Σοφία Αράβου-Παπαδάτου : Μικρό Διήγημα
ΜΙΚΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Τίτλος: ΑΠ’ ΕΞΩ BELLA, BELLA……
Υπότιτλος: Η ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ
Σοφία Αράβου-Παπαδάτου
Ήτανε σαν κλαράκι αδύνατη, ευγενική, προσεκτική η υπάλληλος.
Την υποδέχτηκε στο γραφείο της του τρίτου ορόφου, ένα κτίριο σαν ημι-ανοιχτό πολυώροφο τσιμεντένιο πάρκινγκ, σαν ανοιχτή γκαλερί Guggenheim αλλά με χρώματα εκρού και κάγκελα πράσινα, καθόλου άσπρο. Οι όροφοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους, οι υπάλληλοι και οι πελάτες μπορούσαν να σταθούν στα κυκλικά μπαλκόνια του ανοιχτού κλιμακοστάσιου και να δουν όλους τους ορόφους, πιο πάνω και πιο κάτω, με το βλέμμα να χάνεται στην προοπτική της ανοιχτής χοάνης της σκάλας!
Ήταν η πρώτη εντύπωση, που λειτουργούσε υπέρ της κατασκευαστικής εταιρείας των μηχανικών, που της σύστησαν φίλοι. Με το ζόρι κρατήθηκε να μην πει «αναλαμβάνετε εν λευκώ», γοητευμένη από την αισθητική του κτιρίου!
Το βλέμμα όμως της υπαλλήλου δεν ταίριαζε στον θεσπέσιο χώρο. Συρρικνωμένη, με ασθενική, χαμηλόφωνη επικοινωνία. Φοβισμένη ή δυσαρεστημένη, εγγενής ή επίκτητη υπερβολική σεμνότητα, μήπως κάποια περιστασιακή αδιαθεσία; δεν μπορούσες να διακρίνεις! Αυτό έβαλε φρένο στον αρχικό ενθουσιασμό «ας το δούμε λιγάκι», σκέφτηκε.
Μετά από λίγη ώρα, έπιασε στον αέρα μια αμυδρή οσμή, μούχλας, αποχέτευσης, δεν καταλάβαινε….πάντως κάτι την ενοχλούσε. Αυτόματα ήρθαν στο μυαλό της τρεις εικόνες, και ας εξηγούσε παράλληλα στην υπάλληλο, τι ακριβώς ήθελε για το σπίτι που ονειρευόταν τόσα χρόνια, για να την παραπέμψει ανάλογα, στο αρμόδιο team της εταιρείας .
Όσο μίλαγε η οσμή δυνάμωνε αθροιστικά, γαργάλαγε τα ρουθούνια της. Οι τρεις εικόνες στο μυαλό της την αποσπούσαν, αλλά το χειριζόταν μην καταλάβει η κοπέλα.
Πρώτη εικόνα από παλιό διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, μπόχα η αποχέτευσή του. Με ύφος 2000 καρδιναλίων ο μεγαλοαστός ιδιοκτήτης. Της πήρε καιρό να το εντοπίσει, να καταλάβει ότι κάτω από την μπανιέρα της οι σωλήνες αποχέτευσης τρύπιες, καραδοκούσαν να την σκοτώσουν, αργά-αργά και σταθερά. Του κόπηκε το ύφος του «καρδινάλιου», όταν άκουσε τις λέξεις, Υπηρεσία Υγιεινής, Δημόσια Υγεία… μηχανικός καυχιόταν, «η λόρδωση του ξιπασμένου κόκορα»!
Η δεύτερη εικόνα διπλή, σε προάστιο της δυτικής Αθήνας. Ένα διαμέρισμα παλιό που αγόρασε, τριακονταετίας , από την πρώτη μέρα ο μηχανικός της είπε «τα κτίρια παλιώνουν από τις εγκαταστάσεις τους, μην τσιγκουνευτείς, άλλαξε τα όλα, ηλεκτρικά και υδραυλικά». Τον άκουσε, νάναι καλά, γλύτωσε τα επόμενα χρόνια, πολλά χρόνια, ούτε σταγόνα διαρροής, ούτε ελάχιστη οσμή αποχέτευσης.
Η συνέχεια της δεύτερης εικόνα στην ίδια περιοχή, τότε εργατική, χθες υπαλληλική και σήμερα άνεργη. Το κτίριο ολοκαίνουργιο, ο μηχανικός καλλιτέχνης, τού έβγαλε το καπέλο, θαύμασε τον μοναδικό σχεδιασμό του…όμως πολύ καλλιτέχνης βρε παιδί μου, σε άλλο κόσμο. Χωρίς πολυλογίες, τα μπάζα που δεν καθαρίστηκαν σωστά, έφραξαν την αποχέτευση που όρμησε χειμαρρώδης γεμάτη άλιωτες κουράδες στην αποθήκη της στο υπόγειο του κτιρίου. Μες το σκατό και τα ούρα όλης της πολυκατοικίας των οροφοδιαμερισμάτων, οι μνήμες και τα παλιά βιβλία της. Τα πέταξε όλα, όσα δεν χώραγαν στη βιβλιοθήκη του γραφείου ή στο σαλόνι και φώλιαζαν κρυμμένα στην αποθήκη. Τα πήρε το λιπαρό σκατό στον άλλο κόσμο!
Την τρίτη εικόνα, τη διάλυσε αυτόματα ένας ανεπαίσθητος θόρυβος που ερχόταν σαν γρατζούνισμα στην ψάθινη τσάντα της. Την είχε ακουμπήσει στο πάτωμα..κοίταξε κάτω και είδε το τέρας… μια κατσαρίδα γίγαντας μασούλαγε το χόρτο. Την έλιωσε διακριτικά με το τσόκαρό της. Ο θόρυβος από το τσακισμένο σώμα, έδωσε ορμή εμετού, στην ανοιχτή τρύπα της αποχέτευσης στην τότε αποθήκη της. Τα σκατά την κυνηγούσαν ντυμένα κατσαρίδες!
Η τρίτη εικόνα έφυγε αμίλητη στα βάθη. Βιαστικά, ολοκλήρωσε τη συζήτηση…. «θα ξαναπεράσω», είπε, παίρνοντας μαζί της όλα τα χαρτιά από το γραφείο. Το απελπισμένο βλέμμα της κοπέλας τη σκότωσε…. Χάνει την πελάτισσα μέσα στην ανεργία, θα την απολύσουν;.. ή μήπως χάνει την ευκαιρία από τη γιατρίνα της υπηρεσίας Δημόσιας Υγιεινής που στεκόταν όρθια μπροστά της και ετοιμαζόταν να φύγει; «Τι να τα κουβαλάω αφού θα ξαναπεράσω;», είπε, άφησε κάποια έντυπα πάνω στο γραφείο… «θα πάω με τα πόδια τους ορόφους, να θαυμάσω όλο το κτίριο», είπε στη συνέχεια και το βλέμμα της κοπέλας έλιωσε πάνω της!
Πριν αλλάξει όροφο, έκανε όλο το γύρω στα μπαλκόνια του ανοιχτού κλιμακοστάσιου. Βλέμματα παντού, άντρες και γυναίκες, ίδια με της κοπέλας. Έβγαιναν από τα γραφεία, τρομαγμένα, απελπισμένα, τη χτύπαγαν αλύπητα, λειωμένοι-θλιμμένοι άνθρωποι. Από κάποιο γραφείο του τελευταίου ορόφου, «λόρδοι κόκορες» και μοσχοβολιστές καλοντυμένες «πουλάδες», χαριεντίζονταν με γέλια!
Όταν έφτασε στο ισόγειο, η οσμή πια ήταν σαφής, αν και πάντα αμυδρή. «Παρακαλώ η τουαλέτα;», είπε στην κατατρομαγμένη υπάλληλο της ρεσεψιόν, που την είχε στείλει στον τρίτο…. «στο υπόγειο, αλλά σήμερα έχουμε κάποιο πρόβλημα, κατεβείτε όμως, πιθανότατα το έχουν επισκευάσει», της απάντησε. «Στα υπόγεια είναι πάντα η θέα», σκέφτηκε μέσα της η γιατρίνα.
Κατέβαινε τις σκάλες, αλλά ήξερε τι θα δει, «δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη», είπε, και με κίνδυνο να ξεράσει ανά πάσα στιγμή, έλειωνε σωρηδόν τις κατσαρίδες!