Οι πρώτες σελίδες του βιβλίου της Έλλης Μαζωνάκη που διαδραματίζεται στην Κεφαλονιά του 1953
"ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ", της Έλλης Μαζωνάκη Βασισμένο σε αληθινά ιστορικά γεγονότα.
"Καλοκαίρι 1953: Στο ήρεμο νησί της Κεφαλονιάς δυο γυναίκες κανακεύουν τα νεογέννητα μωρά τους. Η μια έχει τα πάντα· έναν σύντροφο ζωής που την λατρεύει, χρήματα, φίλους. Η άλλη πασχίζει να κρατηθεί από έναν σύζυγο αδιάφορο και έναν μικρό λαχανόκηπο... Οι μεγάλοι σεισμοί που θα ακολουθήσουν θα σημαδέψουν για πάντα τις ζωές τους και θα τις ενώσουν αιώνια με δεσμά χωρισμού, θλίψης αλλά και ελπίδας. Καλοκαίρι 2013: Η Δάφνη, σεισμολόγος στην απαρχή της καριέρας της, φτάνει στην Κεφαλονιά κρυφά από τους δικούς της για να συμμετάσχει στο συνέδριο σεισμολογίας. Τα πρόσωπα που θα γνωρίσει εκεί θα της αποκαλύψουν το τεράστιο μυστικό της οικογένειάς της και θα αλλάξουν για πάντα τον μικρόκοσμο της ζωής της. Από την πληγωμένη Κεφαλονιά του 1953 ως την Κεφαλονιά του σήμερα και από την Στουτγάρδη της Γερμανίας μέχρι την Αθήνα και το Ηράκλειο Κρήτης, τα μυστικά θα διαδέχονται το ένα το άλλο και οι εξελίξεις θα έρχονται απρόσμενες, ξεπερνώντας η μία την άλλη σε ένταση και ορμή. Ένα καλοκαίρι του τότε και του σήμερα, με χρώματα και αρώματα και ήχους, που κόβεται απότομα από τα καταιγιστικά γεγονότα. Ένα καλοκαίρι γεμάτο αποκαλύψεις, που μπροστά τους κάθε χρώμα γίνεται μόνο άσπρο και μαύρο, κάθε μυρωδιά αναδύει σκόνη και ταραχή, κάθε ήχος σωπαίνει. Το καλοκαίρι που ο χρόνος σταματά να κυλά όπως πριν..."
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Το έργο αυτό θα ήταν αδύνατο να υλοποιηθεί χωρίς τη συμβολή των κατοίκων της Κεφαλονιάς, που τους ευχαριστώ θερμά, καθώς μου άνοιξαν τις καρδιές τους με τις ιστορικές τους μνήμες. Κάθε σπίτι στο νησί έχει να αφηγηθεί το προσωπικό του βίωμα από ένα σεισμό που άφησε πίσω του εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες, διαλυμένα σπίτια και περιουσίες, μια καθημερινότητα αδυσώπητη, γεμάτη φόβο, πείνα και προχειρότητα. Πιο πολύ όμως ο σεισμός χάραξε τις ψυχές των ανθρώπων αυτών, που είδαν τον ήρεμο τόπο και τη ζωή τους να καταρρέει μέσα σε ελάχιστα λεπτά.
Οι Κεφαλονίτες όμως, δεν είναι άνθρωποι που θα το βάλουν κάτω. Όπως απέδειξαν οι σεισμοί που ακολούθησαν, με κορύφωση τους δύο μεγάλους σεισμούς του 2014, το νησί οχυρώθηκε τόσο καλά, που πλέον το φυσικό γεγονός που προκαλεί τρόμο στον οποιονδήποτε, αποτελεί εδώ ένα “αναγκαίο κακό” με το οποίο οι κάτοικοι έχουν σχεδόν συμφιλιωθεί.
Ζώντας στην Κεφαλονιά εφτά και πλέον χρόνια και ψάχνοντας τις ιστορικές πηγές μέσα από τα βιβλία της Κοργιαλένιου Βιβλιοθήκης, σε φωτογραφικό υλικό, μαρτυρίες και γεγονότα, μπορώ να πω ότι κάθε τι που αναφέρεται στα συμβάντα των σεισμών του 1953 είναι αληθές και έγκυρο. Οι γνώσεις της Δάφνης για τη σεισμολογία ερευνήθηκαν από εμένα μέσα από άρθρα και μελέτες και ευελπιστώ, χωρίς να είμαι ειδικός, ότι απέδωσα με ακρίβεια και το επιστημονικό κομμάτι. Οι περιγραφές των σεισμών ομολογώ ότι περιέχουν λίγη και από την δική μου εμπειρία του 2014, αφού με βρήκαν να μελετώ τις πηγές και με ενέπλεξαν στην καρδιά του θέματος από κάθε άποψη. Τα σεμινάρια που ακολούθησαν από τους σεισμολόγους και τους πολιτικούς μηχανικούς πρόσθεσαν ένα ακόμα λιθαράκι ολοκληρώνοντας Το καλοκαίρι που σταμάτησε ο χρόνος.
Με μια επίσκεψη σε προσεισμικά, κατεστραμμένα χωριά - φαντάσματα όπως είναι τα παλιά Φάρσα ή τα παλιά Βλαχάτα, οι λέξεις παίρνουν σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια σου. Αγγίζοντας τις μισογκρεμισμένες πέτρες που στέκουν εξήντα και πλέον χρόνια αγέρωχες στον ήλιο και στη βροχή και στον αέρα, οι ιστορίες ζωντανεύουν σαν από μόνες τους. Παρά το γεγονός ότι λίγα μέτρα πιο κάτω η ζωή έχει μεταφερθεί και κυλά πολύβουη και γεμάτη δράση, η απραξία, η ηρεμία και η σιωπή της εγκατάλειψης μπορούν να σου διηγηθούν πολλά.
Μολονότι κάθε ιστορικό γεγονός που αναφέρεται είναι απόλυτα αληθινό, η ιστορία της Αγγιολίνας και της Ιουλίας αποτελεί μυθοπλασία και δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, όπως επίσης και τα ονόματα των ηρώων.
«Σε λίγη ώρα φτάνουμε στο λιμάνι της Σάμης. Παρακαλούνται οι επιβάτες με προορισμό την Σάμη να ετοιμάζονται για την αποβίβαση».
Η Δάφνη αγνόησε την αναγγελία· τα πόδια της έμειναν ριζωμένα στο ηλιόλουστο κατάστρωμα του πλοίου, καθώς εκείνο πλησίαζε γοργά την προκυμαία παίρνοντας την στροφή για να δέσει. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά από την έξαψη. Στα μάτια της η Σάμη, το λιμάνι της Κεφαλονιάς με τα χαμηλά σπιτάκια και τις κεραμιδένιες σκεπές, μια μικρή κωμόπολη στους πρόποδες καταπράσινων βουνών που την περιτριγύριζαν. Τα ταβερνάκια κατά μήκος του λιμανιού ήταν γεμάτα από τουρίστες Έλληνες και ξένους που αποτέλειωναν το φαγητό τους χαζεύοντας τη θάλασσα, νωχελικοί μέσα στην αυγουστιάτικη ζέστη. Η στενόχωρη μαρίνα ασφυκτιούσε από μικρές βαρκούλες, ψαροκάικα αλλά και μεγάλα πολυτελή σκάφη που αναμετρούσαν τα κατάρτια τους. Στο βάθος η μεγάλη και επιβλητική βουνοκορφή, ο ορεινός όγκος του Αίνου που χωρίζει στα δύο το νησί, εικόνες που είχε δει τυπωμένες σε σελίδες και τώρα υψώνονταν αληθινές μπροστά της σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Βουνό. Πράσινο. Σπίτια. Θάλασσα. Η απόλυτη ισορροπία που γαληνεύει ψυχή και νου. Με μια τελευταία ματιά περιεργάστηκε το ειδυλλιακό μέρος που αντίκριζε, τυπώνοντας στο νου της μικρές λεπτομέρειες. Η αλμύρα τη χτυπούσε στο πρόσωπο, γύρω της φωνές από τους επιβάτες, ο θόρυβος του πλοίου, η άγκυρα, η μπουκαπόρτα –δεν άκουγε τίποτα.
Ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει και βιάστηκε κι εκείνη, αν καθυστερούσε λίγο ακόμα θα την έπαιρνε το καράβι στην Ιθάκη, τον επόμενο σταθμό του. Μάζεψε την παρατημένη τσάντα της και έτρεξε στις σκάλες που είχαν πια αδειάσει. Είχε φτάσει. Μετά από τόση αναποφασιστικότητα, ψέματα, ένταση και αγωνία είχε φτάσει.
Μέρος Πρώτο 1.
Κεφαλονιά, Οκτώβριος 1952
Η Αγγιολίνα τίναξε τα χώματα από την ποδιά της. Καμάρωσε τις ολοκόκκινες, αψεγάδιαστες ντομάτες που μόλις είχε αφήσει στο τραπέζι της αυλής. Εδώ και αρκετό καιρό τις παρατηρούσε να γεννιούνται, μικρές και πράσινες στην αρχή, καλά δεμένες από το φυτό και να μεγαλώνουν, να παίρνουν χρώμα, να γίνονται πρασινοκίτρινες και μετά πορτοκαλιές και να κοκκινίζουν… Σε κανέναν δεν έλεγε ότι πήγαινε τρεις φορές τη μέρα και τις παρατηρούσε. Ούτε στον άντρα της που όλη μέρα πάσχιζε με τα λιγοστά περιβόλια και ζώα, να σπείρει πατάτες και να φροντίσει τις κατσίκες με αντάλλαγμα το φαγητό της ημέρας. Ούτε στην καλύτερη της φίλη, την Ιουλία που μαζί μοιράζονταν όλα τα μυστικά τους. Ούτε στη μάνα της που, ανήμπορη πια, το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας ξάπλωνε μέσα στο σπίτι. Οι ντομάτες αυτές ήταν δικά της παιδιά, εκείνη τις είχε φυτέψει, τις είχε φροντίσει. Από τότε που η μάνα της σταμάτησε να δουλεύει στα χωράφια και η Αγγιολίνα έπιασε τη θέση της, κάθε της δουλειά ήταν και κατόρθωμα.
Τέσσερα σχεδόν χρόνια ήταν παντρεμένη η Αγγιολίνα και ακόμα πάλευε να στρώσει το σπιτικό της. Γέρικο το κτίσμα και άβολο, άφηνε την οικογένειά της εκτεθειμένη το χειμώνα στο κρύο και την υγρασία. Κάθε που έπιανε φθινόπωρο προσπαθούσε να οργανωθεί όσο γινόταν καλύτερα για τους μήνες που θα ακολουθούσαν. Στοίβαζε τα ξύλα, έβγαζε από τα μπαούλα τα κιλίμια της προίκας της να τα αερίσει, κατέβαζε από τα πατάρια της ντουλάπας τις κουβέρτες. Η παλιά σόμπα ήταν καθαρή, όμως θα αρνιόταν να ζεστάνει το δωμάτιο χωρίς να δίνει φιλοδώρημα την κάπνα της. Για το παιδί την ένοιαζε περισσότερο, εκείνη μετά τα πρώτα τουρτουρίσματα συνήθιζε τη χαμηλή θερμοκρασία και δεν κρύωνε πια. Εξάλλου με την υγρασία που χωνόταν κάτω από τα ρούχα και τα κουβερτικά δεν μπορούσες να τα βάλεις και η Αγγιολίνα προτιμούσε να συμβιβαστεί μαζί της παρά να παραπονιέται.
Και τώρα που άρχιζε σιγά σιγά να συνηθίζει τους ρυθμούς της αγροτικής ζωής, τώρα που το νοικοκυριό της είχε στηθεί καταπώς βόλευε εκείνη και τον άντρα της, πάλι έπρεπε να προσέχει. Τα συμπτώματα το έδειχναν καθαρά. Η μάνα της ήταν σίγουρη. Το δεύτερο μωρό θα ερχόταν σε λίγους μήνες κι εκείνη δεν θα είχε βοήθεια από πουθενά, έπρεπε μόνη της να τα καταφέρει.
Τη φούστα της τράβηξε ένα βρώμικο χεράκι. Ο Πετράγγελος είχε εμφανιστεί από το πουθενά, γεμάτος λάσπες.
-Που ήσουν πάλι; τον ρώτησε. Γιατί έγινες έτσι;
Εκείνος δεν απάντησε. Στριφογύρισε το κεφάλι του και έτριψε το πρόσωπό του στο φόρεμά της. Του χάιδεψε τα μαλλιά. Δεν είχε καιρό να ασχοληθεί τώρα με το παιδί, έπρεπε να πάει να μαζέψει τα αβγά πριν τα τσιμπήσει ο κόκορας και τα καταστρέψει, τελευταία είχε χάσει αρκετά με τα καμώματά του. Αν ήταν τυχερή θα έβρισκε κάμποσα να βγάλει φαγητό για αύριο. Θα έδινε ένα-δυο και στην Ιουλία, οι δικές της κότες τελευταία δεν γεννούσαν αρκετά. Η Ιουλία πάντα της έδινε τρόφιμα χρήσιμα και δεν ήθελε πληρωμή. Ας είναι καλά, ήξερε την ανάγκη τους.
-Μαμά, πεινάω. Τι θα φάμε;
-Έφτιαξα κολοκύθια και μελιτζάνες. Πήγαινε να πλύνεις τα χέρια σου και θα έρθω να σου βάλω.
Το παιδί εξαφανίστηκε χωρίς αντίρρηση στο πέτρινο σπίτι. Ευτυχώς, σκέφτηκε η Αγγιολίνα, ποτέ δεν παραπονιέται, ποτέ δεν γκρινιάζει.
Πήρε τις ντομάτες αγκαλιά να τις πάει στην κουζίνα και, αφήνοντάς τες πάνω στο τραπέζι, βιάστηκε να τρέξει στο κοτέτσι. Άνοιξε την περίφραξη και χώθηκε μέσα. Οχτώ αβγά. Καθόλου άσχημα.
-Μαμά;
-Έρχομαι!
Έκανε την ποδιά της καλαθάκι, έβαλε μέσα τα αβγά και ξεγλίστρησε στην αυλή. Στο δρόμο προς το σπίτι έκοψε ένα φύλλο από τη λεμονιά και το έφερε στη μύτη της. Ανάσανε δυνατά τη γλυκόξινη, έντονη μυρωδιά και ένιωσε χαρά να την πλημμυρίζει. Θα έκανε κι άλλο παιδάκι! Σε λίγους μήνες θα το ένιωθε να σαλεύει μέσα της, να χτυπάνε την κοιλιά της τα δυνατά του ποδαράκια. Δεν χρειαζόταν και ιδιαίτερη προσοχή, στον Πετράγγελο η ζωή της κυλούσε κανονικά και είχε μια εύκολη εγκυμοσύνη. Το ίδιο θα γινόταν και τώρα. Δύο παιδάκια. Αυτό ήταν ευλογία.
2.
Η Δάφνη μπήκε στο μικρό ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο και ξεκίνησε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά από την ένταση, όπως ακριβώς και στο κατάστρωμα του καραβιού. Πήρε βαθιά αναπνοή και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην οδήγηση. Με τις οδηγίες του υπαλλήλου που της νοίκιασε το αμάξι, σε δυο λεπτά είχε βγει από τη Σάμη. Στην πρώτη στροφή έστριψε δεξιά ακολουθώντας την πινακίδα και ο δρόμος πλέον οδηγούσε στο Αργοστόλι, δεν θα μπορούσε να χαθεί.
Μύριες σκέψεις γέμισαν το μυαλό της. Ήθελε να είναι αφοσιωμένη στην οδήγηση, ο δρόμος είχε απότομες στροφές, ανηφόρες και κατηφόρες και πολλή κίνηση –ήταν η καρδιά του καλοκαιριού και στο νησί βρίσκονταν αμέτρητοι τουρίστες. Έκλεισε τα παράθυρα και έβαλε τον κλιματισμό, ανάσανε ελεύθερα. Ήθελε οπωσδήποτε να φτάσει, να κάνει ένα δροσερό μπάνιο, τα μαλλιά της παρόλο που τα είχε πιάσει μια ψηλή αλογοουρά τα ένιωθε ιδρωμένα, κολλημένα από την αλμύρα της θάλασσας. Σε όλο το ταξίδι είχε καθίσει στο κατάστρωμα με έναν καφέ στο χέρι. Το θαλασσινό αεράκι καθάριζε το νου της και απάλυνε την ταραγμένη καρδιά της.
Ναι, να κάνει ένα μπάνιο και να χαλαρώσει, να ηρεμήσει. Έπρεπε να είναι ξεκούραστη για την αυριανή παρουσίαση. Και να κάνει μια τελευταία πρόβα, να ρίξει μια ματιά ακόμα στις σημειώσεις της. Αυτό το συνέδριο αντιπροσώπευε πολλά για εκείνη. Και το σημαντικότερο απ’ αυτά ήταν ότι γινόταν εδώ, στο νησί που στοίχειωσε με τις διηγήσεις τα παιδικά της χρόνια, στο νησί που είχε ως εικόνα στο μυαλό της σαν κάτι πολύτιμο, μαγευτικό, μυστικό αλλά και συνάμα φανερό σε όλα του. Το νησί που έκανε τη γιαγιά της να τρέμει και την μητέρα της να αλλάζει κουβέντα. Εκείνο που αποτελούσε την αιτία των επιστημονικών της προσπαθειών.
Περνώντας τη στροφή για Ομαλά, τύπωσε στο νου της τη διασταύρωση για να έρθει το απόγευμα. Στόχος της όταν νοίκιασε το αυτοκίνητο ήταν να κάνει μια στάση στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου αλλά τώρα άλλαζε γνώμη. Καλύτερα να πήγαινε στο ξενοδοχείο της να φρεσκαριζόταν, να έβαζε τα καθαρά της ρούχα και έπειτα να ανηφόριζε, η απόσταση δεν ήταν μεγάλη.
Ξάφνου στα μάτια της μπροστά φάνηκε το Αργοστόλι και πίσω του το Ληξούρι, απλωμένα και τα δύο στην ακυμάτιστη θάλασσα. Ο δρόμος ήταν απαιτητικός και δεν την άφηνε να κοιτάξει για πολύ, έκοψε όμως ταχύτητα και με την άκρη του ματιού της θαύμασε. Ήταν απίστευτο το ότι βρισκόταν εδώ, στην Κεφαλονιά και μάλιστα κρυφά από όλους................
Η συνέχεια στις σελίδες του...
Μοιράσου: