«Ο κόσμος στο ποιητικό σύμπαν του Κώστα Ευαγγελάτου»
Ηλίας Τουμασάτος, Δρ. Ιονίου Παν/μίου
"Ο κόσμος στο ποιητικό σύμπαν του Κώστα Ευαγγελάτου"
Ο Κώστας Ευαγγελάτος, εικαστικός, περφόρμερ, θεωρητικός της τέχνης και ποιητής ξεκίνησε την εικαστική και λογοτεχνική του σταδιοδρομία στην Κεφαλονιά – μεγάλωσε σε έναν κόσμο που βρισκόταν σε μια πολύχρονη και επίπονη διαδικασία οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ανασυγκρότησης μετά τους σεισμούς του 1953, ενώ ταυτόχρονα κουβαλούσε την κληρονομά ενός ολότελα χαμένου κόσμου. Δύο κόσμοι ανταγωνίζονταν δηλαδή εξαρχής στην αισθητική του διαμόρφωση – ο ένας αδυσώπητα παρών, και ο άλλος ως απόηχος μιας εποχής που ο ίδιος δεν έζησε. Φεύγοντας αργότερα από το νησί, όπως και πολλοί άλλοι κεφαλονίτες καλλιτέχνες και λογοτέχνες από τα χρόνια της Ένωσης και μετά, θα επιχειρήσει να δημιουργήσει ο ίδιος τον δικό του κόσμο εντασσόμενος στην αθηναϊκή πραγματικότητα, συνθέτοντας παράλληλα και προσωπικούς, καλλιτεχνικούς κόσμους. Εμείς, σήμερα, θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε επιγραμματικά το αποτέλεσμα της σύνθεσης όλων αυτών των πολλών και διαφορετικών κόσμων στο ποιητικό του σύμπαν, όπως αυτό ξετυλίγεται στις ποιητικές του συλλογές, από την πρώτη («Ποιήματα 1973-‘75») έως την πιο πρόσφατη.
Στους στίχους των πρώτων ποιημάτων του, που γράφονται όπως είπαμε στο Αργοστόλι, και που, σαν τις φωνές των εφήβων αγοριών «παίζουν» ανάμεσα στις μορφές της παλαιάς και της μοντέρνας ποίησης είναι διάχυτη η ανησυχία και η εσωτερική αναζήτηση ενός νέου που από το κατώφλι του σπιτιού του προσπαθεί να αγναντέψει τον κόσμο. Που ο κόσμος είναι όλος δικός του – όλη η ζωή είναι μπροστά του, αλλά και ολότελα ξένος. Που αναγκαστικά το ποιητικό του σύμπαν περικλείεται στον ψυχικό του κόσμο, αφού ακόμη ο πραγματικός κόσμος είναι άγνωστος.
Τα χρόνια που ο Ευαγγελάτος βρίσκεται πλέον στην Αθήνα είναι τα χρόνια των σπουδών στη Νομική Σχολή της πόλης, μια σχολή που εκτός από τετράγωνη και ίσως ασφυκτική για ένα νέο με καλλιτεχνικές τάσεις, μοιάζει και με παιδική αρρώστια. Υποφέρεις, αλλά η σκέψη σου αποκτά αρκετά αντισώματα, τόσα, ώστε να μη χρειαστεί να περάσεις το ίδιο ζόρι ξανά. Η ποίηση του νεαρού παιδιού που φεύγει από μια επαρχιακή πόλη για να βουτήξει στη χοάνη της Αθήνας, φαίνεται σαν να ηλεκτρίζεται από την καινούρια πραγματικότητα, ουσιαστικά από την απελευθέρωση από τις συμβατικότητες της επαρχίας. Η γλώσσα του απελευθερώνεται, οι μορφές απελευθερώνονται. Σε όλο το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, αλλά και ουσιαστικά μέχρι το τέλος αυτής της πρώτης περιόδου, ο ποιητής ωριμάζει αναφλεγόμενος και πειραματίζεται χωρίς να φοβάται να εκθέσει, να εκτεθεί, να προκαλέσει, να κάνει φωναχτούς εσωτερικούς μονολόγους, να τσαλαπατήσει ιδεολογικά σύνορα. Τέτοιοι πειραματισμοί ίσως ήταν πρώιμοι σε έναν τέτοιο κόσμο – ωστόσο σήμερα, ψυχραιμότερα, μπορούμε να διακρίνουμε πολλά πολιτικά στοιχεία στα ποιήματα του .
Αυτό που όμως αρχίζει να διαφαίνεται σαν προγραμματική αρχή στην ποίηση του Ευαγγελάτου είναι η ερωτική ελευθερία ως πηγή της επιζητούμενης ευτυχίας. Θα προσφύγουμε στα «Γραφήματα ‘77» για να αλιεύσουμε ένα ακόμη γνωμικό του, που νομίζω ότι αποτελεί την πεμπτουσία ολόκληρης της ποιητικής του περσόνας: Ζωή: ο μέσος και άκρος λόγος της Ποίησης και του Έρωτα.
Η ποίηση των χρόνων αυτών Η τολμηρή τολμηρή επίλυση [1977], (Γραφήματα ’77 [1978], Το Δωμάτιο [1980], Μυθογράφημα [1983]), έχει την αγριότητα της ερωτικής απελευθέρωσης, την ειρωνεία ενός ανθρώπου που ξαφνικά μπαίνει στη ζωή με την ακράδαντη θέληση να τη ζήσει ως το μεδούλι, έχει την πλήρη αποενοχοποίηση της ερωτικής πράξης, έχει την πλήρη αποενοχοποίηση της ποιητικής ελευθεροστομίας: Δειλά χείλια χέρια τείνοντας./ Συνουσία λειτουργία νιότη μανία., από το Δωμάτιο (1980).
Θα μεσολαβήσει ένα ποιητικό κενό μιας δεκαετίας μέχρι την επόμενη συλλογή, την «Οθόνη των ονομάτων» (1996) που μαζί με την «Ροπή της Μνήμης» (1999), ουσιαστικά είναι η τελική κατάθεση του ποιητή Ευαγγελάτου για τον 20ό αιώνα, που θα συνοψιστεί στην συγκεντρωτική έκδοση «Αλέα Προσομοίων» το 2002. Μέχρι τώρα είχαμε γνωρίσει τον ποιητή που πάσχιζε να ανακαλύψει τον εαυτό του, που ως ένα βαθμό τον ανακάλυψε, και προσπάθησε να αποτυπώσει τον πραγματικό ή φαντασιακό χάρτη της ίδιας του της ύπαρξης. Ο ποιητής, το σώμα του, οι αγαπημένοι άνθρωποι, τα σώματά τους, το παρελθόν, ο γενέθλιος τόπος, κοινώς: το σώμα του ποιητή και οι δορυφόροι του. Στο γύρισμα του εικοστού αιώνα, ο Ευαγγελάτος μοιάζει με τον άνθρωπο που έχει χαρτογραφήσει τον πλανήτη Γη (ή έτσι νομίζει) σπιθαμή προς σπιθαμή και τώρα αρχίζει να κοιτά ψηλά: κάπου έξω από τον εαυτό του και τους δορυφόρους του. Η ποιητική του φωνή μοιάζει να θέλει να γίνει πιο δυνατή – να αντηχήσει εκεί μακριά στον έξω κόσμο και να ξαναγυρίσει σαν αντίλαλος μέσα του, να καταδυθεί στα βάθη των θαλασσών που κρύβει η διαμορφωμένη καλλιτεχνική του περσόνα, και λουσμένη απ’ αυτά τα βάθη – από τη μνήμη, τα βιώματα, τις σταγόνες του εξωτερικού κόσμου που πέφτουν σαν ποιήματα πάνω στο πρόσωπό του. Το ερωτικό στοιχείο είναι συχνά παρόν – συχνά αντικαθίσταται από τη μοναξιά, μα τώρα υπάρχει κι εκείνος ο κόσμος εκεί έξω: Ακούω ακόμη τις κραυγές/ τους κρότους, τις σειρήνες/ πέτρες και βόμβες φονικές./ Σπονδή ευλαβική/ σε ηρωικούς πεσόντες./, από τη Ροπή της Μνήμης (1999).
Το παρελθόν αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερο βάρος – επειδή αρχίζει να είναι περισσότερο αξιοσημείωτο μέγεθος. Οι μνήμες διαταράσσουν την αρμονία – σωματική του έρωτα ή συμπαντική της ποίησης. Ο ποιητής συνειδητοποιεί ότι κανένα επαναστατικό κίνημα, κανενός είδους απελευθέρωση δεν μπορεί να σε απαλλάξει από το παρελθόν σου.
«Η Ελεγεία των Εκβατάνων», η συλλογή του Κώστα Ευαγγελάτου, που κυκλοφόρησε το 2006 βρίσκει αντιμέτωπο τον ίδιο αλλά και το ποιητικό του σύμπαν με έναν ολότελα διαφορετικό κόσμο. Η 11η Σεπτεμβρίου του 2001 είναι η ημερομηνία – ορόσημο στην οποία αυθαίρετα τοποθετούμε, όπως πάντοτε συμβαίνει, το τέλος του μεταψυχροπολεμικού κόσμου της «νέας τάξης πραγμάτων». Από τότε, η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρωτόγνωρη για τους πολιτισμένους καιρούς μας παγκόσμια βαρβαρότητα, μια άνευ προηγουμένου έκρηξη αδικαιολόγητης βίας και ανθρωπιστικών καταστροφών, που όταν προέρχεται από τα πολιτισμένα έθνη βαφτίζεται αυτοάμυνα, όταν προέρχεται από την Ανατολή βαφτίζεται τρομοκρατία. Η βία της εξουσίας βαφτίζεται δημόσια ασφάλεια, η βία των αδυνάτων βαφτίζεται οχλοκρατία. Τα Εκβάτανα κάθε μορφής γίνονται και πάλι αντικείμενο διεκδίκησης, και αυτή τη φορά για τα πλούτη τους, μόνο που τώρα τόσο η διεκδίκηση όσο και η άμυνα δεν γνωρίζουν κανέναν κανόνα. Ο μόνος κανόνας που ισχύει είναι η κάθε φορά πολλαπλασιαζόμενη βία ως αντίδραση στην προηγούμενη βία.
Αν η τέχνη και η ποίηση προσφέρουν στον καλλιτέχνη ένα καταφύγιο για να μπορέσει να αντέξει το βάρος του κόσμου γύρω του, αυτό το καταφύγιο για τον ποιητή έχει βομβαρδιστεί. Δεν μπορώ να σας πω ποιοι είναι οι υπαίτιοι, πάντως βρίσκονται έξω από την ποιητική περσόνα. Η στάση του ποιητή απέναντι στα πράγματα αλλάζει, επειδή οι εσωτερικές του φωνές σκεπάζονται πολύ συχνά από τις φωνές του εξωτερικού κόσμου, αυτές που ήδη είχαν αρχίσει να ακούγονται δειλά -δειλά στο προηγούμενο έργο του, αυτές που η κατάσταση των πραγμάτων τον αναγκάζει, αλλά και ο ίδιος είναι πλέον έτοιμος να ακούσει. Το κουκούλι της ασφάλειας που προσφέρει η τέχνη καταστρέφεται και οι δυνάμεις του έξω κόσμου αρχίζουν να εισβάλλουν στο μυαλό και την ψυχή του ποιητή. Η έξωθεν συγκυρία αλλά και ο εσωτερικός του κόσμος τον καθιστούν έτοιμο να ακροβατήσει ανάμεσα σε δύο κόσμους: τον εντός κόσμο, όπου η τρικυμία προκαλείται από τον ποιητικό οίστρο, και τον νεοφερμένο εκτός κόσμο – όπου πρωταγωνιστεί η άλογη βαρβαρότητα. Η αναίτια και άλογη βία είναι πραγματικότητα, είναι αληθινή όσο αληθινή ήταν η αναίτια και άλογη ηδονή της ερωτικής ποίησης του Κώστα Ευαγγελάτου. Μιλά σε δεύτερο πρόσωπο στο μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του και αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στο ποιητικό του έργο. Αυτό θα μπορούσε να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως: Θα μπορούσε κανείς να πει, σε μια πρώτη ανάγνωση, ότι προσπαθεί να σταθεί στο μεταίχμιο του εαυτού του και των εξωτερικών ερεθισμάτων, ή ότι επιχειρεί να δει τον εαυτό του μέσα από το σπασμένο καθρέφτη του καινούριου κόσμου, ή, πάλι, ότι επιχειρεί να επαναδιατυπώσει την ποιητική του κοσμοθεωρία, σαν να συμμετέχει σ’ ένα ταξίδι προς τη γνώση, όπου επιχειρείται ένας συγκρητισμός ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, μία σύνθεση ανάμεσα στα δυο γενεσιουργά στοιχεία του κόσμου – τον Έρωτα και τον πόλεμο – δύο γενεσιουργά στοιχεία τα οποία μπορούν να αποβούν μέχρι και θανατηφόρα. Ο Ευαγγελάτος έχει, ήδη από τον καιρό των ποιημάτων που συμπεριλήφθηκαν στην «Αλέα», κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα. Οι διακειμενικές αναφορές σε τεχνικές και μορφές που έχει χρησιμοποιήσει στις προηγούμενες ποιητικές συλλογές είναι σαφείς. Έχει πλέον τον απόλυτο έλεγχο στα πρωτογενή υλικά της ποιητικής του τέχνης, αυτά τα οποία στα πρώτα ποιήματα επιχειρούσε να δαμάσει. Αυτό που δεν δαμάζεται είναι ο ποιητικός οίστρος, καθώς ο ποιητής συνειδητοποιεί ότι δεν είναι μόνος σ’ αυτό τον κόσμο – ότι ο εσωτερικός του μονόλογος είναι απλά ένας ψίθυρος μέσα στις πανανθρώπινες κραυγές. Δεν μετριάζονται η αγάπη για τη ζωή, η φιληδονία, η ερωτική διάθεση – συχνά σκιάζονται όμως από μια ρεαλιστικότερη θέαση των πραγμάτων, που δεν είναι ψυχραιμότερη, είναι πιο απελπισμένη. Η επίθεση του έξω κόσμου δεν καταργεί τη μνήμη, δεν αναστρέφει τη ροπή της, δεν σβήνει από την οθόνη τα ονόματα, δεν καταστρέφει την αλέα, τη γεμίζει με φθινοπωρινά φύλλα – είναι τα φύλλα της ωριμότητας ή της προσδοκίας μιας καινούριας αρχής;Τα όπλα και τα σημάδια της ερωτικής πράξης συνυπάρχουν. Ο πόλεμος και ο έρωτας είναι δύο διαφορετικές όψεις της ίδιας αχόρταγης δίψας του ανθρώπου να κατακτά και να κυριεύει, να ηγείται και να λατρεύεται. Ανάλογη είναι και η δίψα του ανθρώπου που ξεπηδά μέσα από την τέχνη. Κατά βάθος η ζωή μέσα από την τέχνη είναι ένα ερωτικό κάλεσμα, ή αλλιώς μια πρόσκληση σε υποταγή. Όπως κι ο πόλεμος, ο έρωτας και η τέχνη δεν είναι ο σκοπός, αλλά το μέσο. Και το παιχνίδι του έρωτα είναι παιχνίδι πολεμικό, με διεκδικούμενες περιοχές και γκρίζες ζώνες.
Ας μην θεωρήσουμε, ούτε για μια στιγμή ότι η «Ελεγεία των Εκβατάνων» είναι μια πεσιμιστική συλλογή – ούτε ότι είναι μια στρατευμένη συλλογή. Δεν είναι μια καταγγελτική κραυγή απόγνωσης για τον καινούριο τρομακτικό κόσμο στον οποίο βρεθήκαμε (ή νομίζουμε ότι ξαφνικά βρεθήκαμε, αφού η Ιστορία μας διδάσκει ότι πάντοτε ήμασταν εκεί). Ο ποιητής δεν σάστισε επειδή ξαφνικά ανακάλυψε αδηφάγες υπερδυνάμεις, αδικημένους που απαντούν στη βία με χειρότερη βία, αθώα θύματα, ανθρωπιστικές καταστροφές. Όλα αυτά δεν εφευρέθηκαν τώρα, ούτε καν ανακαλύφθηκαν τώρα. Οι ανθρώπινες κοινωνίες και οι ανθρώπινοι πολιτισμοί τα είχαν πάντοτε στις γενετικές τους αποσκευές τους, όπως στις γενετικές αποσκευές του καθενός από εμάς βρίσκεται η δυνατότητα να σκοτώσει. Απλά η βαρβαρότητα κάποτε ήταν περισσότερο αθώα και αγνή. Εκδηλωνόταν αφτιασίδωτη, παρουσιαζόταν μπροστά μας χωρίς καμία μάσκα. Τώρα: Οι τυμβωρύχοι κοκαλώνουν όταν οι λέξεις γίνονται διαμάντια. «Οι λέξεις γίνονται διαμάντια». Οι ποιητικές λέξεις φτιάχνουν έναν καινούριο κόσμο. Που όσο κι αν είναι ονειρικός, δεν μπορεί παρά να κουβαλάει την ανάσα αυτού εδώ του κόσμου, αφού είναι φτιαγμένος από τα υλικά του. Αυτή την ανάσα του κόσμου αφουγκράστηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά ο Κώστας Ευαγγελάτος στην «Ελεγεία των Εκβατάνων». Πραγματοποίησε το ταξίδι του από την ταπεινή οδό Εκβατάνων, όπου ζούσε ως φοιτητής στην θρυλική πρωτεύουσα των Περσών κι από κει στη δική μας ψηφιακή εποχή, την εποχή της υψηλής τεχνολογίας και της συγκαλυμμένης θηριωδίας: Αλυσίδες πίστης/ φυτίλια αλγορίθμων/ ροή ολέθρου στο φως της δύσης. Ανατολή και Δύση – δυο κόσμοι που έχουν αλληλοαναγορευθεί αντίπαλοι δεκάδες φορές στο διάβα μας ιστορίας- μόνο που τώρα η αντιπαλότητα μοιάζει να μην έχει προσχήματα – η στρεψοδικία είναι πια βασικό επιχείρημα, και ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να ορθώσει το ποιητικό του οικοδόμημα πάνω σε στάχτες, να ονειρευτεί μέσα από καπνούς, να ερωτευτεί κάτω από την κλαγγή των όπλων, να ρεμβάσει ανάμεσα στα χιλιάδες πλάνα ανθρώπινου πόνου που περνούν μπροστά από τα μάτια μας πλέον τόσο ανώδυνα και μας μοιάζουν τόσο φυσικά, που σε λίγο θα τα απολαμβάνουμε κιόλας, ως θέαμα σε ρωμαϊκή αρένα.
φωτογραφίες χαράς σε τόπο ξένο, από τη Διαπίστωση (2007).
Η τέχνη δεν δίνει λύσεις. Η τέχνη μας μπορεί να νικήσει μόνη της τη βαρβαρότητα. Είναι όμως το πιο ισχυρό αντίδοτο ενάντια σε κάθε μορφής βαρβαρότητα, σε κάθε μορφής βία. Η συγκίνηση που μας χαρίζει η τέχνη μπορεί να μας δώσει δύναμη για αντίσταση. Γιατί η τέχνη μας δίνει την ευκαιρία να συγκινηθούμε. Και μπορεί, αν συγκινηθούμε με την τέχνη, να συγκινηθούμε και με αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Η συγκίνηση, όπως και ο πόλεμος και το μίσος, δεν έχουν πατρίδα. Και αφού συγκινηθούμε, να κινηθούμε: να ψάξουμε, και να ανακαλύψουμε το δικό μας τρόπο, που υπάρχει μέσα μας, για να αντισταθούμε έμπρακτα στη βαρβαρότητα – τόσο την παλιά γνωστή διαχρονική βαρβαρότητα των ανθρώπων, όσο και τη φαινομενικά ανώδυνη της υψηλής τεχνολογίας, εκείνη που είναι περισσότερο επικίνδυνη γιατί εισβάλλει μπροστά στα μάτια μας χωρίς να σπάσει καμιά πόρτα, αλλά με την απόλυτη συγκατάθεσή μας, μέσα από το καλώδιο μιας ευρυζωνικής σύνδεσης.
Η διέξοδος ίσως για τον καλλιτέχνη, τόσο τον εικαστικό όσο και τον ποιητή, είναι να σκαλίσει το εργαστήριό του, να ακονίσει τα εργαλεία του, να αντιμετωπίσει την καινούρια πραγματικότητα εφευρίσκοντας νέους δρόμους που οδηγούν στη συγκίνηση – να προτιμήσει να μη μονομαχήσει με το άλογο της νέας τεχνολογίας, απλά να το κάνει δικό του και να ιππεύσει προς το μέλλον. Στο αυτοαναφορικό ποίημα «Εγκάρσια Πτήση» ο Ευαγγελάτος δεν κάνει απλά μια αναδρομή στα σύνεργα της εικαστικής και ποιητικής του τέχνης. Αποκαλύπτει, εν είδει προγραμματικής διακήρυξης, τον στρατηγικό του στόχο για το μέλλον. Με πλήρη συναίσθηση του κινδύνου, αλλά και της συναρπαστικής περιπέτειας που τώρα ξεκινά, ο ποιητής εφορμά με καινούρια δύναμη (παρμένη από τη δεξαμενή της ψυχής του και από τα ανεπτυγμένα πλέον αντιδραστήρια του εργαστηρίου του). Όπως κάθε φορά γνωρίζει ότι κινδυνεύει να χάσει τα πάντα – η ποίηση και η τέχνη έχουν εκτός από ωδίνες, και οδύνες, απώλεια και πόνο. Έχουν όμως και τη γέννα του καινούριου, τη συναρπαστική πορεία μιας διεξόδου προς το φως, έστω κι αν κανείς πρέπει να περάσει από κομμένες γέφυρες και σκοτεινές σήραγγες. Ο καλλιτέχνης-ποιητής ξεκινά. Πάλι. Και μας καλεί μαζί του. Όχι απλά να δούμε. Αλλά να ακολουθήσουμε.Τρέχει στο χάσμα που η γλώσσα τιθασεύει/ μ’ αρχέγονη σφοδρότητα και πάθος/ το άφατο και σκοτεινό της γνώσης, από την Εγκάρσια πτήση.-