Μελέτη: Όσο ανεβαίνει το εισόδημα, τόσο μειώνεται ο πληθωρισμός
Ο πληθωρισμός δεν είναι ίδιος για όλους. Είναι υψηλότερος για τα φτωχότερα νοικοκυριά και χαμηλότερος για τα πλουσιότερα.
Ο πληθωρισμός δεν είναι ίδιος για όλους. Είναι υψηλότερος για τα φτωχότερα νοικοκυριά και χαμηλότερος για τα πλουσιότερα. Επίσης δεν πλήττει εξίσου όλους τους επιχειρηματικούς κλάδους. Κάποιοι μπορούν να μετακυλίσουν τις αυξήσεις στους καταναλωτές και να διατηρήσουν ή και να επαυξήσουν τα κέρδη τους και κάποιοι άλλοι επωμίζονται ζημίες.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν με στοιχεία από μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς (επικεφαλής οικονομολόγος Ηλίας Λεκκός), που δημοσιεύθηκε χθες για την «Επίπτωση των τιμών ενέργειας και διατροφής στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις».
Σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία βασίστηκε στην Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2020, ο πληθωρισμός κυμαίνεται από 8,5% στα νοικοκυριά με εισόδημα πάνω από 3.500 ευρώ τον μήνα και έως 11,1% σε αυτά με εισόδημα 751-1.100 ευρώ. Στο εισόδημα 2.800-3.500 ευρώ τον μήνα είναι 9,5%. «Στην τρέχουσα συγκυρία, νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα βιώνουν υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού, τα οποία φθίνουν όσο ανερχόμαστε στην εισοδηματική κλίμακα», σημειώνει η μελέτη.
Σύμφωνα με μελέτη, τα νοικοκυριά με εισόδημα 751-1.100 ευρώ βιώνουν πληθωρισμό 11,1%.
Αιτία γι’ αυτές τις αποκλίσεις είναι οι διαφορές καταναλωτικών προτύπων. Τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα καταναλώνουν αναλογικά μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για ενέργεια και διατροφή σε σύγκριση με τα υψηλότερα εισοδήματα. Σύμφωνα με την έρευνα, τα νοικοκυριά με εισόδημα 751-1.100 ευρώ δαπανούν το 27,1% του εισοδήματός τους για διατροφή και το 13,6% για ενέργεια. Αντίθετα, τα εισοδήματα πάνω από 3.500 ευρώ δαπανούν μόνο το 18,7% για διατροφή και το 10,5% για ενέργεια. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι τα πολύ χαμηλά εισοδήματα, κάτω από 750 ευρώ, δαπανούν χαμηλότερο μέρος του εισοδήματός τους για ενέργεια από την αμέσως επόμενη εισοδηματική κατηγορία (12,9% έναντι 13,6%). Ετσι, ο πληθωρισμός που βιώνει η κατηγορία αυτή είναι ελαφρώς χαμηλότερος από της αμέσως επόμενης, δηλαδή είναι 10,6% έναντι 11,1% στα εισοδήματα 751-1.100 ευρώ.
Οι αναλυτές της τράπεζας υπολόγισαν, επίσης, την απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, εξαιτίας της αύξησης των τιμών ενέργειας και διατροφής. Με απλά λόγια επιχείρησαν να απαντήσουν στο ερώτημα: υπό την προϋπόθεση ότι τα νοικοκυριά επιθυμούν να καταναλώνουν τα ίδια επίπεδα υπηρεσιών ενέργειας και ειδών διατροφής, τότε πόσο μειώνεται το ποσοστό του εισοδήματός τους που είναι διαθέσιμο για την αγορά όλων των υπόλοιπων αγαθών και υπηρεσιών;
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν είναι ότι η αύξηση των τιμών ενέργειας και τροφίμων περιορίζει κατά 8,2% το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε όλες τις λοιπές καταναλωτικές ανάγκες τους στο κάτω άκρο της κατανομής των εισοδημάτων, αλλά μόνο το 5,7% στο άνω άκρο, των πιο εύπορων νοικοκυριών.
Σε σχέση με τις επιχειρήσεις, η μελέτη επικαλείται την ιστορική εμπειρία και συγκεκριμένα τις επιδόσεις τους το 2008, όταν η τιμή του πετρελαίου είχε και πάλι κορυφωθεί στα 147 δολάρια το βαρέλι, σε σύγκριση με τα 51 δολάρια το 2007. Από τη σύγκριση της κερδοφορίας το 2008 με αυτήν του 2005-2007 προκύπτει ότι ενώ συνολικά παρουσίασε οριακή πτώση κατά 0,7%, ένας σημαντικός αριθμός κλάδων, και μάλιστα ενεργοβόρων, όπως η διύλιση πετρελαίου και οι αερομεταφορές, ευνοήθηκε. Οι κλάδοι αυτοί, σημειώνουν οι αναλυτές, ήταν σε θέση να υπερασπιστούν τα περιθώρια κέρδους τους μετακυλίοντας τις αυξήσεις στο αγοραστικό κοινό τους. Αλλοι κλάδοι, όπως τα ακίνητα, οι διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες και η εστίαση, ευνοήθηκαν επίσης από το πληθωριστικό περιβάλλον. Στον αντίποδα, κλάδοι όπως η παραγωγή ηλεκτρισμού, οι κατασκευές, οι μεταφορές εκτός των αερομεταφορών, η μεταλλουργία και η φαρμακοβιομηχανία αδυνατούσαν να μετακυλίσουν τις αυξήσεις τιμών στους πελάτες τους, με αποτέλεσμα να καταγράψουν μείωση κερδοφορίας.