Σοφία Αράβου Παπαδάτου : Ο Μολώχ της ασφάλτου, δε λέει να χορτάσει

Δημοσιεύτηκε: Παρασκευή, 10 Ιανουαρίου 2025 20:13

Σοφία Αράβου Παπαδάτου : Ο Μολώχ της ασφάλτου, δε λέει να χορτάσει

Ρόδες, ρόδες, ρόδες, αυτή η πόλη δεν περπατάει, τσουλάει.

Και που πάει; Όπου νάναι, αρκεί να φύγει, αρκεί ό,που φτάσει να βρει καρέκλα, καναπέ, να ξανακάτσει.

Στη δουλειά, για καφέ, για φαγητό, κουτσομπολιό, κάρφωμα στο κινητό, ό,τι νάναι! Ρόδα έχει κι όλο τρέχει.

Που θα παρκάρει;

« Έλα τώρα που θες πρόβλεψη πενταετίας στα ανύπαρκτα γκαράζ! Να πέφτουν στα γρήγορα μπετά, να πάμε παραδίπλα, στα ελάχιστα κενά που ξέμειναν στο οικοδομημένου παζλ της πόλης, κουνούπι ατσιμέντωτο μη ζήσει!»

“Σώπα εσύ, το ευκαιριακό Airbnb, έρχεται να μας σώσει! Καλωσήρθατε, Welcome»!

Να πάμε στις ασφαλτοστρωμένες φλέβες, στους δρόμους της πρωτεύουσας; Διότι περί αυτής ο λόγος, εάν δεν καταλάβαμε, που δύσκολα το πιστεύω! Μυριάδες οι ρόδες που κυλούν απάνω τους, αίμα οι ταλαιπωρίες και οι ανθρωποθυσίες!

«Ζωή σε λόγου μας!»

Άπειρες οι μηχανές που προσπερνούν τους καμαρωτούς οδηγούς και συνεπιβάτες αρματωμένους, της καλοβαμμένης λαμαρίνας. Περνούν ξυστά την τελευταία στιγμή από τις Συμπληγάδες αυτοκινήτων, μία σχισμή απόσταση, και από θαύμα γλυτώνει ο μηχανόβιος που ανάμεσα ορμά! Αυτή τη φορά το σώμα δεν μετατρέπεται σε αλεσμένο κιμά, την επόμενη ποιός ξέρει;

Γυρίζαμε από τα βόρεια της Αθήνας, οδήγηση στον Κηφισό. Λίγο πριν φτάσουμε στη γέφυρα του Ροσινιόλ στο Περιστέρι, 150 μ. πάνω κάτω, μπροστά μας,  στουκάρει η μηχανή στην πλαϊνή μπάρα του δρόμου, κανείς δεν πρόλαβε να καταλάβει το πως και το γιατί. Μόνο είδαμε τον «Αρχάγγελο» να πετάει στον ουρανό, χέρια, πόδια ανοιχτά, και να ξαναπέφτει ακίνητος στην άσφαλτο.

Σταμάτησαν γύρω τα αυτοκίνητα, τρέχαμε όλοι μήπως σωθεί ο «Αρχάγγελος», όμως ούτε σφυγμός, ούτε υγρασία αναπνοής στο καθρεφτάκι της τσάντας.

Σε λίγες ώρες έμπαινε το 2025, θα το προλάβει;

Νέος, τον έκανες 25, ήταν 41 γράφτηκε την άλλη μέρα.

Χάθηκε ο ιπτάμενος «Αρχάγγελος», το παπούτσι και το κράνος του κάτω απ' τη γέφυρα, η μηχανή σύρθηκε οριζόντια, άλλα 100-150 μέτρα παρακάτω. Το αίμα έτρεχε κάτω απ' το ένα χέρι, τα χείλη άρχισαν να μελανιάζουν.

"Που πας παιδί μου, μέρα που είναι;", κλαίγαμε, σκύβαμε το κεφάλι, σταυροκοπιόμαστε οι κοντινοί, οι πιο πολλοί έφτιαχναν τείχος πιο μακριά, πως να αντέξεις το θάνατο μπροστά σου;

Οι διασώστες που έφτασαν σε λίγο, κολάρο στο λαιμό και ΚΑΡΠΑ, αλλά όχι... μπα... βγήκαν τα λαμπερά αλουμίνια να τον τυλίξουν, πίτουρα ρουφούν το αίμα της ασφάλτου!

Σε δυο μέρες διαβάσαμε, οι φίλοι τον αποχαιρετούσαν "Νίκο, καλό Παράδεισο" μάθαμε τ' όνομά του. Ανθυπαστυνόμος του Ο.Π.Κ.Ε. εξαίρετος στην υπηρεσία του και βραβευμένος, έγραψαν όλοι. ΠΡΟΛΗΨΗ και ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ η ΟΜΑΔΑ του, χωρίς περιπολικά, ούτε στολές!

Αξέχαστος αν και άγνωστος, αφού σε κατευοδώσαμε έγινες δικός,

Η Μνήμη σου Αιωνία!!