Γεράσιμος Γαλανός: Μα την Παναγία, την Κρητικιά

Ανέβηκε σιγά –σιγά, με κοπιαστική τη δρασκελιά της τα πλατιά σκαλινούδια του ναού του Αγίου Νικολάου των Μηνιατών στο Ληξούρι., μια κυρτώδη γραία, η γερόντισσα (Μαίρη). Τελευταία Παρασκευή των Χαιρετισμών της Θεοτόκου, στα 1992 και η σιόρα ( Μαίρη), πριν από τις πέντε το γιόμα, πήγαινε στο ναό, για να δει την Κυρά του Κόσμου, την Παναγιά και να περιμένει τους Χαιρετισμούς.
Μα τούτη η Παναγιά, δεν ήταν σαν τις άλλες, Όχι, δεν της έλειπε τίποτε, αγιογραφημένη με το πορφυρό υφαντό, με το πρασινάκι της, ριχτό επανωφόρι, βέβαια καλυμμένα αυτά με ασήμι, με στάση μητρική αγκάλιαζε το παιδί της. Κυρά κι Αφέντρα του Ουρανού έστεκε τούτη η Παναγιά, αγιογραφημένη περίτεχνα μέσα στο κέντρο του ναού. Κι όμως, τούτη η Παναγιά, ήταν διαφορετική στο κοίταγμα, στην ευλάβεια, στην προσευχή, στην τέχνη της …
Μπαίνοντας στον πρόναο, στάθηκε η γερόντισσα κοντά στα μανουάλια, κοίταξε στο βάθος του ναού, σχημάτισε με τα δυο της, ξερακιανά χέρια το σημείο του Σταυρού, κι έπειτα πήρε κεριά για να ανάψει και να ονοματίσει πάνω στο σκοπό της. Πριν όμως το χέρι της απλώσει, τα κεριά να πάρει, μέτρησα δυο σπερματσέτα κέρινα, που από περαστικό είχαν αναφτεί. Δυο κίτρινα «της μέλισσας κεριά» ήταν αυτά, που έριχναν αχνό πέπλο, γκρίζο στην υφή του γύρω απ’ τα μανουάλια. Δυο κεριά καταθετικά μιας προσευχής!
Ανάβει με προσπάθεια τα δικά της κεριά, κι ένα- ένα τα έμπηγε στα μεταλλικά μικρά κηροπήγια. Έπειτα, ασπάστηκε με αγώνα, να ισιώσει το καμπουριασμένο σώμα της, τις δυο εικόνες των θρόνων, δεξιά κι αριστερά της μπασιάς του ναού, τον Άγιο Νικόλαο και την Παναγία.
Με κύκλωσαν εσώτερες φωνές κι όπως ήμουν στα πίσω στασίδια ακουμπισμένος, κοιτούσα με βλέμμα καταπραϋμένο κι ευλαβικό, το πώς τούτη η γυναίκα ήρθε ενωρίς στο ναό, να πιάσει το στασίδι για να ακούσει, ως χόρτασμα της ψυχής της, τους είκοσι τέσσαρις Χαιρετισμούς της Θεοτόκου.
Σιγή! Σιγή παντού σκορπισμένη μέσα στο ναό, οι δυο μας στέκαμε, εγώ στα πίσω στασίδια, χωρίς να με έχει πάρει η ματιά της είδηση και ήμουν στη σκέψη μου βυθισμένος, κι εκείνη, ανάμεσα στους δυο θρόνους, βλέποντας το προσκυνητάρι στο κέντρο, όπου ο ιερέας είχε τοποθετήσει την Παναγία, την Κρητικιά.
Τη σιγή, τη χάλασε ο λόγος της, «Για σένα Κυρά μου ήρθα, να σε δω! Τούτη τη χρονιά έμεινα πίσω, ας περιμένουνε οι δικοί μου στην Αθήνα..».
Ύψωνε τη φωνή της, ωσάν να ήταν κλαψιάρικο βιμπράτο. Ξεχώριζες όμως το τι μουρμούριζε φωνακτά.
Πλησίασε η γερόντισσα την εικόνα. Είχε αφήσει τη τσάντα της και το μπαστούνι της στα καθίσματα. Πίσω εγώ, στο πόστο μου, δεν φαινόμουν, με έκρυβε η ανοικτή πόρτα, κι αυτή, ως γερασμένη φιγούρα έστεκε στο κέντρο του ναού, αλλά, μας έβλεπε και τους δυο η Παναγιά, μετωπικά. Άμα το κόντεμα της γερόντισσας έφτασε στο λίγο με την εικόνα, φωνή εξήλθεν από το στόμα της, κι ωσάν κελαριστός νέρινος μονόλογος απευθυνόταν με ήχο στεντόρειο στην Παναγιά.
«Εσύ, Κυρά μου το ξέρεις, το βάσανό μου, στα 24 χρόνια του, τον πήρε το αλμυρό νερό για πάντα. Ούτε καράβι βρέθηκε, ούτε σημάδι δικό του! Τα ξέρεις αυτά, εσύ Παναγιά μου, Κρητικοπούλα μας, Κυρά μου. Πέρασες κι εσύ του Υιού σου τα Πάθη και πόνεσες … συμπόνεσε με κι εμένα. Όπως εσύ τον Υιό σου αγκαλιάζεις, έτσι κι εγώ θυμάμαι τα παλιά,… που μόνο μια μάνα γνωρίζει.»
Τάραξα το λογισμό μου και είπα να κοντέψω. Ήξερα δυο λόγια για την Παναγία την Κρητικιά, που οι παλιοί του Ληξουρίου, όταν λόγο σοβαρό και τίμιο είχαν να πουν και να φανερώσουν… ορκίζονταν σ’ αυτήν … «Μα την Παναγία, την Κρητικιά, σου λέγω την αλήθεια…!».
Στην παρουσία μου, η γερόντισσα (Μαίρη), έμεινε ατάραχη, απλά, ήξερε πιο πολλά για μένα, παρά εγώ γι’ αυτήν. Χωρίς ανάσα, με φωνή που καταπείθει, με πρόσταξε να ανοίξω το τζαμένιο της εικόνας και να μου φανερώσει τα μυστικά της.
Βλέπεις, η εικόνα της Παναγίας, της Κρητικιάς, έτσι τη λένε στο Ληξούρι αυτή την εικόνα, από την Κρήτη την έφεραν… βλέπεις παιδί μου, κυνηγημένοι άνθρωποι και ταλαίπωροι φαίνεται να την ταξίδεψαν έως εδώ. Κυκλική στο σχήμα, ομορφοδούλευτη και προσευχημένη στο φτιάξιμό της. Κοίτα την, πως με βλέμμα ιλαρό σκορπίζει μια γαλήνη, κοίτα την, πως με την ματιά της, απαλά σε ξεκουράζει, ωσάν να σου μιλά και να σε παρηγορεί. Τέτοιες ήταν οι κουβέντες της γερόντισσας (Μαίρης)…
Έπειτα, η γραία γυναίκα, με πρόσταξε, με φωνή στερεή, στακάτη, μα χρωματισμένη με συναισθηματική φόρτιση. «Οδήγησε το χέρι μου στο κάτω μέρος της εικόνας, όπου στέκουνε οι ζωγραφισμένες δεόμενες μορφές, βάλε το χέρι μου πάνω τους, να αισθανθώ της δέησης τον πόνο. Βλέπεις, πώς, αυτές οι γονατιστές ζωγραφισμένες φιγούρες προσεύχονται στην Παναγιά;!» Καθώς το χέρι της, οδηγημένο από μένα, ήταν ακουμπισμένο στην εικόνα, τα μάτια της έκλεισαν και μουρμούρισε την ευλογημένη φράση μιας ταλαίπωρης ψυχής.. «Έτσι έρχεται η αλλοίωση του επισκέπτη… όταν συναντά εγκάρδια το θείο ».
Χαλάρωσε η στιγμή, καθίσαμε στα καθίσματα και αφήσαμε τα λόγια μας να χαρούν την επικοινωνία. « Έρχομαι κι εγώ, χρόνια πίσω, όταν ο παπα- Παρτίδος την τοποθετούσε στο πλάι της εκκλησιάς σε προσκυνητάρι… και πάντα την ασπαζόμουν τούτη την εικόνα, και της μιλάω και την ασπάζομαι, με νοιώθει, τον αισθάνομαι τον παλμό της Παναγιάς μας…». Είπαμε πολλά.
Μια εικόνα της Παναγίας, της Κρητικιάς όπως τη λέμε, αφού έτσι αναγράφεται πάνω στην εικόνα, (Εκ Κρήτης), υπέροχη, γλυκοφιλούσα, κυκλική, με αργυροπουκάμισο στολισμένη, τοποθετημένη φορητά σε ορθογώνιο πλάτωμα άλλης εικόνας, με δυο πλαίσια, το ένα χρωματιστό και το άλλο, μια καφέ ξύλινη κορνίζα. Στο κάτω μέρος της, εικονιζόμενοι δεξιά κι αριστερά, τα μέλη της οικογένειας του δωρητή, δεόμενοι όλοι στην Κυρά του Κόσμου. Επάνω οι Άγγελοι κρατούν το στέφανον της Δόξης της. Στο κάτω μέρος ασπριδερή γραφή μαρτυρά.
«Δέησις του Δούλου του Θεού Ιακώβ Χ. Τρέκα. Χειρ. Φοτινού Λάσκαρι 1855».
Πέρασαν τα χρόνια, τη γερόντισσα (Μαίρη) δεν την ξαναείδα. Την μνημονεύω στην ενθύμησή μου γιατί μου πρόσφερε την «Αλλοίωση της Δεξιάς του Κυρίου» η απλά, « με έκαμε, και είδα»!
Κι παπα- Νικόλαος Σωτήρας, στις μέρες μας, την ποστιάζει, Κυρά στο κέντρο του ναού, την περίοδο αυτή των Χαιρετισμών της Θεοτόκου και τη δοξολογεί μελωδικότατα κι ευλαβικά.