτα σημεία των σπιτιών μας για να φέρνουν γούρι στη ζωή μας.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Kefalonitis Magazin»