Γεράσιμος Ν. Κατσαΐτης, ένας ξεχασμένος Ληξουριώτης ποιητής «μαθητής» του Μικέλη Άβλιχου
Του Γεράσιμου Σωτ. Γαλανού
Γύρω στις αρχές του 1905 έζησε στο Ληξούρι, ο Γεράσιμος Νικολάου Κατσαΐτης, ποιητής και στοχαστής, που άφησε τη στάμπα του ως γνήσια μορφή αυτού του τόπου.
Εκείνη την εποχή ο μεγάλος σατιρικός Ανδρέας Λασκαράτος είχε φύγει από τη ζωή, ενώ για αρκετά χρόνια έως το 1917 έζησε ο άλλος σατιρικός ,Μικελάκης Άβλιχος.
Ήταν τα χρόνια που το Ληξούρι είχε αρχίσει να παρακμάζει πνευματικά, ο κόσμος του στην πλειονότητά του ζούσε μέσα από την αγροτιά και την ψαρική, και όπως σε όλο το νησί, ιδίως στις άλλες πόλεις, η διαφορά των τάξεων ήταν αισθητή, με πρώτη την τάξη των αρχόντων να ζει σε βάρος του απλού λαού.
Παρόλα ταύτα, υπήρχαν φωτεινές μορφές πέρα από τους δυο προαναφερθέντες ποιητές που διατηρούσαν την κουλτούρα του τόπου, την πνευματική δραστηριότητα και τη σατιρική συνέχεια που αυτός ο τόπος επιμόνως και αβίαστα, καλλιέργησε. Τέτοιες μορφές ήταν: ο Ρόκος Ξυδάχτυλος, ποιητής και αγιογράφος, ο ιστοριοδίφης Ηλίας Τσιτσέλης, ο τροβαδούρος Τζώρτζης Δελλαπόρτας, η Καλομοίρα Ματαράγκα, ο Αριστείδης Ρουχωτάς και άλλοι που παρουσιάστηκαν ως επίγονοι του Άβλιχου, μια και τον ακολουθούσαν και διδάχτηκαν πολλά από αυτόν.
Μέσα σε αυτούς έχει και τη θέση του ο ποιητής Γεράσιμος Ν. Κατσαΐτης, για τον οποίον ο Ηλίας Τσιτσέλης, αναφέρεται με μία μόνο γραμμή στα Σύμμικτα,[1] στο ότι δημοσίευσε στιχουργήματα με τον τίτλο «Πτήσεις» στη Βραΐλα το 1892.
Αναζητώντας τη μορφή του ποιητή Γεράσιμου Κατσαΐτη φαίνεται πως κατάγεται από την ιστορική οικογένεια Κατσαΐτη[2] του Ληξουρίου, και οι πρόγονοί του βιογραφούνται από τους ιστορικούς μελετητές, ως πρόσωπα λόγια και δραστήρια.
Ωστόσο, η έρευνα για τον ποιητή αυτόν συνεχίζεται για να εντοπιστεί η πρώτη ποιητική συλλογή με το τίτλο «Πτήσεις»[3], που δυστυχώς έως σήμερα δεν έχει εντοπιστεί.. Έχει σωθεί όμως η δεύτερη ποιητική συλλογή, εδώ στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη, προερχόμενη από τη βιβλιοθήκη του Νικολάου Λιβαδά[4], με τίτλο «Στόνοι και Κάλυκες»[5], που εκδόθηκε στη Βραΐλα το 1902 και η οποία δεν την αναφέρει ο Τσιτσέλης στο έργο του.
Αρχικά, μέσα από αυτή την ποιητική συλλογή θα σκιαγραφήσω σε πρώτο πλάνο τον ξεχασμένο ποιητή Γεράσιμος Κατσαΐτη.
Πρόκειται για συλλογή ποιημάτων που εξέδωσε ο ποιητής στην Βραΐλα σε έντυπο πενήντα φύλλων. Η συλλογή είναι αφιερωμένη στον Κλεόβουλο Βιολάτο[6], φίλο αδελφικό του ποιητή, και με το οποίον είχαν συνδεθεί με αδελφική φιλία.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο «Εις την σκιάν του πολύκλαυστου φίλου μου Κλεόβουλου Βιολάτου» που μέσα από υπέροχο ποιητικό στίχο καταλήγει να κλείνει την κάθε στροφή με τη φράση «σ΄ αναζητώ ακόμα». Στο ποίημα οι τρεις πρώτες στροφές του είναι τρίστιχες με κατάληξη επί πλέον στην κάθε μια την φράση «σ’ αναζητώ ακόμα», η οποία λειτουργεί ως τέταρτος στίχος και ας φαίνεται μισός. Την τελευταία στροφή ο Κατσαΐτης τη δομεί σε πεντάστιχο, δίνει τη λύση και κλείνει πάλι με την φράση της αναζήτησης όπως και στις άλλες στροφές.
Από αυτό το ποίημα συμπεραίνουμε πως ο Κατσαΐτης, δούλευε το στίχο, ήξερε από μετρική και χωρίς να πλατειάζει δομούσε ποιητικά το νόημα που ήθελε να δώσει. Στη συνέχεια της ποιητικής συλλογής ο Κατσαΐτης, δημοσιεύει ένα ποίημα του φίλου του, Κλεόβουλου, με τίτλο «Η ματαιότης», ποίημα με καλή μετρική και φιλοσοφικό στοχασμό για τη ζωή και τον θάνατο. Από ότι γράφει ο Κατσαΐτης το ποίημα αυτό το είχε συμπεριλάβει στην ποιητική τους συλλογή «Πτήσεις» που συνέγραψαν μαζί με τον Κλεόβουλο στη Ρουμανία.
………………..
Το κείμενο για τον Γεράσιμο Κατσαΐτη είναι μεγάλο, έχει δε δημοσιευτεί στα Πρακτικά ενός συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στο Αργοστόλι το 2008
Ακολουθούν επιλεκτικά κομμάτια από κείνη τη δημοσίευση που αφορούν στην ποιητική του αξιόλογου στοχαστή και μαθητή του Μικέλη Άβλιχου.
… Ο Γεράσιμος Κατσαΐτης βρίσκεται στη Βραΐλα εκεί που ο φίλος του Κλεόβουλος Βιολάτος και η οικογένειά του είχαν μεγάλες επιχειρήσεις. Δεν μας παραδίνεται όμως που εργαζόταν ή πόσο καιρό έμεινε εκεί πάνω ο Κατσαΐτης. Ο πατέρας του Ιωάννης είχε εμπορικές ασχολίες και πιθανόν ο Γεράσιμος να συνέχιζε την οικογενειακή παράδοση στην ανεπτυγμένη κεφαλονίτικη Παροικία του Δούναβη. Το μόνο σίγουρο είναι πως πέρα από μια σαραντακονταετία πρέπει να έμεινε στη Βραΐλα και αργότερα να ήλθε για μόνιμη πλέον εγκατάσταση στην πατρώα γη.
Την επιθυμία του να γυρίσει στην Κεφαλονιά, την περιγράφει ποιητικά και στενάζει, όταν βλέπει ένα κεφαλλονίτικο πλοίο στον Δούναβη το «Οράτιος Κούπας» να αναχωρεί για το νησί του. Το ποίημα έχει τον τίτλο «Στεναγμός επί τη αναχωρήσει του ατμόπλοιου, Οράτιος Κούπας».
«…………………………………………
Φεύγει αργά, μαύρος καπνός πληροί την ατμοσφαίρα
σαν σύγνεφο ολόμαυρο εις το κενόν πετά
και λίγο λίγο χάνεται και σβιέται στον αιθέρα
κι’ η γαλανή σημαία του μας αποχαιρετά.
Με στεναγμόν ανέκραξα στάσου ναλθώ μαζή σου
ώ! μη μ’ αφήσης μ’ απονιά
φέρε με στην Κεφαλλονιά,
λυπήσου με, λυπήσου.
Φέρεμε’ κει στην ξακουστή στην γη τη μυρωμένη
οπού το παν εκεί γελά,
η φύσις δε μοσχοβολά
στην γην τη ξακουσμένη.»
…. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ποίημα που αφορά στον Διονύσιο Σολωμό και που το έγραψε κατόπιν παραγγελίας του προέδρου για την έκδοση του πανηγυρικού τεύχους για τα 100 χρόνια του εθνικού ποιητή. Πρόκειται για όμορφο μετρικά ποίημα, που συνοπτικά μιλά για τη σκλαβωμένη Ελλάδα, η οποία βρήκε τον Ψάλτη της που της έδωσε δύναμη και πέταξε από πάνω της τη βαρυχειμωνιά που είχε φέρει ο Τούρκος. Αναφέρεται στον Ρήγα Φεραίο, και ενσωματώσει μέσα στο ποίημά του, τον χαιρετισμό και την καταγωγή της Ελευθερίας του Σολωμού από τον Εθνικό Ύμνο, καταλήγει, με μια στροφή που περικλείει τα πάντα για τον μεγάλο Ζακυνθινό ποιητή.
«..Και τώρα που δροσόλουστο του κάμπου το λουλούδι
ακούς γλυκά την άνοιξιν να ψάλλη το τραγούδι
του Σολωμού που γέννησε τον ύμνον η καρδιά
καθώς από τα κόκκαλα εβγήκ’ η λευθεριά».
…Αξίζει να σταθεί κανείς στο ποίημα που αφορά στον Ανδρέα Λασκαράτο και το οποίο γράφτηκε μετά το θάνατο του σατιρικού ποιητή. Ο Κατσαΐτης έμαθε το θάνατο του Λασκαράτου στην Ρουμανία και έγραψε το ποίημα με τον τίτλο «Δυο λόγια επί του τάφου του πολύκλαυστου ποιητού Ανδρέα Λασκαράτου». Τον εγκωμιάζει σε τέσσερες στροφές, και του λέει «πως η φωτεινή λαμπάδα του θα λάμπει ότι έψαλλε η γλυκιά του Μούσα». Τον αναγνωρίζει ως ποιητή –στοχαστή και του λέει πως με τον χαμό του θα είναι φτωχότερο το Ληξούρι και η Ελλάδα. Είναι μια αληθινή ποιητική έκφραση από ποιητή που αναγνωρίζει έναν ποιητή και κοινωνικό αναμορφωτή.
« Η παιγνιδιάρα Μούσα σου σ’ τον τάφο σου θαμμένη
με το στερνό χαμόγελο ξεψύχησε μαζή σου
και έμεινε η Αύρα σου βουβή κι ορφανεμένη
και τώρα κλαίει άφωνα πικρά την στέρησί σου»
Η Μούσα σου που έψαλλε πικρόγελα τραγούδια,
τον πόνον της καρδίας σου βαθειά από τα στήθεια
τριγύρω εις τον τάφον σου αειθαλή λουλούδια
ψάλλουν ακόμα μια φορά σ’ τον κόσμο την αλήθεια.
Σ’ τον κόσμο, ναι, ακοίμητη, ως φωτεινή λαμπάδα
θα λάμπη ό, τι έψαλλεν η Μούσα η γλυκειά σου
και το Ληξούρι τ’ όρφανό και η λοιπή Ελλάδα
θα έχουνε παρηγοριά τα λόγια τα χρυσά σου.
…………………………………………..
Είν’ το τραγούδι μου φτωχό, λουλούδι μαραμένο,
το πάγωσαν της ξενητειάς τα ψύχη και τα πάγη,
αλλ’ όμως είναι της καρδιάς, αφ’ την καρδιά βγαλμένο,
να κλάψη έρχεται κι’ αυτό σχίζον βουνά, πελάγη.»
… Είχε πονέσει αρκετά όταν ήταν στην Ρουμανία, ιδίως με το χαμό του φίλου του, είχε ταξιδέψει πολύ για τις εμπορικές του συναλλαγές και εργασίες, αλλά είχε και την πρόνοια να γυρίσει σαν άλλος Οδυσσέας στην πατρίδα του. Άλλαξε στάση ζωής και κοινωνικός όπως ήταν χαιρόταν μέσα στον κόσμο και τους φίλους του τα χρόνια που του έμεναν. Ο Γεράσιμος Κατσαΐτης έφυγε από τη ζωή στις 31Οκτωβρίου 1929.
Το περιοδικό Η «ΗΧΩ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ»[7] δημοσιεύει δύο ποιήματά του στο αμέσως τεύχος του μετά τον θάνατό του και γράφει γι’ αυτόν σε μια σελίδα του τα εξής: «Απεβίωσε ο Γεράσιμος Κατσαΐτης ο γνωστός σατυρικός ποιητής και κυνικός φιλόσοφος. Κοσμογυρισμένος, μελετημένος και απαγοητευμένος από τη ζωή έγραφε πολλάκις στίχους πολύ δυνατούς κα βαθείς. Ήτο γνωστότατος τύπος διακρινόμενος δια τα αστεία του, τους κυνισμούς και τα καλαμπούρια του. Δυστυχώς τα ποιήματά του δεν διεσώθηκαν, μερικά δε τούτων ήσαν αριστουργήματα. Εν τη οικεία στήλη δημοσιεύουμεν μερικά από τα περισωθέντα».
[1] Ηλίας Τσιτσέλης,, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμος Α΄, Αθήνα 1904, σελ. 850
[2] ΓΑΚ. –Ληξιαρχικά βΙΒΛΊΟ Γεννήσεων 1859 και βιβλίο θανάτου 1929 (Ο Γεράσιμος Κατσαΐτης, γιος του Ιωάννη και της Μπέλλας Μαρκέτου, γεννήθηκε τις 7/10/1859 και πέθανε τις 31/10/1929
[3] Η Συλλογή αυτή εκδόθηκε στην Ρουμανία το 1892 και πρέπει να περιείχε ποιήματα και των δυο ποιητών, του Γεράσιμου Κατσαΐτη και του Κλεόβουλου Βιολάτου.
[4] Ο Νικόλαος Λιβαδάς, Διδάκτωρ της Φιλοσοφίας, λόγιος και συγγραφέας, άφησε ικανό μέρος της βιβλιοθήκης του στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου
[5] «Στόνοι και Κάλυκες» δηλαδή «Στεναγνοί και μπουμπούκια»
[6] Η οικογένεια Βιολάτου στη Βραΐλα της Ρουμανίας είχε μεγάλο εργοστάσιο μαζί με την οικογένεια Βαλεριάνου κατά την 2ο μισό του 19ου αιώνα
[7] Περ. Η «ΗΧΩ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ, Νοέμβριος –Δεκέμβριος 1929, έτος 3ον Αρθμ. 23
Στο περιοδικό δημοσιεύονται τέσσερα ποιήματα, τα τρία από αυτά είναι δημοσιευμένα πρώτη φορά.