Ο Ανδρέας Λασκαράτος υπερασπίζεται στα 1896 τη μνήμη του ιεράρχη Γερμανού Καλλιγά
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Στις 18 Ιανουαρίου 1896, εορτή του Αγίου Αθανασίου, κοιμήθηκε στην αιωνιότητα, ο σπουδαίος Κεφαλονίτης ιεράρχης Γερμανός Καλλιγάς. Στη σύντομη αναγκαία βιογραφία που ακολουθεί, περιέχονται κάποιοι σταθμοί, όπου απετέλεσαν σημαντικά σημεία της μεγάλης του δράσης. Γεννήθηκε το 1844 στη Λειβαθώ, χειροτονήθηκε διάκονος από τον συγγενή του Ηγούμενο της Μονής Θεολόγου της νήσου Πάτμου, εισήχθηκε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από όπου και αποφοίτησε το 1874. Διετέλεσε διάκονος και αργότερα Πρωτοσύγκελος στο Πατριαρχείο Αλεξάνδρειας και Προϊστάμενος της Ορθοδόξου Κοινότητας της Μασσαλίας στα 1880, όπου και ανέπτυξε εξαιρετική δράση. Το 1884 χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας, στην οποία επίσης ανέπτυξε μεγάλη οργανωτική ικανότητα και φιλανθρωπική ενέργεια. Στις 5 Ιουλίου 1889 παρά την τότε λυσσαλέα αντίδραση των συνοδικών εκλέχθηκε Μητροπολίτης Αθηνών.
Λίγες ημέρες μετά από την ξαφνική θανή του, ο αιρετικός κατά πολλούς, θεολόγος Απόστολος Μακράκης (1831-1905) δημοσίευσε ένα δριμύτατο άρθρο, πραγματικό λίβελο για τη μνήμη του Καλλιγά, παρόλη την αναγνώριση του έργου του σπουδαίου ιεράρχη.
Παραθέτω λίγες γραμμές από τον λίβελο του Μακράκη από τη μελέτη, που πρώτος έκανε για το θέμα, ο αξιόλογος φιλόλογος Ελληνιστής, συγγραφέας Γεώργιος Αλισανδράτος, (Βλ. Ο ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ 1993 –Αλισανδράτος Γ. Γ (1993) Αρχειακές έρευνες για τον Ανδρέα Λασκράτο. Τα τέσσερα τελευταία τεύχη του «Λύχνου» - 1894-1896- ).
Κατεχόμενος ούτος υπό σφοδράς φιλοδοξίας εξεδήλωσεν ως μητροπολίτης τάσεις δεσποτικάς και αυθαιρέτους και όλως παπικάς τα πάντα θελήσας να καθυποτάξη εις την αυθαίρετον γνώμην του, εφ’ ω και πολλών πολλάκις σκανδάλων εγένετο αίτιος. Θυμώδης και οργίλος μέχρι παραφοράς, έπραττε κατά δόξαν και ιδίαν αρέσκειαν, τα πάντα θυσιάζων εις την αυταρέσκειάν του…
Ο Ανδρέας Λασκαράτος που ήταν ήδη 85 χρόνων τότε ενοχλήθηκε πολύ από το κείμενο του Μακράκη και αποφάσισε να συγκρουστεί με τον αιρετικό θεολόγο ακόμη μια φορά, όπως και παλαιότερα τον είχε καυτηριάσει με τη σατιρική πένα του. (Βλ. Άπαντα Λασκαράτου).
Αν και ο Λασκαράτος δεν ήταν Χριστιανός Ορθόδοξος, δεν ήταν άθεος ή καλύτερα θα λέγαμε, πως πίστευε σ’ έναν άλλο χριστιανισμό, που κατά τη γνώμη του, ήταν καθαρός, χωρίς προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Είχε δε αναπτύξει μια σπουδαία αλληλογραφία, ( η οποία δεν έχει εντοπιστεί εξ’ ολοκλήρου ) με τον ιεράρχη Γερμανό Καλλιγά και τον τότε ηγούμενο των Κηπουραίων, Γεράσιμο Καλό, πάνω σε θεολογικά θέματα. (Βλ., Ηλίας Τσιτσέλης, Κεφαλληνικά Σύμμικτα,
Τ. Α’, σελ 193 και σ. σ. 725-6) ( ... Ο δε Ανδρέας Λασκαράτος, ει και μη συμπαθών ως γνωστόν προς τον κλήρον, λίαν όμως εξετίμα τον ειλικρινή και εύτολμον χαρακτήρα και τα χριστιανικάς αυτού αρετάς, σώζεται μάλιστα αξία λόγου αλληλογραφία του 1874 περί θεολογικών ζητημάτων μεταξύ των δυο τούτων ανδρών μετ’ απαθείας, κοσμιότητος και αμοιβαίου σεβασμού εν ή θαυμάζει τις αληθώς το θάρρος, την ευσέβειαν και την υπέρ τα ταπεινά έξαρσιν του Καλού, όσον του φιλονείκου και δύσκαμπτου περί τα τοιαύτα ως γνωστόν Α. Λασκαράτου την ασυνήθη πραείαν γλώσσαν, την σοβαράν φιλοσοφικήν εξέτασιν και την λεπτότητα των κρίσεων...).
Ο Λασκαράτος σεβόταν τον Γερμανό Καλλιγά και εκτιμούσε πολύ το φιλάνθρωπο έργο του, καθώς και την σπουδαία κοινωνική και εκκλησιαστική δράση του. Έτσι, στο τελευταίο φύλλο του «Λύχνου» απαντά στον Μακράκη (φυλ. 51) για να υπερασπιστεί τον φίλο του και συμπολίτη του Γερμανό Καλλιγά.
Ο Γεώργιος Αλισανδράτος μας γράφει στη μελέτη του, ( … η επίθεση του Λασκαράτου εναντίον του Μακράκη είναι σφοδρή και η υπεράσπιση της μνήμης του Καλλιγά γενναία…).
Ακολουθούν οι απαντήσεις του Ανδρέα Λασκαράτου, μεταφερόμενες σε μονοτονική γραφή, βλέποντας κανείς ότι ο Λασκαράτος παρόλο την τότε ηλικία των 85 χρόνων, ήταν ακόμη ενεργός, διατηρώντας τον ακέραιο ήθος του και εκτιμώντας πρωτίστως τους ανθρώπους, τους ιερωμένους, που είχαν ύψος χριστιανικής αρετής και έργου.
« ΚΕΦΑΛΗΝΙΑ 5 Ιανουαριου 1896. Αριθ. 51
Καϋμένε Μακράκη! Δεν σ’ εδίκασε να μείνης οποίος έγινες τους απερασμένους χρόνους, γελοίος απέναντι των νοημόνων, αλλά επιθύμησες τώρα και μισητός να γένης εις τους σημερινούς ανθρώπους, ψευδόμενος, υβρίζων, και συκοφαντών αποθαμένον Ιεράρχην, όστις δεν ημπορεί να αποκριθή τα άτιμα ψεύδη σου; Μά,
Έλα, καϋμένε, στην Κεφαλονιά να ιδής το «Λόγο» σου παρασημομένον με παράσημα αμελέτητα, και κρεμασμένον εις την κεντρικώτερην λεωφόρον του Αργοστολίου.
Έλα να ιδής τα Δημόσια Ουρητήριά μας στολισμένα με το όνομά σου… προς τιμήν σου βέβαια.
Έλα φέρε τα μούτρα σου, να λάβουν κ’ εκείνα το μετρικό τους…
Έλα τώρα πούναι ακόμη καρναβάλι, να σε καθίσωμε σε μία καθήκλα, και να σε γυρίσωμε να σε ιδή ο τόπος. Να ιδή ο τόπος τον σιδηρόμουτρον εξυβριστήν του ανδρός εκείνου που ετίμησε την πατρίδα του Κεφαληνίαν με τον άμεμπτον χαραχτήρα του, με τες κοινωνικές και θρησκευτικές του αρετές, που την ωφέλησε με φιλάνθρωπες αγαθοεργίες του, πού ξακουσμένος πλέον, και γνωστός εις την Γενικήν Κυβέρνησην της Ελλάδος, εκράχθηκε στάς Αθήνας να τιμήση και να ωφελήση το Έθνος όλον. Ω πραγματικώς το ετίμησε και το ωφέλησε.
Καϋμένε Μακράκη! Εκάμαμε δύναμη στον εαυτό μας κ’ εδιαβάσαμε τες συχαντερές αισχρότητες σου, αποδομένες όλες εις τον σεβαστόν και αγαπητόν εκείνον Ιεράρχην μας, εθαυμάσαμε την αναίδειάν σου, και επονέσαμε την γενέτειρά σου γην, για τον παλη-άνθρωπον όπου έβγαλε μέσαθέ της.
Τόσο μόνον εις απόκρισιν του «βρομό- λογού σου. Και σε μεγάλη τιμή η απόκρισή μας. ..»
Ο Λασκαράτος είχε σατιρίσει με ποιήματα τον Μακράκη, λέγοντάς του πως, είναι όργανο του Σατανά και του Διαόλου και ότι διαστρεβλώνει τα πράγματα
Στην υπεράσπιση που κάνει ο Λασκαράτος για τον ιεράρχη Καλλιγά, προσθέτει και τη γνώμη του, για πως πρέπει να διοικείται η Εκκλησίας του Χριστού. Το κείμενο που ακολουθεί, κατά τη γνώμη μου, έχει μεγάλη αξία, γιατί ο λασκαράτειος λόγος είναι απλός και μετρημένος και δεν ακουμπά μόνος τη θρησκεία, αλλά και την πολιτική και κοινωνική δομή ενός κράτους, δηλαδή μιας ευρύτερης μεγάλης διοίκησης.
Ακολουθεί και το υπόλοιπο κείμενο της υπεράσπισης του Λασκαράτου, μεταφερόμενο σε μονοτονική γραφή, διατηρώντας την ορθογραφία όπως έχει στο «Λύχνο».
« Η περίσταση τούτη, του απαίσιου Μακράκη, με φέρνει να μιλήσω και δια την Εκκλησίαν μας εν γένει.
Όλοι, όσοι νοήμονες, γνωρίζουμε ότι, η Εκκλησία μας διοικούμενη έως τώρα από Ιεράρχας γεροντίδια, και ως επί το πλείστον γεροντίδια αμόρφωτα, εξέπεσε από το χριστιανικό της ύψος, καταντημένη Σεβαστή Συνήθεια και τίποτε περισσότερον, επειδή δεν είχε πλέον επιρροήν επάνω εις τα ήθη της κοινωνίας.
Με τούτον τον τρόπον η Εκκλησία ημπόρεσε να έλθη έως εις ημάς. Τώρα όμως βρίσκει τές κοινωνίες πολύ περισσότερον ενεπτυγμένες, και δεν θέλει’ μπορέσει να εξακολουθήση να υπάρξη ανάμεσό μας καθώς έκαμε έως τώρα, Σεβαστό τίποτε.
Η Εκκλησία όθεν έχει χρεία αναμορφώσεως. Έχει χρεία να της γένουνε πνευματικές έγχυσες καθαρού χριστιανικού πνεύματος. Μα, δια τούτο, τα Ιθύντορες- γραΐδια πρέπει να λείψουνε, τον τόπον τους να τον πάρουνε άνθρωποι των οποίων το πνεύμα να αναπτύχθηκε, όχι πλέον στες γελοίες πρόληψες της ανθρωπομόρφου ύλης, αλλά εις το αληθές πνεύμα του Χριστού, και εις τες ηθικοκοινωνικές χρείες των ανθρώπων.
Άνθρωποι τοιούτοι είναι βέβαια λίγοι : μα είναι και θέλ’ είναι μάλιστα και μεταξύ του κλήρου, και των αρχιερέων των ιδίων. Ζητήσετέ τους, και τους ευρίσκετε.
Αν χρειασθή, ξαναρχόμεθα εις το προκείμενον τούτο».
Το κείμενο τούτο περιορίστηκε πάνω στο θέμα… του Λασκαράτου ως υπερασπιστής της μνήμης του φίλου του ιεράρχη, Γερμανού Καλλιγά. Ενδιαφέρον όμως κρύβουν και τα σατιρικά και καυστικά ποιήματα του Λασκαράτου, για τον Απόστολο Μακράκη, αλλά λόγω χώρου δεν είναι δυνατόν εδώ , να παρουσιαστούν και να σχολιαστούν.
Θα ήταν ευχής έργο να βρεθεί και να μελετηθεί αναλυτικά η αλληλογραφία του Λασκαράτου με τον ιεράρχη Καλλιγά η οποία σύμφωνα με τους μελετητές του σατιρικού ποιητή «κινείτο» πάνω σε θεολογικά θέματα του χριστιανισμού.
Ίσως ο ιεράρχης Καλλιγάς να είχε επηρεάσει τον Λασκαράτο, όπου στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έγγραφε μια ανέκδοτη πραγματεία, πολλή ενδιαφέρουσα, δυο τετραδίων , «Περί Θρησκείας» .