Η παρουσίαση του νέου βιβλίου της Σοφίας Σαμόλη "Ωδή και Δρόμοι"
Είναι κάποιες στιγμές ανεκτίμητες, κάποιες ώρες τόσο "μικρές" πού δεν χωρούν την χαρά, κάποιες μέρες πού δεν έχουν όνομα, κάποιος μήνας πού πάντα θα μοσχοβολά θύμησες, δέσιμο και δόσιμο.
Φιλία πάνω απ' όλα, ανιδιοτελή.
Ένα δάνειο, σπάνιο στις ημέρες μας, που δεν θα χρειαστεί να ξεπληρωθεί.
Ευχαριστώ την Νίκη Φωκά, την Μάγδα Ηλιοπούλου, τον Χρήστο Μαρούλη, τον Δημήτρη Κοτροκόη, την Φανή Ανδρίκουλα, τον Άκη Κατσιμίγα,τον Γιώργο Ρωγή.
Ιδιαίτερα τον Αιμίλιο Σαμόλη, που αγόγγυστα στάθηκε πίσω από την κάμερα τού κινητού του για όλο το διάστημα τής παρουσίασης του νέου μου βιβλίου "Ωδή και Δρόμοι".
Έτσι απλά και ιδιωτικά, όπως άλλωστε άρμοζε σε ένα λιτό, Αυγουστιάτικο, αντάμωμα συγγενών και φίλων.
Με χαρά μοιράζομαι εδώ, μαζί με όλους σας, το βίντεο καθώς και το ποίημα που "έδωσε" τίτλο σε αυτή τη θαλασσινή συλλογή μου,
έτσι... σαν ένα ευχαριστώ καρδιάς και σαν μία ζεστή ανέγγιχτη αγκαλιά.
Το βιβλίο "Ωδή και Δρόμοι" των Εκδόσεων "Ανάτυπο" μπορείτε να το προμηθευτείτε στα βιβλιοπωλεία "Ianos" και "Protoporia"
Σοφία Π. Σαμόλη
ΩΔΗ ΚΑΙ ΔΡΟΜΟΙ
Ασκεί μία παράξενη έλξη ετούτη η εξώπορτα,
αναδύει στα χρώματα της καμένης ζάχαρης.
Πάνω στα θαλασσόξυλά της μία γυναίκα,
γεύση από γλυκόπικρη καραμέλα,
περίτεχνη και ξέθωρη διακόσμηση.
“Στέγνωσε τα ποδαράκια σου, θάλασσά μου”.
Και η σκέψη του, της έσκιζε τα νερά.
Το σαράκι, το θήραμα, η αρμύρα και η μούχλα μέσα στον χρόνο,
της μάνας της η άχνα.
Ένα καταφύγιο για τα τρυφερά της σωθικά.
“Θρόισε τις φτερούγες σου, τρυφερούδι μου”.
Και ο άνεμος ξέσπαγε στις καλαμιές.
Λαίμαργοι εμπρός στο ροζιασμένο ξύλο κοντοστέκουν οι ξένοι,
άλλοι τη βλέπουν και άλλοι την κοιτούν.
Το κάλλος
της αλαφροΐσκιωτης κυράς θαυμάζουν,
την άναρχη πινελιά στην πυρόξανθή της χαίτη.
“Χτένισε τα ατίθασα μαλλάκια σου, ακρωτήρι μου”.
Και η χωρίστρα του, ράπισμα στο πρόσωπο.
Στα στενά της ιμάτια σπαρμένα κεντίδια εποχής,
το σπόρι της ηλικίας της
φαντάζει ξεχασμένο στάχυ, μεστό,
έμπνευση του καλλιτέχνη αθέριστη.
Όρθια στο ξύλο.
Το κεφάλι της ψηλά,
λες και το κρατά στη θέση του το καρφί που σφήνωσε ο γεννήτορας,
από παλιά στη μέσα την πλευρά,
να κρεμούν οι μουσαφιραίοι το κρύο,
τα ιδρωμένα του, αυτός, σκουτιά
και η μάνα το μεσοφούστανό της σαν συγχρωτίζονταν
και, προς στιγμήν, τη γνώριζε.
“ Ίσιωσε το άγουρο κορμάκι σου, θαύμα μου”.
Και η έξαψή του, μέρευε στα σκέλια της.
Στο ντεκολτέ ερμητικά κλειστό το ενύπνιον του ταξιδίου,
δύο ανθομπούμπουκα τα στήθια της
καλπάζοντα στη διαδικασία της φαντασίας,
ετοιμοπόλεμη ήβη στα κουμπιά.
Στα μάτια της
χυμένο της θάλασσας το ουρανί,
ανέκφραστα απομεσήμερα.
“Σκούπισε το αίμα από τα ματάκια σου, ίριδά μου”.
Και το ψαλίδι του, τις έκοβε βάφοντας το τσίτι.
Στα αυτιά της
ανθοδεμένος ο μικρός μήνας της άνοιξης,
απαγχονισμένα απόβραδα.
“Κλείσε την ακοή σου, δυνατή μου”.
Και τα οστά της, λίπασμα όπου γης.
Στα χείλη της κουρελάκι κόκκινο η μπόρα.
“Σφράγισε τα βελούδινα χειλάκια σου, μονάκριβό μου”.
Και η φωνή της, αρμενιστής της σιωπής.
Με τό ’να χέρι της, στα δεξιά,
συγκρατεί θυμό και γείσο,
ικρίωμα και κούρνια για πουλιά.
Τον κόσμο της κοιμίζει στα ζερβά.
Τοκ, τοκ… χτυπά απάνου στην καρδιά.
Σιδερένιος μάρτυρας επί της υποδοχής,
σκοπευτής ακριβείας μέσα στου ρόπτρου την μπουνιά.
“Απασφάλισε τα παράθυρα στα φτερωτά, πνοή μου”.
Και η καρδιά της απολείπει, παρούσα.
Στα πόδια της χτισμένες οι εποχές,
με έναν αυθάδη μπάτη στο πρωτόσκαλο
να σπρώχνει τις μέρες της.
“Εγκλώβισε τα μοιραία στις καθημερνές, δροσοσταγόνα μου,
βγάλε τα στενά μου ιμάτια και με τις γιορτές άνοιξε παρτίδες”.
Και η ψυχή της, στο άκτιστο φως.
Απουσία μου, άχνα μου,
πώς αφού με αγαπούσες…
Κόσμε μου όλε και ερημιά μου.
Πού και πού έτρεχε το ημερολόγιο
κι έτσι μύριζε αλλιώς, Κυριακή και τάμα.
Ντύνεται το πιο ακριβό, από πάντα,
πορφυρό φουστανάκι της, το τσίτινο.
Ανηφορίζει το ξωκλήσι της στον βράχο,
–χωρά την προσευχή της;–
τα σήμαντρα χτυπούν βάφτιση.
Τα σκαλιά του, φιλούνε την άφρη,
αφ’ υψηλού αγναντεύει το πέλαγο.
Καρφώνει ανθί στα πυράνθεμα μαλλιά της,
έτσι, μπας και σταυρώσει με την άνοιξη.
Σκιάζεται, μπαίνει και ασπάζεται τα ιερά.
Πού και πού απομνημόνευε στίχους γραφών
κι έτσι μύριζε αλλιώς, λύτρωση.
Τα μάτια της χαμηλωμένα, έτοιμα ποτάμια,
βροντές στο πάτωμα
καθώς οι μικρομάνες γυμνώνουν τα βρέφη.
Πού και πού έριχνε φλούδες πορτοκάλι στη φωτιά
κι έτσι μύριζε αλλιώς, Χριστούγεννα.
Τα όνειρά της πέρα, σώνεται το λάδι,
ταξίδια αφώτιστα, κρεμασμένα στο αγνάντι.
Μαζώνει από τα νιοβάφτιστα τα ονόματα,
νά ’χει να τα φωνάζει,
η γυναίκα των τόσων επιθέτων
ντύνεται τα μαρτυρικά τους.
Τόσα βυζανιάρικα στο γείσο, ανεμίζει φτερό.
Πού και πού πότιζε με λουλακί το καλοκαίρι
κι έτσι μύριζε αλλιώς, λεβάντα.
Τι πλήθος!
Τόσο ροζ, τόσα σταυρουδάκια,
τόσο λάδι,
τόσο μύρο, τόσες ευχές,
τόσο φως, τόσο γαλάζιο,
τόσο νερό, τόσο νερό, τόσο νερό,
και το ριζικό της σταυρός
δεμένος πικραμύγδαλο στα τούλια.
Πού και πού περνούσε ένα χέρι ασβέστη την αυλή
κι έτσι μύριζε αλλιώς, Πάσχα.
Τα πόδια της ταλανίζουν ξόβεργες
μα τα πετούμενα, στις παλάμες τους,
διαβάζουν αποδημητικά τη μοίρα.
Τα φάσκιωσε, τα τάισε, τα πότισε, τα λίπανε,
τα έπαιξε, τα άντρωσε, τα πήρε το ανάστημα.
Τα βουτά μία ματιά στις αναμνήσεις,
τους δένει τα μαρτυρικά
ανοιχτό προορισμό και δρασκελιά.
Τους κόβει για τον δρόμο λίγο της ψυχή,
λίγο της καρδιά, φως αυγής, χρώμα δειλινού.
Ασάλευτη, πλήρης ψυχρού αίματος,
τα εκλιπαρεί για να πετάξουν.
Πλήρης κελαϊδισμάτων, ένδοξα και πρώτα,
κοιμίζει τους αποσταμένους δαίμονές της,
πλάι σε μία εξοχή που από παλιά κοιμάται.
Κάποιες βραδιές
σαν περνά από το κοιμητήριο ακούει κλάματα.
Είναι που ξυπνά το αεροβαφτισμένο, το απόδετο,
το ηλιοφοβισμένο
που μέσα στο σκότος ψάχνει ανάδοχο.
Πού και πού την έβρισκε μία ζάλη
και ήθελε να το πλειστηριάσει στους πέντε ανέμους,
μα η άχνα της χαϊδολόγημα,
κούρνια και αγοραστής
μίας παρανοϊκής παροδικής αστάθειας.
“Κλείσε την ακοή σου, δυνατή μου,
αν αντέξουν τα φτερά του στην καταιγίδα
θα ακούσεις κι εσύ τη βοή”.
Απόψε το παίρνει στο κατόπι μέχρι τα χαμηλά,
εκεί που τα σκαλιά φιλούνε την άφρη.
Το χνωτίζει στα γέρικα χέρια της, το χαϊδεύει,
του τάζει τη νεότητα που ξεμυαλίζει.
Απάνου στα πορφυρά της ιμάτια
μοιράζουν στα δάχτυλα τα περασμένα,
δακρύζουν τα επερχόμενα.
Απλώνει τα χέρια, τολμά,
νιώθει ότι χτυπούν τα σήμαντρα,
χωρά η προσευχή της.
Πού και πού την αρνιόντουσαν τα πνεμόνια της
λες και είχαν ρουφήξει του κόσμου όλου
όλη την κάπνα.
Κλωτσά ο αέρας στ’ αυτιά της ένα κρεσέντο,
η κοιλιά της τρίζει αρχέγονα και ανάστατα,
γιομάτη λυσσά εν αιθρία
καθώς ρουφά από τον ωκεανό τη φωτιά.
Φυσά το αεροβαφτισμένο στο απέραντο.
Τοκ, τοκ… χτυπά ελεύθερη η καρδιά.
Πού και πού αφαιρούσε τα καρφιά από τις τρύπες
κι έτσι μύριζε αλλιώς, Ανάσταση.
Βοτανίζει τον κήπο της, κρύβεται το άστρο,
οι παπαρούνες στάζουν στο εφηβαίο της,
παίρνοντας τον γυρισμό της άφρης
βυσσοδομεί το πικροκάρφι του.
Πού και πού ένωνε τα τέταρτα του φεγγαριού
κι έτσι μύριζε αλλιώς, πανσέληνος.
Τώρα βαδίζει το κάρμα με σοφία,
εκθέτει το σώμα της γυμνό ανάμεσα στις πέτρες.
Πουλάκι, σε εμβρυϊκή στάση,
γυναίκα με καταραμένη ομορφιά
τρεμοφέγγει η ψυχή της.
Το άστρο άδει στραφταλίζοντας τον δρόμο,
ενώνει τη δύναμη στα δάχτυλα
και σαν άλλη Παναγιά ευλογεί το μπάρκο
καθώς τα φίδια,
κρεμώντας συνειδητά και άρμενα
στον κόρφο τα μαρτυρικά,
μαρτυρικά αλλάζουνε πουκάμισο.