Η Πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων Ευρώπη Μοσχονά για το έθιμο των Μπότηδων και τη σημασία του στην Κεφαλονιά

Αναδημοσίευσή της συνέντευξης της Προέδρου του Λυκείου Ελληνίδων παραρτήματος Αργοστολίου Ευρώπης Μοσχονά- Μαραγκάκη στον ραδιοφωνικό σταθμό COSMOS 96,5 για το έθμο των Μπότηδων.
Για το έθιμο του σπασίματος των μπότηδων ανέφερε :
« Το έθιμο αυτό είναι πολύ παλιό και ως πράξη έχει τις ρίζες του ακόμη και στα προχριστιανικά χρόνια και πολλά στοιχεία παγανιστικά έχουν επιβιώσει και έχουν ενσωματωθεί στην Χριστιανική πρακτική. Το σπάσιμο γενικά ενός αντικειμένου έχει αποτροπαικό χαρακτήρα, δηλαδή σπάζοντας κάτι θέλουμε να διώξουμε πέρα το κακό( έφερε τα ανάλογα παραδείγματα). Το έθιμο αυτό δεν είναι μόνο Κεφαλονίτικο , μαρτυρείται από τα βενετοκρατούμενα χρόνια σε όλα τα Ιόνια νησιά και σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Το περιγράφει ο Δημήτρης Λουκάτος , ο Κεφαλονίτης λαογράφος, ο οποίος είναι πολύ σημαντικός για όλους μας, γιατί είναι μία πηγή έγκυρης πληροφόρησης σχετικά με τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του λαού μας πανελλήνια, όσο και της Κεφαλονιάς».
Στις αναφορές του Δημήτρη Λουκάτου για το Μ. Σάββατο:
«Μας λέει ο Λουκάτος, ότι το Μ. Σάββατο με το «Ανάστα ο Θεός» που ακούγεται στην εκκλησιά, ο ιερέας από την ωραία πύλη κρατώντας ένα κανίστρι γεμάτο δαφνόφυλλα, τα εξακοντίζει προς την εκκλησία , σαν να θέλει να εξορίσει προς τα έξω κάτι κακό. Ταυτόχρονα μέσα στην εκκλησιά ο κόσμος ο οποίος βιώνει το έθιμο μετά από την νηστεία των 40 ημερών, την Μ. εβδομάδα με τους κατανυκτικούς ύμνους της εκκλησίας , αισθάνεται την ανάγκη να διώξει μακριά την λύπη και να αγκαλιάσει το φώς της Ανάστασης . Στο υπερώο ( πολλοί ναοί είχαν και δύο υπερώα, όπως στους Δώδεκα Αποστόλους στα Χαβδάτα) και στον κυρίως ναό, ο κόσμος άρχιζε να χτυπά τα στασίδια και να κάνει θόρυβο, άλλοι κουνούσαν τους πολυελαίους της εκκλησιάς και με αυτό τον θόρυβο που εδώ έχει αποτροπαικό χαρακτήρα, έξω από τον ναό , έσπαζαν όχι μπότηδες, αλλά τα πήλινα. Αυτά τα πήλινα που έσπαζαν ήταν ότι μισοσπασμένο και άχρηστο είχε ο καθένας στο σπίτι του και έπρεπε αυτό να φύγει και να καθαριστεί. Όλα αυτά έχουν και πρακτικό χαρακτήρα, όχι μόνον θεολογικό και πνευματικό. Όλο αυτό το σκηνικό μαζί με τις κωδωνοκρουσίες, προκαλούσε βρώσιμη διάθεση και είχε έναν έντονο εορταστικό χαρακτήρα και ο κόσμος ήξερε ότι μετά το «Ανάστα ο Θεός», η μελαγχολία των προηγούμενων ημερών έφευγε μακριά. Φεύγει αυτή η θλίψη την οποία αποτυπώσαμε σε όλους τους ύμνους της Μ. Εβδομάδας και οδεύουμε προς την χαρά της Ανάστασης. Δεν σήμαινε βέβαια ότι εκείνη την ώρα ο κόσμος άφηνε πίσω του την νηστεία, είχε εγκράτεια και όπως μαρτυρείται , τρώγαμε αργά το βράδυ που τσουγκρίζαμε το πρώτο αυγό στην Ανάσταση και λέγαμε το «Χριστός Ανέστη». Αυτό το έθιμο το έζησα το 2014 σε ένα κοσμοπολίτικο νησί , τις Σπέτσες όπως ακριβώς το αναφέρει ο Λουκάτος και δεν το περίμενα».
Στην αναβίωση του εθίμου του σπάσιμου των μπότηδων στην Κεφαλονιά:
« Το έθιμο αυτό δεν το κράτησαν πάντα έντονο όλες οι περιοχές. Τις τελευταίες όμως δεκαετίες άρχισε να τελείται με έμφαση για πολλούς λόγους που έχουν να κάνουν ακόμα και με τον τουρισμό. Εκείνο που είναι αξιοπρόσεκτο, είναι ότι ο κάθε τόπος του δίνει τον δικό του τον χαρακτήρα, όπως στην Κέρκυρα που το επεκτείνουν. Αυτά τα μεγάλα κόκκινα υφάσματα που κρεμούν στα παράθυρα ,παραπέμπουν αφενός στο άλικο χρώμα των βυζαντινών , αφετέρου όμως στην Βενετία. Η Ζάκυνθος το έχει σε μεμονωμένα σημεία αυτό το κόκκινο , τα σπάνε όμως όπως λέει ο Λουκάτος έξω , σε ανοιχτό χώρο και το βλέπουμε να τελείται το έθιμο στην πλατεία Σολωμού. Σε άλλα μέρη έχει ατονήσει και ήταν ευχής έργον ότι το 2014 ήρθαν σε μένα ο Θέμης Κολυβάς εκ μέρους του Βαγγέλη Μαζαράκη και μου έθεσαν το θέμα της αναβίωσης του εθίμου. Βοήθησα από την άποψη της υπάρχουσας βιβλιογραφίας να στηριχθεί και η απόφαση για την αναβίωση του εθίμου, πάρθηκε από μία παρέα καταστηματαρχών του Λιθοστρώτου. Δεθήκαμε ως ομάδα και κινητοποιήθηκε όλη η Λυκειακή κοινότητα. Προσωπικά θα ήθελα να δώσω περισσότερο ελληνικό χρώμα , γι αυτό υποστήριξα και υποστηρίζω ότι η Ελληνική Πασχαλιά δένεται και με το γαλανόλευκο της Ελληνικής σημαίας, που το έχουμε στην παράδοση μας. Τότε αποφασίσαμε να προσφέρουμε στον κόσμο και προσφέρουμε ακόμα τις λαμπάδες και τα πρώτα χρόνια προσφέραμε και το κλυστήρι. Η λαμπάδα με το Χριστός Ανέστη ανάβει και να το φως της Ανάστασης ,η ζωή και η σωτηρία. Το κλειστήρι ήταν το ζυμάρι που έμενε γύρω γύρω στην σκάφη, όταν οι νοικοκυρές ζύμωναν το ζυμάρι. Αυτό το μάζευαν , το έκαναν μακρόστενο και το έκαναν σε σχήμα γάμα μικρό και στο κέντρο έβαζαν ένα βαμμένο αυγό. Φρόντιζαν να κάνουν τόσα κλειστήρια, όσα ήταν τα παιδιά στην οικογένεια και αυτό ήταν πολύ μεγάλη χαρά τα χρόνια εκείνα για το παιδί. Ήταν κάτι σαν το σημερινό τσουρέκι που φέρνει ο νονός στο παιδί. Αυτά τα τόσο παραδοσιακά κλειστήρια τα κάναμε δύο- τρείς χρονιές και τα δίναμε στο κοινό και άρεσαν πάρα πολύ».
Στην αποφυγή της εμπορευματοποίησης των εθίμων:
« Δεν είναι εύκολο γιατί τα σύνορα ανάμεσα στις διάφορες πρακτικές της ζωής και τις ανάγκες συμπλέκονται. Το πρώτο όμως που πρέπει να κάνουμε είναι να ξέρουμε τα έθιμα και να δούμε ποιος υλοποιεί αυτά τα έθιμα. Αν ένα παιδάκι θα πάει την Μ. Τετάρτη στο Ευχέλαιο στην εκκλησία ,η την Μ. Πέμπτη στα δώδεκα ευαγγέλια να δει και να ακούσει τι γίνεται, θα αρχίσει να γνωρίζει την εθιμική πράξη και αργότερα ως μεγάλος θα την αναζητά όπως την βίωσε και θα την υποστηρίζει όπως αν υλοποιεί ένα έθιμο και θα ξέρει πως δεν θα το κάνει εμπορικό. Ο κίνδυνος της εμπορευματοποίησης των εθίμων αυτή τη στιγμή απειλεί τα πάντα στον χώρο της παράδοσης , μέχρι και το έθιμο της παράδοσης με το σπάσιμο των πήλινων. Τα βιώματα είναι αυτά που μας ωθούν στην διατήρηση της παράδοσης, είναι αίτημα ψυχής αυτό. Απευθυνόμενη στις γυναίκες θα πω ότι έχουμε τεράστια ευθύνη σε ότι αφορά το παιδί μας, το μεγάλωμα του, τι θα βιώσει, τι θα νοσταλγήσει αργότερα και πόσο όμορφη θα γίνει η ζωή του. «Ο κάθε ένας σε ότι κάνει θα πρέπει να μένει πιστός στην παράδοση. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε στο άροτρο του Ησιόδου, το χωράφι θα το καλλιεργήσουμε με το τρακτέρ τώρα, αλλά η ουσία των πραγμάτων , ο χαρακτήρας πρέπει να είναι αυτός που θα αγγίζει την ψυχή μας», μας έλεγε ο καθηγητής Σπυριδάκης της λαογραφίας στο πανεπιστήμιο. Πρέπει να προσέξουμε ο επηρεασμός να μην αλλοιώνει στην ουσία το έθιμο και γενικά την παράδοση μας. Ένα κερί χρειαζόμαστε, όχι μια λαμπάδα με ένα τεράστιο παιχνίδι, ας του το πάρουν παράλληλα αυτό, ας το προσέξουν οι μαμάδες, αυτό είναι η εμπορευματοποίηση την εθίμων μας».
Στην συμμετοχή του λυκείου Ελληνίδων στο τελετουργικό της Μ. Εβδομάδας:
« Συμμετέχουμε πάντα, η Μ. Παρασκευή είναι ιδιαίτερα φορτισμένη συγκινησιακά και πιστεύω ότι στην ημέρα αυτή οι γυναίκες έχουν ουσιαστικά ιδιαίτερο ρόλο. Είναι αυτές που διαχρονικά θρηνούν και η Μ. Παρασκευή έχει θρηνώδη χαρακτήρα. Τα εγκώμια είναι το λυρικότερο άσμα που θα μπορούσε να έχει γραφεί ποτέ για μία κηδεία. Το « Ω γλυκύ μου έαρ που έδει σου το κάλος» που λέει η μάννα στο παιδί της είναι ο πιο λυρικός ύμνος. Οι γυναίκες θέλουν να τα ψάλλουν και δεν μιλώ για να οργανωθούν σε χορωδίες, τις βλέπουμε μέσα στην εκκλησία όταν ψάλλονται τα εγκώμια, όλες ψάλλουμε. Όπως κάθε χρόνο, τιμητικά βάζουμε μια φορεσιά που θεωρούμε εθνική και όσες θέλουν συμμετέχουν στον Επιτάφιο θρήνο και όσες θέλουν παίρνουν μέρος και στον στολισμό του Επιταφίου, που είναι ένα άλλο μεγάλο μέρος στην παράδοση μας. Είναι πολύ ουσιαστική η συμμετοχή μας την Μ. Εβδομάδα στα δρώμενα της Εκκλησίας μας και παράλληλα φροντίζουμε να κάνουμε εκδηλώσεις για τα μικρά παιδιά για να μάθουν τι είναι τα βάγια, ο Λάζαρος , να βάψουν τα αυγά με παραδοσιακό τρόπο με το χορτάρι . Το βάψιμο αυτό πρωτοξεκίνησε από τα Κηπούρια και οι Χαβριάδες, οι Χαβδάδες, οι Καμιναράδες, βγάζανε αυτό το χόρτο πάνω από τα ρακάλια, τους βράχους που είναι μέσα στη θάλασσα και έβαφαν τα αυγά. Η παράδοση δεν είναι μάθημα, είναι βίωμα».
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε το 2024.