Νικόλαος Ευαγγέλου Σπετσιέρης - Ένας ξεχασμένος τροβαδούρος

Δημοσιεύτηκε: Πέμπτη, 02 Νοεμβρίου 2017 09:51

Νικόλαος Ευαγγέλου Σπετσιέρης - Ένας ξεχασμένος τροβαδούρος

"Το τραγούδι του Εμποράκου" από τον Γεράσιμο Σωτ. Γαλανό


Στην αρθρογραφική  σειρά  με τίτλο «Ιστορίες των κεφαλληνιακών ασμάτων» θέση έχει και «Το τραγούδι του Εμποράκου» του πλανόδιου εμπόρου από τη Θηναία, Νικολάου Σπετσιέρη.

Πρόκειται για ένα άσμα,  που εκφράζει με σατιρική διάθεση τη μεταναστευτική κίνηση της δεκαετίας του 1955 -65 των Ελλήνων, κυρίως  προς τη Γερμανία. Το τραγούδι αναφέρεται  στους Κεφαλονίτες μετανάστες και σε αυτούς  που έμειναν στο νησί τους.

             Έτσι, και μετά τον Εμφύλιο, λόγω της έλλειψης εργασιών, το κίνημα της μετανάστευσης εσωτερικά και εξωτερικά ήταν έντονο, με αποτέλεσμα, να εγκαταλειφθεί μεγάλο μέρος της υπαίθρου και να διαμορφωθούν αλλιώς οι κοινωνικές συνθήκες, ακολουθώντας  τις αναγκαίες και  ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις.

            «Το τραγούδι του Εμποράκου» γεννήθηκε μέσα από τις μεταναστευτικές τάσεις των Κεφαλλήνων,  από έναν άνθρωπο που ως πλανόδιος έμπορος έβλεπε πως ο τόπος του, το νησί μας «άδειαζε». 

            Δημιουργός του τραγουδιού ήταν ο Νικόλαος Ευαγγέλου Σπετσιέρης από τα Κοντογουράτα της Θηνιάς,  γεννημένος στα 1912, άνθρωπος οικογενειάρχης  με βαθιές  εσωτερικές ανησυχίες, ταλαίπωρος στη ζωή του, αλλά και εσωτερικά δυνατός, που έκανε τον πόνο του και τη βλέψη του τραγούδι. Δύο από τα παιδιά του πήγαν για δουλειά στην Γερμανία και αυτός ήταν και ο πρώτος λόγος που τον έκαμε να σκεφτεί και να τραγουδήσει τον πόνο του.

            Ο Νικόλαος Σπετσιέρης είχε  έναν κινητό πάγκο στην οδό Αθηνάς και  πουλούσε  ανδρικά  εσώρουχα, καθώς και λαχεία. Τον χαρακτήριζε η μεταλλική του φωνή, που του επίτρεπε να τραγουδά διάφορα άσματα, καθώς και να διαλαλεί το εμπόρευμά του. Τα λαχεία τα πουλούσε ιδίως κατά τους θερινούς μήνες.

Αποφάσισε «να φεύγει» από την Αθήνα  για  κάποιους μήνες  και να εργάζεται ως πλανόδιος πωλητής ανδρικών εσωρούχων στην Κεφαλονιά του.

             Ο Νικόλαος Σπετσιέρης είχε μια βαντάκα στον ώμο του, «μονολάγκωνα» κρεμασμένη και στο άλλη μεριά   της πλάτης του μια «ντουντούκα», με την οποία  διαλαλούσε  την πραμάτεια του. Ιδίως φώναζε για τα ανδρικά εσώρουχα, με τη  μακρόσυρτη φωνή, για να τον προσέξουν οι κυράδες, για να ψωνίσουν για τους συζύγους τους.

 Άκουγες στις γειτονιές του Ληξουρίου και του Αργοστολίου ...

«Σώβρακαααα, σωβρακάρεεεες, τα ρημάδιαααα!»

 και δώστου πάλι από την αρχή και κοντοσταματούσε, όπου χρειαζόταν για να βρει χρόνο  η πελάτισσα του, να βγει και να ψωνίσει. Κάθε τόσο τραγουδούσε με τη μελωδική του φωνή και διασκέδαζε και αυτούς που τον άκουγαν και αυτός πήγαινε τον καημό του πάρα πέρα.

            Φαίνεται πως είχε μέσα του μια μουσική φλέβα και μπορούσε το βίωμα να το μεταφράζει ποικίλα και ιδίως να το μετατρέπει σε μουσική έκφραση.

            Ο Νίκος Σπετσιέρης έγραψε πολλούς στίχους, που τους έντυνε με μουσική, άλλοτε δικής του εμπνεύσεως και άλλοτε δανειζόταν γνωστές μελωδίες.

 «Το τραγούδι του Εμποράκου» με βασικό τίτλο «Η ερήμωσις της Κεφαλλονιάς»  το τραγουδούσε πάνω στο γνωστή μουσική του κατοχικού άσματος «Γιούπι- για για», που τραγούδησε πρώτος ο Πάνος Τζαβέλας.

                                       Το Τραγούδι του Εμποράκου

Νικολάου Σπετσιέρη  από τα Κοντογουράτα της Θηναίας

                            « Η ΕΡΗΜΩΣΙΣ Της Κεφαλλονιάς 1964»

                                                     Δρχ. 5                                 

Νικολάου Σπετσιέρη 1964

Θε να πάμε για την Γερμανία

του νησιού μας όλα τα παιδιά

θε να πάμε Αυστραλία Βραζιλία Καναδά

θα ρημώσει η γλυκειά Κεφαλλωνιά.

 

Θε να μείνουν οι τσοπαναραίοι

τα γερόντια οι γριές και τα νινιά

και ολίγοι επαγγελματίες

να υπάρχει στο νησί μας μια μαγιά.

 

Θε να πάνε να ξενοδουλέψουν

και να βρούνε μια καλύτερη ζωή

κι αν ποτές θέλει το θυμηθούνε

θα γυρίσουν πάλι στο όμορφο νησί.

 

Η ζωή μέσα σε τούτη την πατρίδα

μας γεννάει κάποιο μαρασμό

γιατί φύγανε όλοι  οι νέοι και

εμείς σαν βλάκες κοιτάμε το βουνό.

 

Αγκωνάρια η παραγωγή μας

εργασία δεν υπάρχει πουθενά

ταξιδεύουν τα παιδιά μας Γερμανία

Καναδά και ρημώνει έτσι η Κεφαλλωνιά.

 

Στο Ληξούρι θα μείνει ο Μηνιάτης

στο Αργοστόλι ο Βαλλιάνος κι λοιποί

εις την Σάμη  κάποιος Κωνσταντάτος

ήρωας νεκρός στολίζει το νησί.

 

Τέτοιο χάλι έχει η πατρίδα

δεν υπάρχει για μας άλλη ζωή.

Θα πεθάνουμε στην ψάθα θα μας φύγει

η πνοή μες το έρημο ετούτο νησί.

 

Κουκουβάγιες στο τέλος θα λαλήσουν

θ’ απλωθεί παντού η ερημιά

και στο τέλος θα κλάψουν οι δικοί μας

όσοι θα βρεθούνε εις την ξενιτιά.

Το τραγούδι αυτό  έχει μια ιδιαίτερη αξία, γιατί γράφτηκε από έναν απλό άνθρωπο αυθόρμητα και πηγαία, και το «έντυσε» με μια μουσική, η οποία ως κατοχικός απόηχος διατηρείτο στα αυτιά των παλιών. Επίσης, μιλώντας στο ποίημά του  για τη μετανάστευση, θέμα επίκαιρο, σκέφτεται ποια θα είναι η μοίρα του νησιού του και συγχρόνως εκφράζεται στιχουργικά  για το αποτέλεσμα που θα ακολουθούσε.       Έξυπνα ο Νικόλαος Σπετσιέρης λέει, πως θα μείνουν στην Κεφαλλονιά τα αγάλματα που κοσμούν τις πόλεις. Στο Ληξούρι του Ηλία  Μηνιάτη, στο Αργοστόλι του Παναγή Βαλλιάνου και στη Σάμη το άγαλμα, του ήρωα Κωνσταντάτου, το οποίο εδώ και 20 χρόνια περίπου έχουν μεταφέρει από την πλατεία της πόλης στην είσοδο του κοιμητηρίου της περιοχής. 

            Το τραγούδι το έγραψε ο δημιουργός με μια γραφομηχανή της εποχής, σε μικρό χαρτί 15Χ 20 εκατοστά, που διπλωμένο στη μέση έχει το σχήμα μικρού φυλλαδίου. Εσωτερικά υπάρχει το κείμενο, διορθωμένο από τον ίδιο τον Νικόλαο Σπετσιέρη με κόκκινη πένα. Βλέπετε, δεν υπήρχαν τότε οι ανέσεις των Η/Υ με τις αφάνταστες δυνατότητες. Το άσπρο διπλωμένο χαρτί, καλύπτεται εξωτερικά με ένα παρόμοιο σε διαστάσεις φύλλο,  γκρι χρώματος και στην εξωτερική πλευρά, γραμμένα με τη γραφομηχανή τα στοιχεία του τραγουδιού και του δημιουργού του,  με χρονολογία 1964.

            Ο  Νικόλαος Σπετσιέρης καμάρωνε για το άσμα του και  το είχε τυπώσει σε φυλλάδιο  με τον απλό δικό του τρόπο, το οποίο και πουλούσε με το ποσό των 5 δραχμών. Επίσης, στο  οπισθόφυλλο αναγράφεται η πληροφορία, πως, το άσμα τραγουδιέται στη μουσική του «Γιούπι για για».

            Το σπάνιο μικρό φυλλάδιο μου παραχώρησε ο εκλεκτός φίλος Σπύρος Γιουλάτος, εξαίρετος  συμπολίτης, με  αξιόλογη προσφορά στα κοινά του τόπου μας, γεμάτος   ανοικτοσύνη και καλοσύνη.

            Στην όμορφη Χωροπούλα του Λασκαράτου, το Ληξούρι, μια και ο Νικόλαος Σπετσιέρης, είχε με αυτήν την πόλη συγγενικούς δεσμούς, βρισκόταν περισσότερες φορές και είχε γίνει αγαπητός στους κατοίκους. Γρήγορα συνδέθηκε με τις Ληξουριώτικες παρέες και πήρε τα χούγια τους, μυήθηκε στη νοοτροπία τους και συμμετείχε σε κάζα και  σε αυτοσχέδιες αστείες στιγμές που έχουν μείνει αλησμόνητες.

             Πόσες φορές  όταν συναντούσε την παρέα του Λέανδρου Σοφιανού, του Ηλία Μηνιάτη, του Νικόλα Ποταμιάνου, του Κώστα Πρετεντέρη και τόσους άλλους, «έπεφτε το σήμα» και σκάρωναν ιστορίες με πρωταγωνιστή τον Νικόλα Σπετσιέρη.

Αυτός με την καρδιά του και την περίσσια αγάπη του, συμμετείχε και το χαιρόταν και  έτσι  μαζί του «πόστιαζαν» απόξω από τα καφενεία και τις ταβέρνες τις αλησμόνητες  σατιρικές σκηνές. Άλλωστε έβαζαν κάτω, τα ζιζάνια του Ληξουρίου, την πραμάτεια του Νικόλα και τη χρησιμοποιούσαν, «ως φαρμακευτικό υλικό», πάνες και πλατιές γάζες, και έφτιαχνα μια σκηνή εγχείρησης, φυσικά ο ασθενής ήταν ο Νικόλας.

              Η  σκωπτική σκηνή παρόλο που ήταν της στιγμής και αυτοσχέδια, είχε τη σοβαρότητα της, τη θεατρική της μορφή, ο καθένας είχε το ρόλο του και οι διάλογοι που πολλές φορές ήταν αθυρόστομοι, χωρίς να προσβάλουν και να είναι πρόστυχοι, συμπλήρωναν όλο το κάζο. Ήταν εκείνη η εποχή που ζούσαν στο Ληξούρι όλοι αυτοί οι κωμικοί, που είχαν μέσα του πηγαία  τη φλέβα της σάτιρας και του αυτοσχεδιασμού,  είχαν το σκώμμα και την ευστροφία, και  διασκέδαζαν με ζωντάνια, καυτηριάζοντας όλα τα κακώς  κείμενα που συνέβαιναν στην πόλη ή στη καθημερινότητα της εποχής.

            Ο Νίκος Σπετσιέρης ήταν ένας πλανόδιος Εμποράκος και τροβαδούρος, ένα μουσικό ταλέντο που χάθηκε σε μια εποχή που ο αγώνας για την επιβίωση, ήταν πολύ δύσκολος.  Έτσι,  ο Νικόλαος Σπετσιέρης εκφράστηκε  όπου μπορούσε και όπου έβρισκε κοινωνικό δυναμικό, το οποίο ανακρινόταν  στο είναι του, στον εσωτερικό του κόσμο. Αυτό το βρήκε στο Ληξουριώτικο χιούμορ, στους Ληξουριώτες και στις αμίμητες παρέες τους. Ο Σπετσιέρης έφυγε από τη ζωή το 1994, αφήνοντας σε όσους τον γνώρισαν εικόνες αγάπης και καλοσύνης.

            Με τις παραπάνω καλές αναμνήσεις και τις μικρές αναφορές που σκιαγραφούν το πρόσωπο του Εμποράκου, ο Νικόλας Σπετσιέρης μπήκε  επάξια στην πινακοθήκη της Ληξουριώτικης σάτιρας και ιστορίας. Ακόμη οι μνήμες γι’ αυτόν είναι ζωντανές και όταν επανέρχονται στο μυαλό των Ληξουριωτών, είναι γεμάτες λόγια καλά και αγαπητά για τον δικό τους άνθρωπο.

            Θα ήταν ευχής έργο το άσμα αυτό, πέρα από τη γνωστή μουσική, να συμπεριληφθεί σε κάποια  έκδοση, εφόσον εκφράζει μια εποχή που παρόμοια στοιχεία της όλο και μας πλησιάζουν! Ήδη, οι Οικονομικά Ισχυροί του πλανήτη σχεδιάζουν «το μάντρωμα των λαών».

Σημειώσεις

  1. Το μικρό φυλλάδιο προέρχεται από το αρχείο Σπύρου Γιουλάτου, που ευγενώς μου το παραχώρησε.
  2. Οι φωτογραφίες από το αρχείο του υπογράφοντος το κείμενο.

Ευχαριστίες ανήκουν στην κόρη του Νικολάου Σπετσιέρη,  Καλή Κωστοπούλου, για τις πληροφορίες γύρω από τη ζήση του πατέρα της.

Στο   ποίημα «Το τραγούδι του Εμποράκου» έγιναν κάποιες ορθογραφικές διορθώσεις, χωρίς να αλλοιώσουν το κείμενο του μικρού φυλλαδίου του Νικολάου Σπετσιέρη. 

*Δημοσιεύτηκε  πρώτη φορά στο περιοδικό του Ανδρέα Π. Δεμπόνου «Κεφαλονίτης».

lixouriwtis

 

 




336 X 280

16122257999808197650 2

 

 

00 inkefalonia general ad 300X250