Θέλει να εργαστεί, αλλά δεν αναζητάει δουλειά το 22,5% των Ελλήνων
Σχεδόν ένας στους τέσσερις Ελληνες σε ηλικία εργασίας έχει «μια ανικανοποίητη ανάγκη για απασχόληση», χωρίς όμως να μπαίνει στον κόπο να ψάξει για εργασία
Σχεδόν ένας στους τέσσερις Ελληνες σε ηλικία εργασίας έχει «μια ανικανοποίητη ανάγκη για απασχόληση», χωρίς όμως να μπαίνει στον κόπο να ψάξει για εργασία. Επιθυμεί με κάποιον τρόπο να εργαστεί, όμως είτε είναι άνεργος, είτε υποαπασχολούμενος, είτε δεν είναι άμεσα διαθέσιμος προς εργασία. Η πανδημία του κορωνοϊού και κυρίως οι πρωτόγνωρες συνθήκες που επικράτησαν τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο έχουν δημιουργήσει ένα ιδιότυπο καθεστώς «χαλάρωσης» στην αγορά εργασίας. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα που υπερβαίνει τα συνηθισμένα ζητήματα αντιστοίχισης προσφοράς και ζήτησης και δεξιοτήτων. Υπογραμμίζουν, δε, ότι η απελευθέρωση του εν δυνάμει εργατικού δυναμικού που έχει παγιδευτεί στην αδράνεια είναι ένα πρόβλημα σύνθετο και άμεσα συνδεδεμένο με την εκπαίδευση.
Ετσι, την ίδια στιγμή που δεκάδες χιλιάδες εργοδότες δηλώνουν πως δεν βρίσκουν άτομα με τα κατάλληλα προσόντα για εργασία, υπάρχει ένα 22,2% του εργατικού δυναμικού που σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είτε αναζητά δουλειά είτε δηλώνει πως θα ήταν διαθέσιμο να εργαστεί υπό άλλες συνθήκες, όμως με αφορμή την πανδημία του κορωνοϊού… εγκατέλειψε το εργατικό δυναμικό. Κάποιοι από αυτούς εργάζονται με μερική απασχόληση, εκφράζουν όμως την προθυμία να εργαστούν περισσότερες ώρες, κάτι που αποτελεί μια άλλη περίπτωση ανεκπλήρωτης ζήτησης για απασχόληση.
Συνολικά, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, το 2021, ελαφρώς περισσότερα από 1 στα 7 άτομα εξέφραζαν «ανικανοποίητη ζήτηση» για απασχόληση. Η Ελλάδα μαζί με την Ισπανία και την Ιταλία είναι οι τρεις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό, με τη χώρα μας να κατατάσσεται τρίτη, με ποσοστό 22,2%, επί ενός διευρυμένου εργατικού δυναμικού, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται εκτός από τους μισθωτούς και τους ανέργους και αυτοί που είναι διαθέσιμοι για εργασία, όχι όμως άμεσα, καθώς και αυτοί που δεν αναζητούν εργασία, πιθανότατα απογοητευμένοι από την αδυναμία τους να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό. Το αντίστοιχο ποσοστό της Ιταλίας είναι 22,8%, με την Ισπανία να καταλαμβάνει την αρνητική πρωτιά με 24,1%, έναντι 14% στο σύνολο της Ε.Ε. (αντιστοιχεί σε 31,2 εκατομμύρια άτομα) που αντιμετώπιζε ανεκπλήρωτη ζήτηση για απασχόληση στο τέλος του 2021.
Τα υψηλότερα ποσοστά «χαλάρωσης» στην αγορά εργασίας στην Ευρώπη έχουν η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία.
Η ανεκπλήρωτη ζήτηση στη χώρα μας είναι υψηλή παραδοσιακά, καθώς όλα τα προηγούμενα χρόνια επηρεαζόταν κατά κύριο λόγο από την τάση της ανεργίας, η οποία άλλωστε αποτελεί και μία από τις συνιστώσες της. Ετσι, το 2013 και το 2014 η χαλάρωση ανέβηκε στο 30% και ξεπέρασε το 34%. Στη συνέχεια μειώθηκε στο 25,2 % το 2019, αυξήθηκε ξανά όταν η πανδημία COVID-19 έπληξε την αγορά εργασίας το 2020 (25,7%) και μειώθηκε το 2021 (22,2%). Σε αντίθεση, όμως, με τα προηγούμενα χρόνια, η μεταβολή της χαλάρωσης της αγοράς εργασίας που σημειώθηκε το 2020 και εν μέρει το 2021 οφειλόταν όχι στην αύξηση της ανεργίας, αφού ο δείκτης της ανεργίας ακολουθεί πτωτική πορεία στην Ελλάδα, αλλά στην αύξηση του αριθμού των ατόμων που είναι μεν διαθέσιμα για εργασία, αλλά δεν την αναζητούν. Τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων που έλαβε η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια των σκληρών lockdowns αλλά και η αλλαγή νοοτροπίας εξηγούν εν μέρει το φαινόμενο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και η ανεκπλήρωτη ζήτηση για απασχόληση έχει πολλές και διαφορετικές συνιστώσες, με την ανεργία να διαδραματίζει καίριο ρόλο, η αναφορά μόνο σε αυτήν δεν αρκεί στις περισσότερες χώρες. Το βάρος της ανεργίας στη συνολική χαλάρωση της αγοράς εργασίας της Ε.Ε. ήταν στο τέλος του 2021 48%, γεγονός που δείχνει ότι σε επίπεδο Ε.Ε. λιγότεροι από τους μισούς που επιθυμούν να εργαστούν είναι άνεργοι. Βέβαια, το ποσοστό αυτό ποικίλλει σημαντικά από τη μια χώρα στην άλλη. Στην Ελλάδα, το μερίδιο της ανεργίας είναι υψηλότερο από το 50%, με τη μερική απασχόληση να διαδραματίζει πολύ χαμηλότερο ποσοστό, της τάξης του 3,6%. Στο 0,5% του διευρυμένου εγχώριου εργατικού δυναμικού βρίσκεται το προσωπικό που ψάχνει μεν για εργασία, δεν είναι όμως διαθέσιμο το αμέσως επόμενο διάστημα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για όσους είναι διαθέσιμοι άμεσα, δεν αναζητούν όμως ενεργά απασχόληση, είναι για τη χώρα μας στο 4,1% (έναντι 3,7% στην Ε.Ε.). Σημαντικές ασυμμετρίες ωστόσο, όπως επισημαίνει και το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, εμφανίζονται όσον αφορά τα ποσοστά υποαπασχόλησης μεταξύ συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων. Ειδικότερα όσον αφορά την απόκλιση του ποσοστού υποαπασχόλησης μεταξύ γυναικών και ανδρών, αυτή διαμορφώθηκε το 2021 στη χώρα μας στις 11,7 ποσοστιαίες μονάδες, μία μονάδα υψηλότερα έναντι του 2020 και 0,6 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα έναντι του μέσου όρου της περιόδου 2016-2019.
Η απόκλιση αυτή των 11,7 μονάδων είναι η μεγαλύτερη που παρατηρείται ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Με εξαίρεση την Ιταλία και την Ισπανία, που η διαφορά του ποσοστού υποαπασχόλησης μεταξύ γυναικών και ανδρών, αν και χαμηλότερη από την Ελλάδα, κυμαίνεται σε εξίσου υψηλά επίπεδα, η χώρα μας καταγράφει αποκλίσεις υπερδιπλάσιες συγκριτικά με τις περισσότερες οικονομίες της Ευρωζώνης (4,9 ποσοστιαίες μονάδες απόκλιση στο Λουξεμβούργο, 4,6 στην Ολλανδία και 4,4 στη Γαλλία).
Αντίστοιχα, αποκλίσεις και μάλιστα μεγάλες, παρατηρούνται στο ποσοστό ανεκπλήρωτης ζήτησης και μεταξύ διαφορετικών ηλικιακών ομάδων στη χώρα μας. Ετσι, το 2021 η απόκλιση μεταξύ όσων ανήκουν στην ομάδα 15-24 ετών και εκείνων 25-74 ήταν 28,4 μονάδες, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 4η υψηλότερη θέση στην Ευρωζώνη, με την αντίστοιχη απόκλιση στην Πορτογαλία να είναι 27,4 μονάδες, στο Βέλγιο 25,1 και στη Γερμανία 8 ποσοστιαίες μονάδες.