ΓΣΕΕ: Επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ εντός του 2021
Την επαναφορά του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα στα 751 ευρώ (που ήταν πριν τις μνημονιακές περικοπές) για φέτος, ζητά από την κυβέρνηση η ΓΣΕΕ.
Η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ όπως τονίζουν θα βοηθήσει ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης για ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων και να μειωθεί η ανασφάλεια και η επισφάλεια που διακρίνει σήμερα την αγορά εργασίας αλλά και να ενισχυθεί η οικονομική και η κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη.
Μετά από έναν και πλέον χρόνο υγειονομικής κρίσης και των ειδικών συνθηκών που επιβλήθηκαν η αγορά εργασίας είναι αντιμέτωπη με μια άνευ προηγουμένου κρίση σε θέσεις εργασίας, εισοδήματα και επίπεδα επισφάλειας και αβεβαιότητας.
Η κρίση αυτή έπληξε ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι νέοι, οι γυναίκες, οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλά ειδικευμένοι εργαζόμενοι. Στο πλαίσιο αυτό, ο κατώτατος μισθός θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ένα ιδιαίτερα πολύτιμο εργαλείο αντιμετώπισης των συνθηκών αυτών και, παράλληλα, ως ένα μέσο ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης και της οικονομικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με το Ινστιστούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, και ενώ οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης ήταν οριζόντιες σε όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ, η Ελλάδα ήταν μία από τις τέσσερις χώρες (μαζί με την Ισπανία, την Εσθονία και την Ουγγαρία) όπου δεν υπήρξε καμία ονομαστική μεταβολή του κατώτατου μισθού στη διάρκεια του 2020, σε αντίθεση με 17 χώρες-μέλη που αύξησαν τον κατώτατο μισθό.
Υπενθυμίζεται πως από τον Φεβρουάριο του 2019 ο κατώτατος μισθός έχει οριστεί στα 650 ευρώ καθώς καταργήθηκε ο υποκατώτατος και το κατώτατο ημερομίσθιο στα 29,04 ευρώ.
Όπως τονίζει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, για να είναι επαρκές το επίπεδο του κατώτατου μισθού θα πρέπει να αντιστοιχεί στο ύψος του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης, καθώς επίσης και βάσει προτεινόμενης οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κριτήριο αξιολόγησης της επάρκειας του κατώτατου μισθού θα πρέπει να αποτελεί η πραγματική αγοραστική δύναμή του.
Σύμφωνα με τα ευρύματα σχετικής έρευνας η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ.
Επιπλέον, η χώρα μας είναι το μόνο κράτος-μέλος το οποίο υπέστη απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού σε σχέση με το επίπεδο του 2010 (-9,45%), όταν στα υπόλοιπα κράτη-μέλη υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση.
Κατά συνέπεια, παρατηρείται απόκλιση του κατώτατου μισθού της Ελλάδας από τον μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης και επιδείνωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμής του στην ΕΕ.
Παράλληλα, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων θεωρούν αδικαιολόγητη κάθε νέα καθυστέρηση άμεσης θετικής μεταβολής του ύψους του κατώτατου μισθού μέσα στο 2021, παρουσιάζοντας τα σημαντικά οφέλη μιας άμεσης αύξησής του για την οικονομία και την κοινωνία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η επέλαση της πανδημίας έχει οδηγήσει στην αναβολή για τέταρτη φορά της διαδικασίας για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού.
Η πρόταση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την προσαρμογή του κατώτατου μισθού το 2021, είναι να ανέλθει στα 751 ευρώ και στη συνέχεια να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ.
Εξάλλου, χαρακτηρίζεται ως εξαιρετικής σημασίας ένα ακόμη βασικό στοιχείο της προτεινόμενης οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το οποίο αφορά τις διατάξεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση των εθνικών συστημάτων συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Κρίνεται δε απαραίτητο ότι όλα τα κράτη-μέλη με επίπεδο συλλογικής κάλυψης κάτω του 70% του εργατικού δυναμικού είναι υποχρεωμένα να ξεκινήσουν εθνικό διάλογο με στόχο την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων εργασίας.
Εξάλλου, η αύξηση του κατώτατου μισθού εκτιμάται ότι θα έχει θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα αφού θα ενισχύσει την εσωτερική ζήτηση. Συγκεκριμένα, το 2021 και το 2022 το ονομαστικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 0,09% και 2,43% αντίστοιχα σε σχέση με το βασικό σενάριο, το οποίο υποθέτει ότι ο κατώτατος μισθός μένει αμετάβλητος. Το 2021 το πραγματικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα είναι κατά 0,86% υψηλότερο από το βασικό σενάριο, ενώ το 2022 η αντίστοιχη διαφορά εκτιμάται ότι θα είναι της τάξης του 1,06%.
Τέλος, η αύξηση του κατώτατου μισθού αναμένεται να συμβάλει θετικά στη συνοχή της αγοράς εργασίας και της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και στην επίτευξη βασικών στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ. Δεδομένου του μεγάλου ποσοστού απασχολουμένων που εκτιμάται ότι θα επηρεάσει η μεταβολή του κατώτατου μισθού, εξίσου σημαντική συνεισφορά θα έχει στη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας, η οποία θα μειωθεί κατά περίπου 13 ποσοστιαίες μονάδες.
Στη διάρκεια του 2020, όπως και το πρώτο τρίμηνο του 2021, η αγορά εργασίας βρέθηκε αντιμέτωπη με μια άνευ προηγουμέ-νου κρίση σε θέσεις εργασίας, εισοδήματα και επίπεδα επισφά-λειας και αβεβαιότητας.
Σημειώθηκε μια πολύ σημαντική μείωση των ωρών εργασίας που μεταφράστηκε τόσο σε απώλειες απασχόλησης, με αύξηση του οικονομικά μη ενεργού δυναμικού, όσο και σε μείωση των ωρών εργασίας για όσους παρέμειναν απασχολούμενοι.
Η κρίση είχε ιδι-αίτερα καταστροφικές επιπτώσεις σε πολλές ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι νέοι, οι γυναίκες, οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλά ειδικευ-μένοι εργαζόμενοι. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί το εξής:
Παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες της πανδημι-κής κρίσης ήταν οριζόντιες, 17 κράτη μέλη της ΕΕ έχουν ήδη αυξήσει τον κατώτατο μισθό από την 1/1/2021, 3 κράτη μέλη τον διατήρησαν σταθερό στο ύψος του 2020, ενώ μόνο στην Ελλάδα οι διαπραγματεύσεις αναβλή-θηκαν την προηγούμενη χρονιά και ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να είναι στο ύψος του 2019.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι στη χώρα μας, ακόμη, περίπου μέσα του 2021, δεν έχει αποφασιστεί καμία μεταβολή του κατώτατου μισθού. Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι από τις 17 χώρες που αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, οι 14 τον είχαν αυξήσει και το 2020 σε σχέση με το 2019.
Παράλληλα, ανάμεσα στις χώρες που διατηρή-σαν την 1η Ιανουαρίου του 2021 τον κατώτατο μισθό σταθερό σε σχέση με την 1η Ιανουαρίου του 2020, η Εσθονία και η Ισπανία, είχαν ήδη αυξήσει τον ωριαίο κατώτατο μισθό σε σχέση με το 2019 κατά 8,15% και 5,55%. Για το 2021, υψηλότερη ήταν η αύξηση του ωριαίου κατώτατου μισθού στη Λετονία (16,3%) και χαμηλότερη στη Γαλλία και στη Μάλτα (1%).
Dikaiologitika.gr