Αμαλία Αρσένη: “Ο αυθεντικός άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι καλός”
Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Έχουν περάσει σχεδόν οκτώ χρόνια από τότε που προσωρινά διέκοψε τη φοίτησή της στο Smith College -με την άδεια και συγκατάθεση των καθηγητών της- για να κάνει την πρώτη της θεατρική εμφάνιση στην πατρίδα της και να την απολαύσουμε οι Έλληνες θεατές.
Είχε υποδυθεί ένα 14χρονο κορίτσι που πάσχει από νοητική υστέρηση στην παράσταση του έργου “Στάλερχοφ” του Φραντς Ξάβερ Κρετς σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Η ερμηνεία αυτή έχει μείνει αξέχαστη σε όσους την παρακολούθησαν τότε.
Η Αμαλία Αρσένη στο ρόλο αυτό δεν χρησιμοποιούσε τη γλώσσα σαν βασικό εργαλείο επικοινωνίας. Ήταν μια ύπαρξη εσωστρεφής. Όπως όλα τα πλάσματα που είναι σαν την Μπέπι, την ηρωίδα που υποδυόταν, πάντα κάτι σκέφτονται και εκφράζονται συνεχώς. Όχι όμως συνειδητά, με λέξεις, αλλά ασυνείδητα, κυρίως με το σώμα τους. Υπεύθυνη γι’ αυτό σε μεγάλο βαθμό η κοινωνία, η οποία αφήνει τους ανθρώπους αβοήθητους, βυθισμένους στη σιωπή τους.
Η Αμαλία σπούδασε θέατρο και κινηματογράφο στο Smith College της Μασαχουσέτης και στο London Academy of Music & Royal Academy of Dramatic Art της Μεγάλης Βρετανίας. Συνεχίζει με συνέπεια τη μακρά παράδοση της οικογένειάς της, αφού οι γονείς της μητέρας της Λούκας Κατσέλη, Πέλος και Αλέκα Κατσέλη, ήταν σπουδαίοι καλλιτέχνες του θεάτρου, καθώς και η θεία της και αδελφή του πατέρα της, Γεράσιμου, ήταν η σημαντική μας ηθοποιός Κίττυ Αρσένη. Θεία της βέβαια είναι και η ηθοποιός Νόρα Κατσέλη. Στοιχεία που, λίγο-πολύ, είναι γνωστά.
Κάθε φορά που τη βλέπω, πραγματικά τη χαίρομαι και την καμαρώνω. Στα μάγουλα μια υπόνοια ροδαλού χρώματος, στα χείλη το πιο ζεστό χαμόγελο, στα μάτια της να καθρεφτίζεται η πιο δραστήρια ευφυΐα. Μια ύπαρξη που σου θυμίζει θερινή γαλήνη, τραγούδι τρυφερό, θαλασσινό τριφύλλι. Μια δέσποινα στην καρδιά των γνήσιων θεατρόφιλων.
Ταξιδιώτισσα, εξερευνήτρια, ένα κορίτσι που ανασαίνει και ευωδιάζει καλοκαίρι. Σε κάνει να νοσταλγείς παιδικές θερινές διακοπές, τον ήχο από τα τζιτζίκια, το “Θησαυρό της Βαγίας” της Ζωρζ Σαρή, φωτιές στην παραλία, γιασεμί, τη λυρική πειθώ στην ποίηση του Σολωμού.
Το 2018 εκστασιασμένοι, την είχαμε δει εκφραστική και πανέμορφη με τις μακριές ξανθές πλεξούδες της να αγωνίζεται για την ελευθερία και τον έρωτα μέχρι τελικής πτώσης στο «Ερωφίλη project», όπου η ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά του Θεόδωρου Οικονομίδη και οι εμπνευσμένες ερμηνείες της ίδιας, των Δανάης Λουκάκη, Βαγγέλη Σαλευρή και Κωνσταντίνου Τσιομίδη, καθώς και των μουσικών Αρετής Κοκκίνου και Δημήτρη Πρόκου, μετέτρεπαν το ποιητικό αριστούργημα του Χορτάτση σε μια σύγχρονη τραγωδία υψηλών προδιαγραφών.
Η Αμαλία έχει βρει τον δικό της τρόπο να συνδυάζει τον έρωτα για το θέατρο και την κοινωνική προσφορά. Φέτος δουλεύει τη διδακτορική διατριβή της στο Ελληνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών στο τμήμα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, που αφορά τις γυναίκες στη μεσοπολεμική πεζογραφία.
Επίσης ετοιμάζεται για την επανάληψη της παράστασης «170 τετραγωνικά» του Γιωργή Τσουρή σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη που θα παιχτεί για δεύτερη χρονιά στο θέατρο «Ιλίσια Βολανάκης». Μια εξαιρετική και παλλόμενη τοιχογραφία προσώπων και καταστάσεων, στην οποία παίζουν ακόμα οι Βάλια Παπακωνσταντίνου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Άννα Πατητή, Γιωργής Τσουρής. Μια παράσταση που σε πιάνει από το λαιμό και δεν σε αφήνει να την αφήσεις…
Αποδεσμευμένη από κάθε ιδιοτελή σκέψη, σκαιότητα, υπολογιστική μικρόψυχη διάθεση, βλέπει το θέατρο ως υψηλή ιδέα, ως αγαθό, ως ομορφιά που έχει νόημα μόνο όταν μέσα σ’ αυτήν κρύβεται η ομορφιά της ψυχής, η αγνότητα, η απλή και άδολη φύση του ανθρώπου.
Γι’ αυτή την αγάπη της μάς μιλά, αγέρωχη, φιλοσοφημένη και αναλυτική, η Αμαλία Αρσένη στη συνέντευξη που ακολουθεί, όπως και για την αγαπημένη της Κεφαλονιά, για τη γενιά της και την καλλιτεχνική της δημιουργικότητα, τα όνειρά της και τη σκυλίτσα της τη Νάλα -ένα πρώην αδέσποτο που, δείχνοντας τη φιλοζωική ευαισθησία της, υιοθέτησε από το Σωματείο Εθελοντών της Λάρισας.
Αμαλία, πώς νιώθεις για όσα έχεις καταφέρει μέχρι τώρα στο θέατρο;
* Θυμάμαι που η πρώτη συνέντευξη που έδωσα ήταν στο catisart και τώρα, καλούμαι να απαντήσω σε αυτήν την ερώτησή σας, πραγματικά σκέφτομαι τι κύκλους κάνει η ζωή… Αισθάνομαι τυχερή, ευλογημένη, δικαιωμένη και γεμάτη από ό,τι έχω κάνει. Θυμάμαι με ευγνωμοσύνη την κάθε μου δουλειά και κοιτάω μπροστά με αισιοδοξία για τα επόμενα. Σε κάθε περίπτωση ξέρω πως κάθε σταθμός ήταν ένα μάθημα εξέλιξης για μένα σε όλα τα επίπεδα, αυτό κρατάω και με αυτό πορεύομαι. Πάντα μαθαίνεις και βελτιώνεσαι!
Μπορείς να φανταστείς πώς θα ήταν η ζωή σου σήμερα αν δεν είχες επιλέξει το επάγγελμα του ηθοποιού;
* Δεν μπορώ να με φανταστώ χωρίς το μικρόβιο της υποκριτικής. Όσο με θυμάμαι το είχα σαν σαράκι. Είναι σαν να σκέφτομαι τον εαυτό μου δίχως κάποια αίσθηση. Φαντάζομαι αν δεν μπορούσα να γευτώ, θα γευόμουν με την όραση. Έτσι αν δεν είχα το θέατρο θα επέλεγα το αμέσως επόμενο αγαπημένο μου αντικείμενο την ακαδημαϊκή οδό και τη διδασκαλία. Ενδεχομένως να εστίαζα και περισσότερο στην οικογενειακή ζωή, επιλέγοντας κάτι αθόρυβο, στην επαρχία.
Υπάρχει τύχη ή είναι κρυμμένη γνώση;
* Υπάρχει τύχη και υπάρχει και κρυμμένη γνώση. Η τύχη εξισώνει το εφικτό με το ανέφικτο υπερβαίνοντάς τα, ενώ η κρυμμένη γνώση ανατρέπει το εφικτό με το ανέφικτο.
Ποιος από τους ρόλους που έχεις ερμηνεύσει μέχρι σήμερα είναι πιο κοντά στο δικό σου χαρακτήρα;
* Πιστεύω πως οι άνθρωποι μέσα μας έχουμε λίγο από όλα. Και θυμό, και θλίψη, και αυθορμητισμό, και παιδικότητα. Σημασία έχει η διαλεκτική ανάμεσα στο ρόλο και στον ηθοποιό, και εκεί έγκειται η γοητεία, στο συγκεκριμένο αλισβερίσι. Στο ότι ο ρόλος μου δίνει παίρνει από μένα και εγώ μαθαίνω και γνωρίζω τον εαυτό μου μέσα από το ρόλο. Η πραγματική απάντηση βέβαια σε λιγότερο φιλοσοφικό επίπεδο είναι πως στα «170 τετραγωνικά» του Γιωργή Τσουρή υποδύομαι ένα χαρακτήρα που βασίστηκε και γράφτηκε πάνω στη δική μου ιδιοσυγκρασία και σε προσωπικά μου βιώματα. Συνεπώς -αν και έχω πιο έντονη προσωπικότητα- θα έλεγα πως η Λίλλυ, ο ρόλος μου, είναι μια πίστη μου απεικόνιση.
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχεις αντιμετωπίσει μέχρι τώρα σε παράσταση;
* Ακριβώς αυτή, της προηγούμενης ερώτησης. Να αφεθώ και να παίξω σκηνικά τον πραγματικό μου εαυτό.
Το κοινό είναι παρτενέρ ή αντίπαλος;
* Αν κάνεις θέατρο για την αποδοχή τότε το κοινό είναι μόνιμος κριτής και ενδεχομένως αντίπαλος. Αν κάνεις θέατρο για τον απλό κόσμο που έρχεται να δει μια παράσταση, χωρίς να ξέρει όλη τη θεατρική σύγχρονη θεωρία απέξω τότε δεν μπορεί παρά να τον δεις σα φίλο. Προσπαθώ συνειδητά να σκέφτομαι πως το κοινό είναι ο καλύτερός μας φίλος – μας στηρίζει με την παρουσία του – και εμείς οφείλουμε να επιστρέψουμε τη φιλία με τη γνησιότητα της ερμηνείας μας και τη σκληρή μας δουλειά.
Πώς νιώθεις όταν αρχίζει η διαδικασία των προβών για μια νέα παράσταση;
* Σαν το παιδί την πρώτη μέρα στο σχολείο. Αγωνία, ενθουσιασμός, χαρά για τις νέες γνωριμίες…
Και ποια είναι τα συναισθήματά σου όταν μια παράσταση τελειώνει;
* Χαρμολύπη και απέραντη ευγνωμοσύνη, ανεξαρτήτου αποτελέσματος.
Το νεανικό κοινό τι ερεθίσματα έχει; Το απασχολεί η ποιότητα;
* Θεωρώ πως υπάρχει μια αναντιστοιχία στα ερεθίσματα και στις δυνατότητες ή μάλλον στη δυναμική του νεανικού κοινού. Τα ερεθίσματά του αντικειμενικά είναι το Instagram, οι τηλεοπτικές σειρές, τα reality και μια τεμαχισμένη, αναλώσιμη σε ένα κλικ πολιτιστική πραγματικότητα.
Όμως διακρίνω πως η γενιά μου αν και βυθισμένη στον μετανεωτερισμό με ό,τι αυτό συνεπάγεται έχει ευτυχώς πλήρη αίσθηση της ποιότητας, γνωρίζει ότι το Instagram και οι περσόνες του δεν είναι το ίδιο με τον Τσέχοφ, δεν εξυψώνουν τα ανόμοια, δεν είναι δηλαδή θύματα της απουσίας κριτικής σκέψης. Απλώς ακολουθούν την τάση γιατί η πρόσβαση είναι ευκολότερη προς αυτή την κατεύθυνση. Εντούτοις υπάρχει επίγνωση της κατάστασης και αυτό αυτομάτως κάνει τους νέους φιλικά προσκείμενους στην ποιότητα, καθώς αρχικά αναγνωρίζουν την απουσία της. Η πλειονότητα δεν την επιζητά επειδή η πραγματικότητα καθιστά την ευκολία πιο προσιτή, όχι επειδή συνειδητά και ολοκληρωτικά απορρίπτεται ο πολιτισμός.
Όταν ο νέος τού σήμερα έρθει σε επαφή με την ποιότητα -που για μένα ποιότητα βρίσκεται πρωτίστως στη δουλειά που δεν προσβάλλει και δεν χειραγωγεί- τότε την εκτιμά και την ψάχνει εκ νέου.
Γι’ αυτό θεωρώ πως είναι χρέος μας να δίνουμε στους νέους ερεθίσματα διαφορετικά από τα συνηθισμένα, και εκείνος θα το εκτιμήσει αν όχι την πρώτη φορά, αδιαμφισβήτητα σε βάθος χρόνου.
Τι θα ήθελες να πεις σε κάποιον που θέλει σήμερα να δώσει εξετάσεις σε δραματική σχολή και να σταδιοδρομήσει ως ηθοποιός;
* Αυτό που μου λέγανε και μένα όταν ξεκινούσα. Ακολούθησε το θέατρο μόνο αν εκεί σε πάει ο δρόμος της ψυχής σου και αν δεν μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου να κάνει τίποτα άλλο. Μην το κάνεις για την αναγνωρισιμότητα και τα χρήματα επειδή είμαστε όλοι αναλώσιμοι. Κάνε το επειδή αγαπάς τα κείμενα, τη διαδικασία της πρόβας, της πνευματικής αναζήτησης και της συνεργασίας. Επειδή θες να προσφέρεις στο κοινό μέσα από το βίωμά σου.
Και κάτι τελευταίο. Μη δεχτείς πότε να παίξεις απλήρωτος ή με πενιχρή αμοιβή. Ούτε για σένα ούτε για κανέναν από μας.
Η δουλειά του ηθοποιού είναι δύσκολη και απαιτητική. Λένε ότι οι δυσκολίες μας κάνουν πιο δυνατούς, μας κάνουν όμως και πιο καλούς ανθρώπους;
* Το πώς θα διαχειριστεί κάποιος τη δυσκολία είναι θέμα χαρακτήρα. Βλέπεις άλλους να γίνονται πιο απόμακροι, μοναχικοί, κυνικοί. Άλλοι κοιτούν μπροστά με χαμόγελο και με θετική διάθεση. Το θέμα είναι τι θεωρεί ο καθένας σκοπό της ζωής του. Αν κάποιος θέλει να αφήσει κάτι πίσω του, κάποιο στίγμα, οικογένεια, έργο πνευματικό ή και πρακτικό οφείλει να ανοίξει την επικοινωνία με τους άλλους και να μην πτοείται από τις δυσκολίες ακριβώς επειδή η ζωή συνεχίζεται και μετά από μας. Δηλαδή οι δυσκολίες φαίνονται τεράστιες στο εδώ και στο τώρα αλλά μακροπρόθεσμα δεν επηρεάζουν τίποτα σε “κοσμικό” επίπεδο. Απαντώ έτσι γιατί η πορεία προς την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας δεν είναι μια τελολογική διαδικασία, δεν λες “α σήμερα πέτυχα το στόχο μου, έγινα καλή”. Είναι μια επίπονη, συνεχής διαδικασία προς την αυτογνωσία για να γίνουμε τελικά αυθεντικοί άνθρωποι. Ο αυθεντικός άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι καλός.
Είναι υπαρκτό το άγχος της επιβίωσης για πολλούς καλλιτέχνες. Μπορεί αυτό να γίνει ανασταλτικός παράγοντας για την καλλιτεχνική δημιουργικότητα;
* Εννοείται και δυστυχώς δεν ξέρω κάποιον συνάδελφο που να μη σκέφτεται αυτόν τον παράγοντα πριν από κάθε καλλιτεχνικό εγχείρημα. Ανέκαθεν υπήρχε αβεβαιότητα αλλά πλέον και με την κρίση και με τον κορεσμό στον τομέα μας το άγχος της επιβίωσης το ζούμε καθημερινά. Δεν υπάρχει χειρότερο από το να βάλεις στο μυαλό ενός καλλιτέχνη αριθμούς και έξοδα. Το βρίσκω εγκληματικό. Η μόνη λύση θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, μεγαλύτερη και δικαιότερη κρατική βοήθεια. Και ιδιωτική γιατί όχι. Απλώς είναι πολύ δύσκολο να κοστολογήσεις το πνευματικό έργο και επειδή δεν περιγράφεται με όρους λογιστικούς, ο αποστασιοποιημένος παρατηρητής δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει να ενισχυθούν πρωτίστως οι τέχνες. Αυτό είναι βέβαια και ζήτημα παιδείας και κουλτούρας. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν αγκαλιάζει όπως πρέπει τις Τέχνες και έτσι μεγαλώνουν νέα παιδιά που δεν κατανοούν την επιτακτική ανάγκη της παρουσίας της τέχνης στην κοινωνία.
Έχεις διατηρήσει φιλίες από τη σχολή και τα φοιτητικά σου χρόνια;
* Έχω διατηρήσει φιλίες από την παιδική μου ηλικία, τη σχολή και γενικότερα από τη μέχρι τώρα πορεία μου. Οι φίλοι, όπως λένε, είναι η οικογένεια που επιλέγουμε και όταν αυτή η οικογένεια είναι διευρυμένη -όπως εμένα που οι φίλοι μου βρίσκονται σπαρμένοι σε όλες τις ηπείρους- νιώθεις με τη σειρά σου κομμάτι του κόσμου. Όλος ο κόσμος είναι μια αγκαλιά επειδή είναι ο φίλος μου εκεί.
Με ποιους χαρακτήρες ανθρώπων δυσκολεύεσαι να συνεργαστείς;
* Η κυκλοθυμία με ταράζει. Μου αρέσει η σταθερότητα στις σχέσεις και στις συνεργασίες. Θέλω να ξέρω πως ο Χ είναι έτσι και με κάποιες απόλυτα δικαιολογημένες ανθρώπινες αποκλίσεις θα παραμείνει έτσι. Το απρόβλεπτο δεν το προτιμώ.
Εκτός από ηθοποιός, ως θεατές γνωρίζουμε ότι παίζεις κι ένα μουσικό όργανο, το κανονάκι. Τι ρόλο έπαιξε η μουσική στη ζωή σου από την παιδική σου ηλικία;
* Η μουσική ήταν ανέκαθεν η διαφυγή μου και τρόπος εκτόνωσης. Δεν έπαιζα κάποιο μουσικό όργανο, λίγο πιάνο μόνο, αλλά μέσω της αγάπης μου για την παράδοση ξεκίνησα και το κανονάκι. Όπως και με το θέατρο ξεκίνησα για υπαρξιακούς λόγους την ενασχόλησή μου, έτσι και με τη μουσική. Πρώτα ήρθε η ανάγκη και μετά μετουσιώθηκε.
Ποια είναι η σχέση σου με την παράδοση;
* Με συγκινεί αφάνταστα η παράδοση, ο λαϊκός πολιτισμός, η Ιστορία. Τα τραγούδια της Μικρασίας, τα ρεμπέτικα, οι επτανησιακές καντάδες, τα δημοτικά τραγούδια. Τα κεντήματα και οι παραδοσιακές φορεσιές. Οι νησιωτικές αυλές. Όλα αυτά όμως τα θεωρώ προίκα μόνο για να κοιτάμε μπροστά, είναι οι ρίζες μας για να βγάλουμε νέα άνθη. Είναι η αίσθηση ασφαλείας που χρειάζεται ένα παιδί μεγαλώνοντας από τους γονείς, η παράδοση είναι οι γονείς μας και χρειαζόμαστε τις γερές βάσεις. Η νεότερη εποχή είναι μπροστά και αν και συγκρούεται με το παλιό ενίοτε, δεν παύει να μαθαίνει από αυτό, και να επιστρέφει για λίγο μόνο για να ξεκινήσει μπροστά ξανά και πάλι.
Τι τίτλο θα έβαζες στην οικογένειά σου;
* Κεφαλονιά.
Γνωρίζω πως τρέφεις μεγάλη αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα σου, την Κεφαλονιά. Αποτελεί έμπνευση για σένα;
* Είναι το ησυχαστήριό μου, ο τόπος που αγαπώ. Πολλές φορές τον ανακαλώ για να ηρεμήσω και να αισθανθώ αυτό που λένε στο κέντρο μου. Με εμπνέει ακριβώς επειδή είναι οικείος.
Η Αμαλία ποια είναι;
* Την ψάχνω κάθε μέρα, εναγωνίως.
Είσαι πάντα ένα χαμογελαστό κορίτσι. Τι μπορεί να σε κάνει να μελαγχολήσεις;
* Η απόρριψη με στεναχωρεί. Ίσως επειδή από μικρό παιδί είχα ιδιαίτερα βιώματα που με έκαναν να αναζητώ την αποδοχή. Έπειτα από βαθιά δουλειά με τον εαυτό μου κατάλαβα πως μου λείπει στην πραγματικότητα η αίσθηση της ζεστασιάς. Εντούτοις αυτήν την αίσθηση δεν θα μας τη δώσει ο άγνωστος ή γνωστός που συναναστρεφόμαστε παρά μόνο ελάχιστοι δικοί μας άνθρωποι. Σε αυτούς επιστρέφω κάθε φορά.
Η δουλειά μου με έχει βοηθήσει να δουλέψω πολύ αυτό το κομμάτι, να μην είμαι τόσο ευαίσθητη. Η κριτική είναι μέσα στη ζωή.
Τώρα το χαμόγελο που λέτε είναι συνήθως άμυνα, κοινωνικό ένδυμα και λιγότερο πηγαία ένδειξη χαράς. Για μένα στους ευτυχισμένους ανθρώπους δεν χαμογελούν απαραιτήτως τα χείλη, αλλά τα μάτια.
Τι σημαίνουν για σένα οι λέξεις «φόβος» και «θυμός»;
* Ο θυμός είναι παράγωγο του φόβου, της θλίψης, η παρουσία ενός τραύματος που δεν εκφράστηκε όταν έπρεπε. Φοβάμαι και θυμώνω αλλά προσπαθώ όσο μπορώ να εκλογικεύω τα συναισθήματά μου και ακόμα συχνότερα και σωστότερα να τα εκφράζω εγκαίρως εκεί που πρέπει.
Οι λέξεις «αγάπη» και «έρωτας»;
* Η αγάπη είναι η κινητήριος δύναμη του κόσμου μου. Αγαπάω δυνατά, με πίστη και απόλυτη γενναιοδωρία. Αγαπάω τελικά λίγους ανθρώπους -αλλά ολοκληρωτικά.
Ο έρωτας είναι μια ξαφνική, αναπάντεχη ώθηση που σε κάνει να βλέπεις τη ζωή σαν παραμύθι -ακόμα και όταν δεν είναι όλα τόσο ιδανικά. Ερωτεύομαι δίχως μέτρο και με πάθος και επειδή ο έρωτας τρέφεται από τα εγώ μας, στη ζωή μου έχω πιάσει τον εαυτό μου εκτός ορίων εξαιτίας του. Είναι σαν μαγικό φίλτρο που σε ανεβάζει στον ουρανό αλλά μετά ενίοτε σε γκρεμίζει στο χώμα. Γι’ αυτό προτιμώ την αγάπη γιατί είναι σταθερά και έχει διάρκεια. Από την άλλη δεν θυσιάζω καμία ανάμνηση και κανένα βίωμα εξαιτίας της φθοράς και της πτώσης της προσδοκίας. Ο έρωτας εξάλλου δημιουργεί την πιο όμορφη ποίηση και την αυθεντικότερη Τέχνη.
Οι λέξεις «συγγνώμη» και «συγχώρεση»;
* Η συγγνώμη εκφράζεται, η συγχώρεση πράττεται σιωπηλά και ουσιαστικά. Η συγγνώμη αφορά τον άλλον, ενώ η συγχώρεση την ίδια μας τη συνείδηση. Η συγχώρεση δεν είναι εύκολη υπόθεση γιατί δεν γίνεται πάντοτε αποδεκτή. Συνεπώς είναι προσωπική υπόθεση, μια εσωτερική λύτρωση.
Ποια είναι τα άμεσα καλλιτεχνικά σχέδιά σου; Πού θα σε δούμε την επόμενη περίοδο;
* Θα επαναληφθεί η παράστασή μας «170 τετραγωνικά» του Γιωργή Τσουρή σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη για δεύτερη χρονιά στο θέατρο «Ιλίσια Βολανάκης». Υπάρχουν και άλλα ωραία σχέδια για το δεύτερο μισό της σεζόν αλλά δεν είναι ανακοινώσιμα ακόμα.
Πώς θα ήθελες να είσαι σε δέκα χρόνια από τώρα;
* Δίχως απωθημένα. Με πολλά παιδιά. Με αυτόν που αγαπώ.
Ποιο βιβλίο έχεις πάρει μαζί σου στις διακοπές;
* Πολλά! 20-30! Διαβάζω για τη διδακτορική μου διατριβή και πρέπει να έχω τουλάχιστον τη μισή βιβλιοθήκη μου μαζί μου. Από τα “εξωσχολικά” μου τώρα διαβάζω το «Άκου Ανθρωπάκο» του Βίλχελμ Ράιχ.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σου στίχος;
* “Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί“. (Σ.σ.: Γιάννης Ρίτσος, “Η Σονάτα του Σεληνόφωτος”).
Ποια ευχή θα ήθελες να κάνεις;
* Να ακούμε περισσότερο, να μιλάμε λιγότερο. Να αγκαλιάζουμε δυνατά και να κοιτάμε τον συνάνθρωπο στα μάτια. Να ευχόμαστε το καλό για όλους, ανεξάρτητα αν μας πλήγωσαν ή αν εμείς δεν είμαστε μια μέρα στα καλά μας.
Να αγαπάμε περισσότερο, να κρίνουμε λιγότερο.
Πιάνεται για μία;
Πώς βλέπεις να συμπεριφέρεται ο Έλληνας στο δημόσιο χώρο, τη φύση και τα ζώα;
* Είμαστε διττοί ως λαός. Έχουμε από τη μια πολλές ικανότητες πνευματικές, μια ψυχή γεννημένη στο φως και στη θάλασσα, μια έμφυτη γενναιοδωρία. Από την άλλη ειδικά τώρα που οι καιροί είναι δύσκολοι, παρατηρώ μια αυξανόμενη αγένεια, μια υποτίμηση για κάθε τι διαφορετικό και αυτό είναι ο συνάνθρωπος, τα ζώα, η φύση. Το Εγώ διογκώνεται εις βάρος του Άλλου και αυτό σημαίνει πως ο άνθρωπος αισθάνεται πως απειλείται. Δεν θα πω πως συνολικά χαίρομαι με τη στάση μας αλλά δεν θα πω πως θεωρώ πως είναι μη αναστρέψιμη. Δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξη. Ρεαλιστικά και πρακτικά βέβαια αυτό απαιτεί μια σωστή παιδεία, καλλιέργεια από το σπίτι, αποδοχή και όχι αποκλεισμό από την ίδια την κοινωνία. Ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι καλός αν αισθανθεί πως ανήκει κάπου, πως τον αποδέχονται, πως δεν κινδυνεύει. Είναι ζήτημα κοινωνικό, πολιτικό και προσωπικό. Για μένα εξάλλου το προσωπικό είναι πολιτικό και το αντίστροφο.
Θα ήθελες να μας μιλήσεις για το κατοικίδιό σου;
* Η Νάλα είναι μια μικρή πρώην αδέσποτη σκυλίτσα που δυστυχώς, όπως και τόσα άλλα ζωάκια, βρέθηκε παρατημένη στα σκουπίδια. Την υιοθέτησα από το Σωματείο Εθελοντών της Λάρισας και αισθάνομαι πως πλέον έχω ένα παιδί και όχι απλώς ένα σκύλο. Μου μαθαίνει πολλά με τον τρόπο της κυρίως με την αυθεντική έκφραση της αγάπης και την αθωότητα των αντιδράσεων και των συναισθημάτων της. Μακάρι να ήμασταν έτσι και εμείς! Θα ήταν όλα πιο εύκολα!
- Οι φωτογραφίες είναι της Δανάης Κοτσάκη