«Άλλαξαν οι εποχές… χάθηκαν και οι καραγωγείς» - Οι καραγωγείς του Ληξουρίου
Γράφει ο Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Ένα από τα παλιά επαγγέλματα που οριστικά έχουν εκθλίψει είναι αυτό του καραγωγέα. Η λέξη καραγωγέας προέρχεται από τις λέξεις: το κάρον και από την αρχαία ελληνική αγωγεύς, δηλαδή είναι αυτός που οδηγεί το κάρο. Ο καραγωγέας ήταν οδηγός και τις περισσότερες φορές ο ιδιοκτήτης του κάρου, μεταφορικού μέσου με δύο ως επί τω πλείστον τροχούς, που έσερνε άλογο, δηλαδή ήταν οδηγός ιππήλατου οχήματος (κάρου).
Εκτελούσε κάθε είδους μεταφορά, προσφέροντας μεγάλη υπηρεσία στο κοινό, πριν εμφανιστεί το αυτοκίνητο, όπως γίνεται και σήμερα με τα ΔΧ (Δημοσίας Χρήσης) αυτοκίνητα, για την ανέγερση των σπιτιών καθώς και των διαφόρων δημοσίων και ιδιωτικών έργων.
Η δουλειά των καροτσιέρηδων ήταν πολύ δύσκολη, λόγω που δούλευαν με όλες τα καιρικές συνθήκες κι έπρεπε σε κάνουν μεταφορές σε κοντινές και μακρινές αποστάσεις, ακόμη και να κουβαλούν πέτρες από τα λατομεία και άμμο από τα ποτάμια.
Τα μονόκαρα, κάρα με τους δύο τροχούς, ήταν και ανατρεπόμενα, διευκολύνοντας έτσι την εκφόρτωση των οικοδομικών υλικών.
Η στάση καθίσματος του καροτσιέρη ήταν ανάλογη με το κάρο. Όταν ήταν άδειο το μονόκαρο, ο καροτσιέρης καθόταν εσωτερικά και στην αριστερή γωνιά, για να μπορεί, με το δεξί χέρι που κρατούσε τα γκέμια (ηνία) και το καμουτσίκι, να κατευθύνει και να ελέγχει το άλογο. Ο καροτσιέρης του διπλόκαρου, κάρο με τέσσερις τροχούς, καθόταν μπροστά και στο μέσο της καρότσας,
κρατώντας και με τα δύο χέρια τα γκέμια.
Στην περιοχή του Ληξουρίου δεν υπήρχαν διπλόκαρα, τουλάχιστον δυο δεκαετίες πριν το σεισμό του 1953, λόγω που η πόλη είχε στενά σοκάκια και καντούνια και δεν ήταν εύκολο το πέρασμά τους από αυτά. Οι καραγωγείς του Ληξουρίου χρησιμοποιούσαν το κάρο με τις δυο ρόδες (μονόκαρο) και τα περισσότερα από τα ζωντανά τους ήταν μουλάρια.
Βέβαια, υπήρχαν και τα μικρά τετράτροχα καροτσίνια (του Ηρακλή του Φαμπρίτση) τα οποία τα χρησιμοποιούσαν ιδίως στις μεταφορές πραγμάτων από τα πλοία και τις βάρκες ή έκανα δουλειές στην περιοχή του πόρτου και ευρύτερα της παραλίας.
Το κάρο είχε δύο καρόροδες, δύο πλαϊνά ξύλα, δοκάρια, (τιμόνια) και στο άκρο των δοκαριών στηριζόταν ένας ιμάντας πρόσδεσης του αλόγου με το κάρο. Από εκεί δενόταν η κοιλιά του ζώου με το κάρο. Επίσης, το άλογο φορούσε λαιμαριά που συνδεόταν με το κάρο με αλυσίδες που και αυτές εφαρμόζονταν στα πλαϊνά δοκάρια με ένα άγκιστρο και μ' αυτόν τον τρόπο τραβούσε το ζώο το κάρο.
Ακόμα, φορούσε στο κεφάλι την κεφαλάρια δηλαδή μια μάσκα με παρωπίδες για να περιορίζεται το οπτικό πεδίο, να μην τρομάζει και να βλέπει μόνο μπροστά του. Στην πλάτη του αλόγου υπήρχε το σαμάρι που στην κορυφή του είχε δύο χαλκάδες μπρούτζινους που περνούσαν από μέσα τα δερμάτινα λουριά, τα γκέμια, που ήταν δεμένα από την κεφαλάρια του αλόγου και τα κρατούσε ο καραγωγέας. Με αυτά κατεύθυνε το ζώο, το σταματούσε ή το έκανε να ξεκινήσει με τη βοήθεια, βέβαια, προσταγμάτων.
Τα κάρα που τα χρησιμοποιούσαν για μεταφορές, συνήθως δεν είχαν όπως οι άμαξες λάστιχο γύρω από το σίδερο της ρόδας για να είναι αθόρυβες ούτε λάστιχο στα πέταλα του αλόγου για να μη γλιστράει. Η κασέλα του κάρου, που αποτελούσε και τον κύριο κορμό αυτού του τροχοφόρου, ήταν απλή, φτιαγμένη από σκληρές σανίδες ξύλου, περιτοιχίζοντας έτσι το εσωτερικό της. Το πίσω μέρος της κασέλας άνοιγε , ως πόρτα για να μπορούν να ξεφορτώσουν το μεταφερόμενο υλικό. Από τις πλαϊνές πλευρές και μπροστά είχε σανίδες υψωμένες περιμετρικά.
Έτσι, όταν περνούσε το κάρο ακουγόταν από μακριά. Ακόμα, τα ελατήρια, οι σούστες ήταν διαφορετικές στις άμαξες που είχαν μεγαλύτερη ελαστικότητα. Δέσποζαν οι μεγάλες σιδερένιες ρόδες, που έκαναν θόρυβο όταν περνούσαν από τα γουλόστρατα καντούνια της πόλης. Σκληρό το μεροκάματο του καραγωγέα, γιατί δεν ήταν μόνο να διευθύνει το ζωντανό του με το κάρο του στον προορισμό που ζητούσε ο πελάτης του, αλλά και να φορτώσει το κάρο και να το ξεφορτώσει. Οι περισσότεροι είχαν καπέλο, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες, για να μην τους καίει ο ήλιος στο πρόσωπο, ντυμένοι με την τράουζα -παντελόνι και με το πουκάμισο πιασμένο στη μέση με το πλεκτό ζωνάρι. Απαραίτητη η μάλλινη μπλούζα εσωτερικά για να απορροφάται ο ίδρωτας.
Στην πόλη του Ληξουρίου προσεισμικά υπήρχαν αρκετοί καραγωγείς, που εκτελούσαν τις μεταφορές όπου ήθελε ο πελάτης τους. Πολλοί από αυτούς είχαν το πόστο τους στο πίσω μέρος του Παντοκράτορα (μητρόπολη του Ληξουρίου), άλλοι στην παραλία, που περίμεναν τα καραβάκια να ξεφορτώσουν το εμπόρευμά τους, μεταφέροντας τα φορτία στους αποδέκτες τους, κάνοντας έτσι το αγώι.
Κατά τη σεισμική περίοδο του 1953 αλλά κυρίως και τη μετασεισμική οι καραγωγείς με το επάγγελμά τους βοήθησαν στην μεταφορά υλικών και πραγμάτων για να φτιαχτεί η πόλη. Βέβαια, τα φορτηγά και τα μηχανήματα του στρατού σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος αυτής της εργασίας, αλλά τότε το να έχεις ένα ζωντανό και μάλιστα να είσαι καραγωγέας, ήταν σίγουρο πως παρ’ όλη την ταλαιπωρία μπορούσες να έχει ένα καλό μεροκάματο.
Καραγωγείς του Ληξουρίου γύρω στα 1910 από τους εκλογικούς καταλόγους της εποχής.
-Αμούργης Παναγή Σπυρίδων
-Δρακόπουλος Δημητρίου Γεράσιμος
-Καγγελάρης Αγγέλου Θεόδωρος
-Καστρινός Διονυσίου Χαράλαμπος
-Μπαρτσαβιάς Παναγή Βασίλειος
-Μαζαράκης Μιχαήλ Απόστολος
-Μηνιάτης- Κατσάνης Μαρίνου Διονύσιος
-Σταματελάτος Πέτρος Γεράσιμος
-Τζουγανάτος Ανδρέου Αντώνιος
Καραγωγείς προσεισμικής και μετασεισμικής περιόδου
-Ηρακλής Φαμπρίτσης
-Παναγής Χαράλαμπου Κουταβάς (Τριχούρης)
-Χαράλαμπος Παναγής Κουταβάς (Τριχούρης)
-Χαράλαμπος Παναγής Κουταβάς (Άφρος)
-Μανόλης Σπυρίδων Μαρκαντωνάτος
-Σπύρος, Σταύρος και Γεράσιμος Μαρκαντωνάτος, μετέπειτα πήραν ταξί
-Νικολής Γρηγορόπουλος
-Θοδωρής (Κουτσοθοδωρής) Γρηγορόπουλος, μετέπειτα πήρε ταξί
-Ανδρογιάννης Γρηγορόπουλος μετέπειτα πήρε ταξί
-Νικόλας Καμηνάρης
-Βασίλης Λεωνίδα Λαδάς
-Χρίστος Γρηγορόπουλος και τα παιδιά του Χαράλαμπος και Γεράσιμος
-Σάββας Μωραΐτης
-Μίμης Μωραΐτης
-Διονύσιος Κάρλος Χαραλάμπους Πασχάλης
-Βασίλης Φάμπιος
-Παναγής Φάμπιος
-Χαράλαμπος Φάμπιος (Σκλεμπές)
-Διονύσης Κουρούκλης
-Γιώργος Τσιβράς (Χορευτούλης)
-Νέστορας Τσιβράς
-Σπύρος Δημητρίου Δαμουλιάνος (Κουφός)
-Παναγής Λιάτος ( Κουτούλης)
-Γιάννης Κάρλος Διονυσίου Πασχάλης
-Κοσμάς Καντιλιώρος Βουτσινάς
-Γρίβας Κουλουμπής
Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό «Kefalonitis Magazin»
στο τεύχος 31, Φεβρουάριος 2012, αποτελεί δε μέρος μεγαλύτερης μελέτης.