Έφυγε από τη ζωή ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος: Η ζωή και το μεγάλο έργο του
ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ/EUROKINISSI
Ο κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος, ο οποίος είχε τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, γεννήθηκε στον Πειραιά και είχε καταγωγή από την Κεφαλονιά και συγκεκριμένα από την Άσσο, την γενέτειρα του παππού του
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, όπως έγινε γνωστό σήμερα το πρωί (25.01.25), έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία του στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου είχε μεταφερθεί εσπευσμένα από τα Τίρανα, δίνοντας μεγάλη μάχη.
Η υγεία του Αρχιεπισκόπου Αναστάσιου παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση χθες, καθώς παρουσίασε πολυοργανική ανεπάρκεια.
Νοσηλευόταν διασωληνωμένος στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας μετά τη χειρουργική επέμβαση που έκανε το απόγευμα της 10ης Ιανουαρίου για την αντιμετώπιση αιμορραγίας από το κατώτερο πεπτικό σύστημα.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος από τις 30 Δεκεμβρίου είχε εισαχθεί σε νοσοκομείο των Τιράνων, καθώς είχε ασθενήσει από εποχική γρίπη, αλλά κρίθηκε απαραίτητο να διακομιστεί στην Αθήνα και συγκεκριμένα στον «Ευαγγελισμό».
Στον Ευαγγελισμό είχε μεταφερθεί, με αεροδιακομιδή, στις 3 Ιανουαρίου.
Η κατάσταση της υγείας του ήταν επιβαρυμένη και λόγω του ιατρικού ιστορικού του, αλλά και λόγω της ηλικίας του.
Ποιος ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος
Ο κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος, ο οποίος είχε τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, γεννήθηκε στον Πειραιά στις 4 Νοεμβρίου 1929.
Εκτός από ιεράρχης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της γειτονικής χώρας ήταν θεολόγος, συγγραφέας και πρώην καθηγητής πανεπιστημίου.
Ήταν επίσης, ένας από τους προέδρους της κεντρικής επιτροπής του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών και επίτιμος πρόεδρος της Παγκόσμιας Διάσκεψης Θρησκευμάτων για την Ειρήνη.
Είχε διατελέσει τιτουλάριος επίσκοπος και μητροπολίτης Ανδρούσης και Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του
Γεννήθηκε το 1929 στον Πειραιά και αποφοίτησε από το Β’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών.
Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων μαθημάτων του, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου όπου και έλαβε το πτυχίο του το 1952.
Παράλληλα με τις θεολογικές του σπουδές αναμείχθηκε με οργανώσεις ορθόδοξης νεολαίας.
Το 1959 ίδρυσε και διεύθυνε το πρώτο ιεραποστολικό περιοδικό στην Ελλάδα με τίτλο Πορευθέντες, και τρία χρόνια αργότερα το ομότιτλο «Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο», από το οποίο ξεκίνησε η ελληνόφωνη ιεραποστολική αφύπνιση κατά τον 20ό αιώνα.
Το 1960 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος ενώ το 1964 χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης.
Παράλληλα ξεκίνησε ιεραποστολικές εξορμήσεις στην Αφρική και κυρίως στην Ουγκάντα. Εκεί έμαθε τις τοπικές διαλέκτους, αναγκάστηκε, όμως, να αποχωρήσει όταν προσβλήθηκε από ελονοσία.
Στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Φιλοσοφικές Σχολές του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και του Μαρβούργου στη Γερμανία (1965 – 1969) ως υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος Alexander von Humboldt, στη θρησκειολογία, την εθνολογία και την ιεραποστολική. Ακόμη, κατείχε εντολή διδασκαλίας του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Μαρβούργου (1966 – ’69).
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα οργάνωσε και διεύθυνε το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες», καθώς επίσης και το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αθήνα (1971 – 1975).
Η προσφορά του αναγνωρίστηκε σύντομα με τη χειροτονία του σε επίσκοπο Ανδρούσης το 1972. Τον ίδιο χρόνο ορίστηκε έκτακτος καθηγητής Ιστορίας των Θρησκευμάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Διευθυντής του Τομέα Θρησκειολογίας και Κοινωνιολογίας (1983 – 1986), από το 1976 τακτικός καθηγητής και κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1983 έως το 1987.
Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στο Πανεπιστήμιο, υπήρξε ακόμη Αντιπρόεδρος της Εφορείας Πανεπιστημιακής Λέσχης (1978 – ’79 και 1983 – ’86), πρόεδρος της «Επιτροπής Συμπαραστάσεως Κυπριακού Αγώνος» του Πανεπιστημίου Αθηνών (1975 – ’84), μέλος της Επιτροπής Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών (1986 – ’90) και του ΔΣ του Kέντρου Μεσογειακών και Αραβικών Σπουδών (1978 – ’82). Αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1997 όταν και ονομάστηκε ομότιμος καθηγητής.
Έγινε επίσης γενικός διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και ίδρυσε το ιεραποστολικό περιοδικό «Πάντα τα Έθνη», το οποίο διεύθυνε από το 1981 έως το 1991.
Παράλληλα ανέπτυξε και επιστημονική δραστηριότητα. Το 1981, μετά την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του, αναχώρησε και πάλι για την Αφρική, αυτή τη φορά ως Μητροπολίτης Ανατολικής Αφρικής. Η δικαιοδοσία του εκεί περιελάμβανε την Κένυα, την Ουγκάντα και την Τανζανία, όπου πραγματοποίησε τεράστιο έργο αναφορικά με τη λειτουργία της εκεί Εκκλησίας. Μετά από 10 χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα.
Η πράξη αντίστασης στο Πολυτεχνείο το ’73
Ως Ιεροκήρυκας εργάστηκε στην πνευματική εργασία μεταξύ των νέων, κυρίως των φοιτητών.
Ήταν υπεύθυνος βιβλικών μελετών και φροντιστηρίων εκκλησιαστικών στελεχών· αρχηγός νεανικών και φοιτητικών κατασκηνώσεων και ιεραποστολικών προσπαθειών σε ακριτικές περιοχές (1954 – ’60). Ίδρυσε το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Kέντρο «Πορευθέντες» (1961), το οποίο διήυθυνε έως το τέλος της ζωής του.
Με εντολή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, συνέγραψε τα Βοηθήματα για τους διδάσκοντες στα Mέσα Κατηχητικά Σχολεία της Εκκλησίας της Ελλάδος (1960 – ’62). Το 1964 πραγματοποίησε Ιεραποστολική προσπάθεια στην Ανατολική Αφρική ενώ κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία εξυπηρέτησε ιερατικώς τους εκεί Έλληνες εργάτες και φοιτητές.
Τον Νοέμβριο του 1972 εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος Επίσκοπος υπό τον τίτλο της Πάλαι Ποτέ Διαλαμψάσης Επισκοπής Ανδρούσης, για την πλήρωση επισκοπικής θέσης του Γενικού Διευθυντού της «Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Από τη θέση αυτή προώθησε διάφορα θεολογικά, εκπαιδευτικά, οικοδομικά και εκδοτικά προγράμματα της Εκκλησίας.
Τον Φεβρουάριο του 1973 είχε μεταβεί στην κατειλημμένη από φοιτητές που διαμαρτύρονταν εναντίον της δικτατορίας Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών μεταφέροντας τρόφιμα και για να εμψυχώσει τους έγκλειστους. Λίγους μήνες αργότερα έκανε διαμαρτυρία στην ΕΣΑ για τις συνθήκες κράτησης.
Ιδιαίτερα ανέπτυξε τον τομέα εξωτερικής ιεραποστολής με τη συνεχή συμπαράσταση στα ιεραποστολικά κλιμάκια Κορέας, Ινδίας, Αφρικής, και με την οργάνωση της Εβδομάδας Εξωτερικής Ιεραποστολής. Παραιτήθηκε όταν εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Τιράνων στις 24 Ιουνίου 1992.
Διετέλεσε εντεταλμένος Σύμβουλος του ΔΣ Ανωτέρας Σχολής Κοινωνικής Εργασίας-Διακονισσών (1977 – ’84), μέλος του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος (1977 – ’85), του Υπηρεσιακού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (1977 – ’82), του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Λέσχης Υγείας, του ΔΣ της Επιτροπής για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου (1985 – ’91), της Επιτροπής Υποτροφιών Ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης» (1978 – ’94). Ακόμη, Ήταν εταίρος της εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (1994) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης» (1994 – 2005).
Ανατολική Αφρική
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είχε σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη αναγέννηση της Εξωτερικής Ιεραποστολής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στη δεκαετία 1981 – 1991, ως Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως – Ανατολικής Αφρικής (Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία), ίδρυσε και οργάνωσε την Πατριαρχική Σχολή «Αρχιεπίσκοπος Kύπρου Μακάριος», την οποία διηύθυνε επί δεκαετία.
Χειροτόνησε 62 Αφρικανούς κληρικούς και χειροθέτησε 42 αναγνώστες – κατηχητές προερχομένους από 8 αφρικανικές φυλές, συγχρόνως προώθησε τις μεταφράσεις της Θείας Λειτουργίας σε 4 αφρικανικές γλώσσες.
Μερίμνησε για τη σταθεροποίηση 150 περίπου ορθοδόξων ενοριών και πυρήνων και την ανέγερση δεκάδων ναών, ανήγειρε 7 ιεραποστολικούς σταθμούς, φρόντισε για τη δημιουργία σχολείων και ιατρικών σταθμών.
Η Αλβανία και η υποψηφιότητα για Νόμπελ
Αρχικά υπήρξε Πατριαρχικός Έξαρχος εν Αλβανία (Ιανουάριος 1991 – Ιούνιος 1992) και στη συνέχεια Τιτουλάριος Μητροπολίτης Ανδρούσης (Aύγουστος 1991 – Ιούνιος 1992). Από τις 24 Ιουνίου 1992 έως την εκδημία του ήταν Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας.
Το εκκλησιαστικό έργο του Αναστασίου κορυφώθηκε με την αποστολή που του ανέθεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την εκ των ερειπίων αναστήλωση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, η οποία είχε καταρρεύσει ύστερα από τον επί 46 έτη διωγμό του μοναδικού «αθεϊστικού κράτους» της υφηλίου.
Τα τελευταία χρόνια, ο Αναστάσιος, επιχείρησε να ανασυγκροτήσει την Εκκλησία της Αλβανίας.
Ως αποτέλεσμα του έργου του συγκροτήθηκαν πάνω από 400 ενορίες, ενώ ίδρυσε τη Θεολογική – Ιερατική Σχολή (Ακαδημία) «Ανάστασις» στο Δυρράχιο (1992), το Εκκλησιαστικό Λύκειο «Tίμιος Σταυρός» στο Αργυρόκαστρο (1998) και στο Σουκθ – Δυρράχιο (2007), τα οποία σήμερα λειτουργούν σε ιδιόκτητα συγκροτήματα, και 50 Κέντρα Νεολαίας σε διάφορες πόλεις.
Mόρφωσε και χειροτόνησε 145 νέους κληρικούς, ενώ φρόντισε για την έκδοση λειτουργικών και άλλων θρησκευτικών βιβλίων. Συνέστησε Τεχνική Υπηρεσία στην Εκκλησία της Αλβανίας και μερίμνησε για την ανοικοδόμηση 150 νέων ναών, την αναστήλωση 70 μοναστηριών και εκκλησιών – πολιτιστικών μνημείων και την επισκευή 160 ναών και 45 εκκλησιαστικών κτιρίων (Αρχιεπισκοπή, Μητροπόλεις, σχολεία, κλινικές, ξενώνες, κατασκηνώσεις νεολαίας, κ.α.), στο σύνολο 425 κτίρια. Θεμελίωσε το πρώτο γυναικείο μοναστήρι (Σκήτη των Αγίων Μυροφόρων), στο οποίο ασκητεύει από το 2011 μία μοναχή.
Ανέπτυξε τη φιλανθρωπική μέριμνα της Εκκλησίας, με διανομή εκατοντάδων τόνων τροφίμων, ιματισμού, φαρμάκων. Ίδρυσε την πρώτη ορθόδοξη αλβανική εφημερίδα (Ngjallja), το παιδικό περιοδικό Gëzohu (Χαίρε), το νεανικό περιοδικό Kambanat (Καμπάνες), την επιστημονική επιθεώρηση Kërkim (Αναζήτηση), το δελτίο «News from Orthodoxy in Albania», και Ραδιοφωνικό σταθμό.
Μερίμνησε για τη δημιουργία Εργαστηρίων της Εκκλησίας (τυπογραφείο, κηροπλαστείο, ξυλουργείο, εργαστήρια αγιογραφίας και αποκαταστάσεως εικόνων) και πραγματοποίησε αγώνες για τη διεκδίκηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Παράλληλα με την ανασύσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανέπτυξε προγράμματα στους τομείς εκπαιδεύσεως, υγείας, κοινωνικής προνοίας, αγροτικής αναπτύξεως, πολιτισμού και οικολογίας. Στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου (1999) οργάνωσε ανθρωπιστικό πρόγραμμα με το οποίο βοήθησε 33.000 περίπου πρόσφυγες σε διάφορα μέρη της Αλβανίας.
Συνέδεσε την Εκκλησία της Αλβανίας με διεθνείς Εκκλησιαστικούς Οργανισμούς. Κατά την ένταση μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας συνέβαλε στην εκτόνωσή της και στην προσέγγιση των δύο χωρών.
newsit.gr