Στις 25 του Φλεβάρη 2024 ανοίγει το Τριώδιο, γράφει ο Γεράσιμος Γαλανός
Κυριακή, 25 Φεβρουαρίου 2024 και «άνοιγει» το Τριώδιο. Πρόκειται για την χρονική περίοδο από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου (25 Φεβρουαρίου 2024) έως το Μεγάλο Σάββατο (4 Μαΐου 2024).
Δηλαδή, το Τριώδιο διαρκεί 10 εβδομάδες. Στην περίοδο αυτή περιλαμβάνεται όλη η μεγάλη Σαρακοστή, καθώς και το Μεγάλο Σάββατο. Επίσης, περιλαμβάνονται και άλλες γιορτές όπως οι αποκριές, η Καθαρά Δευτέρα, κτλ.
Η προαναφερόμενη αυτή χρονική περίοδος παίρνει το όνομά της από το Τριώδιο, που είναι το βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ακολουθίας των ύμνων που ψάλλονται από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, μέχρι και του Μ. Σαββάτου. Με την εμφάνιση και τον βαθμιαίο καταρτισμό του σαρανταήμερου της νηστείας προ του Πάσχα, ακολούθησε και η ανάγκη της δημιουργίας σχετικής ασματικής ποίησης και της συλλογής της σ’ ένα βιβλίο. Έτσι, δημιουργήθηκε το εκκλησιαστικό βιβλίο Τριώδιο, το οποίο αρχικά περιείχε τρεις ωδές. Περιλαμβάνει ιερά ποιήματα από τον 5ο ως τον 15ο αιώνα. Το πρώτο έντυπο του Τριωδίου εξεδόθη στην ελληνική γλώσσα το 1522 μ. Χ.
Η περίοδος του Τριωδίου αποτελεί το στάδιο προετοιμασίας για τη νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που ακολουθεί, αλλά και περίοδος ξεφαντώματος με τις καρναβαλικές εκδηλώσεις, που χαρακτηρίζονται από οργιαστικές τελετές, γέλιου και υπερβολικής χαράς, λόγω που έχουν ειδωλολατρικές διονυσιακές καταβολές και που είναι «εναντίον» στη θρησκεία του Χριστού.
Την πρώτη Κυριακή του Τριωδίου διαβάζεται στις Εκκλησίες, η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του Λουκά (κεφ. ιη’, 10-14). Ο Χριστός φανερώνει σ’ αυτή την αξία της ταπεινοφροσύνης και τη συγγνώμη του Τελώνη, που έχει συναίσθηση αμαρτιών του, αντίθετα με τον αλαζόνα Φαρισαίο, που με την υποκρισία του παρουσιάζει τον εαυτό του τέλειο άνθρωπο. Και καταλήγει με το γνωμικό: «Πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται».
Στο Ληξούρι, έως τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν «άνοιγε» το Τριώδιο, τοποθετούσαν αυτό το εκκλησιαστικό βιβλίο, σε προσκυνητάρι στο κέντρο του ναού του Παντοκράτορα, μέσω μεγάλων τόρτσων και θυμιάματος, για προσκύνηση και αφού τελείωνε η Θεία Λειτουργία, ο ιερέας και οι ψαλτάδες με το εκκλησίασμα, το λιτάνευαν εν πομπή, γύρω από την προσεισμική πλατεία Πετρίτση. Έκαναν στάση για ψαλτική δέηση στο κέντρο της πλατείας και ξαναγύριζαν στο ναό ευχαριστημένοι, που χάραξαν την προπαρασκευαστική περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, λιτανικά.
Σήμερα, αυτό το εκκλησιαστικό έθιμο δε διατηρείται, αλλά είχε μείνει για πολλά χρόνια στη μνήμη των παλαιοτέρων Ληξουριωτών, ως «η παλιά λιτανεία της αποκριάς».
Η ιστορική αναφορά για την τέλεσή του, βρίσκεται σε κείμενο για τις αποκριές του ιστοριοδίφη Ηλία Τσιτσέλη. (Βλ. «Αι απόκρεω εν Επτανήσω και ιδία εν Κεφαλληνία» Ακρόπολις Φιλολογική, τομ Α΄, έτος 1888-89, εν Αθήναις 1889, σ.σ. 153-155). Αυτή η εθιμική παλαιά πράξη πιθανόν να είχε τις ρίζες της στα ρωμαϊκά Σατουρνάλια και τα ελληνικά Κρόνια, που γίνονταν την περίοδο της αποκριάς στο Ληξούρι, κατά τον 18ον και 19ον αιώνα, με αισθητή οργιαστική διάθεση και κέφι.
Υπάρχουν ιστορικές αναφορές για όλη τη διονυσιακή αποκριά στη Χωροπούλα του Λασκαράτου, με βασική αυτή: το μονόφυλλο του τότε Δημάρχου, Άγγελου Τυπάλδου Ιακωβάτου, ο οποίος γνωρίζοντας πως το καρναβάλι στο Ληξούρι έχει οργιαστικό μπρίο και ακράτητο κέφι, έκδωσε ένα μονόφυλλο στα 1888, για να προλάβει τους Ληξουριώτες, να περιορίσουν τα έντονο καρναβαλικό ταρνανάι και να μην κάνουν ζημιές και καταστροφές στην πόλη τους, πάνω στα ρωμαϊκά ξεφαντώματα της αποκριάς τους, που τα είχαν από παράδοση αιώνων.