Ο σπουδαίος ξυλογλύπτης Γεώργιος Κάραλης από το Ληξούρι
Γεώργιος Π. Κάραλης
Ο Γεώργιος Κάραλης γεννήθηκε στα Βλαχάτα της Σάμης το 1910, όπου και εκεί πέρασε τα πρώτα του μαθητικά χρόνια. Σε ηλικία 14 ετών , ύστερα από μητρική προτροπή έγινε μαθητής του φημισμένου, τότε Πυλαρινού ξυλογλύπτη εκκλησιαστικών έργων και όχι μόνο, Μιλτιάδη Αντύπα, ο οποίος συνέχισε αυτήν την τέχνη κληρονομιά από τον παππού του.
Ο Γεώργιος ακολουθούσε και μαθήτευε κοντά στο δάσκαλό του, γνωρίζοντας έτσι με υπομονή την τέχνη να σκαλίζει το ξύλο με το χέρι, να του δίνει μορφή και σχήμα , ώστε να αποκτά εικόνα που τέρπει την ψυχή και προκαλεί τον θαυμασμό.
Τα προπολεμικά χρόνια ο δάσκαλος ξυλογλύπτης, Μιλτιάδης Αντύπας και οι μαθητές του, το σύνολο 5-6, πολλές φορές γύριζαν όλο το νησί, όπου τους καλούσαν και κατασκεύαζαν προσκυνητάρια, τέμπλα, στασίδια και κουφώματα ή επισκεύαζαν ξύλινες κατασκευές. Επίσης λουστράριζαν έπιπλα και στη συνέχεια τα έβαφαν. Αρκετοί ναοί του νησιού μας είχαν και έχουν καλλιτεχνήματα από αυτήν την ομάδα του Μιλτιάδη Αντύπα.
Επειδή την προπολεμική εποχή δεν ήταν εύκολες οι μεταφορικές συγκοινωνίες ούτε υπήρχαν οι κατάλληλοι δρόμοι, οι τεχνίτες, όποιες εργασίες αναλάμβαναν, τις πραγματοποιούσαν στο χώρο που έπρεπε να γίνουν. Έτσι, για την κατασκευή ενός τέμπλου οι τεχνίτες έμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο χωριό που ήταν η εκκλησία και οι επίτροποι καθώς κι άλλοι χωριανοί, με σειρά αναλάμβαναν τη φιλοξενία τους.
Στις χειρόγραφες αναμνήσεις του, ο Γεώργιος Κάραλης αναφέρεται με συγκίνηση στην περιποίηση και στην φροντίδα, ευρύτερα στη φιλοξενία, που τους παρείχαν στα χωριά οι κάτοικοι, όταν τους καλούσαν για οποιαδήποτε εργασία, πράγμα που σήμερα έχει σχεδόν εκλείψει.
Ο Γεώργιος Κάραλης έμαθε την τέχνη δίπλα στον Μιλτιάδη Αντύπα και όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, πήγε στρατιώτης. Το 1932 που απολύθηκε, βρήκε στη Σάμη ένα χώρο για «ξυλουργείο» με σκοπό να εξασφαλίσει τα αναγκαία προς το ζην. Εκτιμώντας ο γερο –δάσκαλος, Μιλτιάδης Αντύπας, την υπομονή του, την καλοσύνη του και το ταλέντο του Γιώργου Κάραλη, του έκανε την πρόταση να τον κάνει γαμπρό του, δίνοντας του μια απ’ τις κόρες του, τη Θεοδώρα.
Βλέποντας όμως ο Γιώργος, ότι η περιοχή δεν του προσφέρει ούτε τα αναγκαία, σκέφτηκε την Αθήνα, όπου βρήκε μόνιμη εργασία στην Στρατιωτική Στέγη Υλικού Πολέμου. Το 1934 έκανε το γάμο του στην Αθήνα και έπειτα από απανωτές προτάσεις του πεθερού του Αντύπα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μόνιμη δουλειά του και να έλθει στην Κεφαλονιά να συνεχίσει την εκκλησιαστική ξυλογλυπτική, τη γραμμή που του δίδαξε ο πεθερός και δάσκαλός του.
Κατασκεύασε σε αρκετά χωριά, στο Βαλεριάνο, στο Καπανδρίτι και αλλού γυναικωνίτες, στασίδια και άλλα έργα, αλλά η σκέψη του, που τελικά την πραγματοποίησε, ήταν να νοικιάσει στο Αργοστόλι ένα «μαγαζί» πάνω από τον Ιερό Ναό της Σισιώτισσας, στην Σιτεμπόρων. Πρώτο έργο που του ανατέθηκε τότε, ήταν ένας ωραίος θρόνος για τον Άγιο Ιωάννη του χωριού Τζαννάτα.
Το 1939 μετακομίζει στη Σάμη και αναλαμβάνει διάφορες ξυλουργικές εργασίες, όπως η κατασκευή επίπλων, κουφωμάτων, προσκυνηταρίων και άλλα.
Αυτό βέβαια δεν κράτησε πολύ, γιατί το 1940 βρέθηκε στο Καλπάκι της Ηπείρου να πολεμήσει τον Ιταλό κατακτητή. Ακολούθησε ένα χρονικό διάστημα στην Αθήνα και από εκεί στην Κεφαλονιά, όπου εργάστηκε σε διάφορες «μικροδουλειές» για να ζήσει. Μετά τον Πόλεμο και τον εμφύλιο, ακολούθησε ο μεγάλος σεισμός που αφάνισε ένα μέρος από την παλιά αρχοντιά και την παράδοση του νησιού. Μέσα σε αυτήν τη σεισμική αναμπουμπούλα η οικογένεια του αναγκάστηκε να ταξιδέψει στην Αθήνα, όπως κι άλλες οικογένειες για ασφάλεια.
Ο ίδιος έμεινε στο νησί κι έστησε μια ξύλινη παράγκα για εργοστάσιο κι άλλη μια για κατοικία.
Όταν στη Σάμη δόθηκε η άδεια για παραπήγματα και ανοικοδόμηση, άφησε τα ξυλογλυπτικά έργα και δούλεψε σκληρά στο να κατασκευάζει ξύλινα καλούπια θεμελίων. Δουλειά εξαντλητική και σκληρή, που τον κούραζε αφού δεν είχε μέσα της την καλλιτεχνική δημιουργία.
Έτσι σύντομα την εγκατέλειψε και πήγε στο Ληξούρι, όπου εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής και τεχνίτης ως το 1958 που μετακόμισε στο Αργοστόλι ,για να ασχοληθεί οριστικά με τις εκκλησιαστικές εργασίες.
Με αφετηρία την πόλη αυτή τον καλούσαν ιερείς και επίτροποι είτε να τοποθετήσει είτε να συμπληρώσει τα τέμπλα των εκκλησιών τα οποία είχαν πάθει μεγάλες καταστροφές από τους σεισμούς. Συγχρόνως δε του ανέθεταν πέρα από τη συμπλήρωση και την κατασκευή, εξ’ ολοκλήρου τέμπλων και προσκυνηταρίων. .
Στα περισσότερα χωριά του νησιού οι τοποθετήσεις τέμπλων, οι διορθώσεις και τα συμπληρώματα, που ήταν αναγκαία μετά τους σεισμούς, είναι δικά του έργα με γραμμή στηριζόμενη στην παράδοση.
Ιδιαίτερα τη δεκαετία 1960-1970 έκανε πολλές κατασκευές στις εκκλησίες του νησιού και ως το 1990 πολλά έργα του τα πραγματοποίησε στο εργαστήριό του, που ήταν στην παραλία του Αργοστολίου. Όπως γράφει ο ίδιος , το 1990 πήρε την μεγάλη απόφαση να μετακομίσει και πάλι στο Ληξούρι για να κάνει ένα μικρό εργαστήρι «και να εξυπηρετεί οποιοδήποτε είχε ανάγκη».
Στο Ληξούρι έμεινε έως το θάνατό του με τη δεύτερη γυναίκα του, τη Δέσποινα, η οποία και του συμπαραστάθηκε με αγάπη και αφοσίωση.
Ο Γεώργιος Κάραλης άφησε μέσα από τη δουλειά του ένα λαμπρό έργο, βασισμένο στην Κεφαλονίτικη ξυλογλυπτική παράδοση, που βρίσκεται στις περισσότερες εκκλησίες της Κεφαλονιάς. Εργάστηκε δε γι΄ αυτό με χαμηλές τιμές, και πρόσφερε δε έργα που υπηρετούν την κατάθεση της υπομονής και της πίστης.
Κατασκεύασε στασίδια στον Άγιο Νικόλαο Αργοστολίου, στην Παναγία στο Μαρκόπουλο, στην εκκλησία στα Κονιδαράτα, στα Φάρσα, στα Καμιναράτα κι αλλού. Πάμπολλα προσκυνητάρια του βρίσκονται σε Ναούς, όπως στα Σιμωτάτα, Ζερβάτα, Καταποδάτα, Κομητάτα, Αρχάγγελος Ληξουρίου, Σπαρτιά, Κλείσματα, Μαρκόπουλο, Αντυπάτα. Πολλές ιερές προθέσεις και αναλόγια, καθώς και επιταφίους σε διάφορες εκκλησίες όπως του ναού της Παναγίας στα Σπαρτιά,, στα Ραζάτα, και στα Δαμουλιανάτα. Μικρό τέμπλο σε εκκλησάκι στα Σπαρτιά, τέμπλο του ναού Αγίου Διονυσίου Χιονάτων Ελειού, δωρεάν Παναγή Λευκαδίτη, επίσης το τέμπλο της ιεράς Μονής Αγίου Ανδρέα Μηλαπιδιάς και Εσταυρωμένου Πεσσάδας.
Ακόμα κατασκεύασε τέμπλο στον άγιο Βλάση και Άγιο Γεράσιμο στα Δηλινάτα.
Μια σειρά από αξιόλογους δεσποτικούς θρόνους και επιταφίους, καθώς και τζαμόθυρα, έργα του Κάραλη με παλιό στυλ, που κοσμούν εκκλησίες του νησιού.
Επίσης έργα του βρίσκονται και εκτός του νησιού όπως στα Ολύμπια Πελοποννήσου, στο Αγρίνιο, στην Άρτα, καθώς και στο εξωτερικό. Τα παραπάνω αναφέρονται ενδεικτικά γιατί τα έργα του Κάραλη δεν έχουν τέλος.
Ο Γεώργιος Κάραλης δεν ευτύχησε να βρει αντικαταστάτη και συνεργάτη στη δύσκολη πορεία του. Όταν λοιπόν τον ρωτούσαν οι αρμόδιοι από τα υπουργεία, που κατά καιρούς τον συναντούσαν για συνεργασία και δουλειές συντήρησης, αν έχει αντικαταστάτη, τους έλεγε « πως τώρα που υπάρχουν τα μηχανήματα, η αδιαφορία για την τέχνη του χεριού μεγαλώνει, εκτοπίζοντας την υπομονή. Το καλό έργο και η παράδοση που γεννιόταν με το χέρι και την θαύμαζαν όλοι, χάθηκε».
Τελευταία ζούσε στο Ληξούρι, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω με τη σύζυγό του Δέσποινα , ήσυχος και γαλήνιος με όμορφες αναμνήσεις από τη ζωή του και την προσφορά του. Ευτυχώς μας άφησε και βιογραφικές σημειώσεις καθώς και λεπτομέρειες για όλη του την καλλιτεχνική εργασία της ζήσης του.