Τάκης Χρυσικάκος - ‘’Κατά Μάρκον’’: Η ιστορία δύο κορυφαίων ρεμπετών ζωντανεύει επί σκηνής στην Κεφαλονιά! (Inkefalonia 89,2)
Συνέντευξη στον Ρ/Σ Inkefalonia 89,2
Στην εκπομπή “Μέρα Μεσημέρι” στον Inkefalonia 89,2 με την δημοσιογράφο Ελευθερία Κουλουριώτου, μίλησε ο ηθοποιός Τάκης Χρυσικάκος, για την θεατρική-μουσική παράσταση «Τα Κατά Μάρκον», που έρχεται την Κυριακή 28 Ιανουαρίου στις 21.00 στο Θέατρο Αργοστολίου ο «Κέφαλος».
Η παράσταση ερευνά και προβάλλει τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες που γέννησαν την παράδοση του Ρεμπέτικου και προσδιόρισαν το ύφος και το ήθος του.
Αφετηρία, αποτελούν οι δραματοποιημένες αφηγήσεις δύο από τους κορυφαίους ρεμπέτες, του Μάρκου Βαμβακάρη και του Μιχάλη Γενίτσαρη, από τις αρχές του 20ου αιώνα έως τη δεκαετία του ’60, καθώς και άλλα αντιπροσωπευτικά κείμενα της περιόδου.
Τις αφηγήσεις των δύο κορυφαίων ρεμπετών ζωντανεύει επί σκηνής ο εξαιρετικός Τάκης Χρυσικάκος, που έχει και τη σκηνοθετική επιμέλεια της παράστασης και ο ίδιος είναι συγκλονιστικός όσον αφορά την μελέτη και το γέννημα αυτής της θεατρικής παράστασης: «Τα «κατά Μάρκον» είναι μία δουλειά πολλών ετών του Λάμπρου Λιάβα (καθηγητής εθνομουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών), γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι. Αυτό που τον ενδιαφέρει και ενδιαφέρει και την παράσταση είναι το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο , δηλαδή κάτω από ποιες συνθήκες δημιουργήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι. Όταν λέμε ρεμπέτικο τραγούδι, πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι μία τομή τεράστια στα μουσικά πράγματα της χώρας μας. Πρίν από το ρεμπέτικο τραγούδι και συγκεκριμένα τον Μάρκο Βαμβακάρη και τους Μικρασιάτες που έρχονται στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή , η μουσική που ακουγόταν στην Ελλάδα εκτός απ τα δημοτικά τραγούδια, ήταν κάποιες ξένες μελωδίες όπου τους έβαζαν Ελληνικούς στίχους και οπερέτες και διάφορα τέτοια».
Περιδιαβαίνει στην Ιστορία της χώρας εκκινώντας από την προσφυγική μετανάστευση των Σμυρνιών, στην εποχή του μεσοπολέμου, στη Μεταξική δικτατορία, στην επιβαλλόμενη λογοκρισία, στις εξορίες και στα βασανιστήρια, στους εκτοπισμούς και στη γενικότερη υποβάθμιση της ζωής:
« Όταν έρχονται λοιπόν οι Μικρασιάτες και σμίγουν μαζί με τους Έλληνες, συγκεκριμένα στην Κοκκινιά, μένουν πολύ κοντά ο Μάρκος Βαμβακάρης με τον Βαγγέλη Παπάζογλου τον Σμυρνιό μουσικό συνθέτη και αρχίζουν ως γείτονες να παίζουνε μαζί και όπως λέει και ο Μάρκος, -«αυτοί βιολιά και νταούλια και εμείς μπουζουκομπαγλαμάδες»-.
Αρχίζουν αυτές οι δύο τάσεις μουσικής , δηλαδή της Ασίας που πραγματικά είναι τεράστια πηγή μουσικής , μαζί με αυτό που δημιουργείται στην Ελλάδα για πρώτη φορά το ρεμπέτικο τραγούδι, να γράφουν μουσική και να παίζουνε μαζί και έτσι γεννιέται το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, που από τις ρίζες του αντλούμε μέχρι σήμερα την έντεχνη μουσική.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το 1946 πρώτη φορά ο Μάνος Χατζηδάκης στον κινηματογράφο «Ορφέα» στην περίφημη «Στοά Ορφέα» που κάτω είναι το Θέατρο Τέχνης δημιουργεί την πρώτη συναυλία με ρεμπέτηδες και ανεβάζει τον Μάρκο Βαμβακάρη. Αυτή είναι η πρώτη φορά που γίνεται γνωστό σε ένα αστικό κοινό αυτού του είδους η μουσική. Το ρεμπέτικο τραγούδι δημιουργήθηκε κάτω από συνθήκες καταστροφής, πολέμου, πείνας, ανέχειας, φυλακών και εξορίας. Κάτω απ αυτές τις τραγικές συνθήκες δημιουργήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι. Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος και ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν μικρός και αναγκάζεται η μάννα του να τον δώσει στην Σύρο σε έναν ξάδελφο και αρχίζει να μπλέκει με τον υπόκοσμο εκεί στην Ερμούπολη. Μικρασιατική καταστροφή, έρχονται οι Μικρασιάτες από την Σμύρνη ιδιαίτερα και την Κωνσταντινούπολη και τα παράλια της Μικράς Ασίας και σμίγουν μ αυτούς τους ανθρώπους. Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος και αρχίζουν και γράφουν μέσα σ αυτές τις συνθήκες. Δικτατορία του Μεταξά κλπ».
αυτά τα πράγματα δεν τα ξέρουμε και εγώ κρατάω όταν ο κόσμος στο τέλος πέρα από τα συγχαρητήρια, μου λέει –«σας ευχαριστούμε γι αυτά που μάθαμε»- Στην δικτατορία του Μεταξά αρχίζουν αυτούς τους ανθρώπους να τους κυνηγάνε και να τους στέλλουν εξορίες, δεν ξέρουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουνε κάνει εξορίες γι αυτό το λόγο και πολλοί πεθάνανε στις εξορίες αυτές. Μετά έχουμε την πείνα και αυτοί παίζουνε σε κάποια περιθωριακά μαγαζιά και αλλά ζει η κατάσταση και όπως λέει ο Μάρκος- «τώρα είναι χειρότερα, γιατί με βάζουν να παίζω στην τρίτη πίσω την σειρά γιατί δεν φοράω γραβάτα και πουκάμισο, αλλά χοντρή φανέλα» -.
Στέκεται στα μέρη της υποκριτικής απογείωσης: « Το 1ο μέρος της παράστασης είναι ο Μάρκος που εξιστορεί όλη αυτή την κατάσταση πως δημιουργείται το ρεμπέτικο τραγούδι.
Το 2ο μέρος της παράστασης καταπιάνεται με την δεύτερη γενιά που είναι Μιχάλης Γενίτσαρης, που εξιστορεί όλη αυτή την ιστορία του κυνηγητού και του περιθωρίου του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Το 3ο μέρος είναι ο Μάρκος πια στα γηρατειά του που βγαίνει με τον γιό του τον Στέλιο και παίζουνε αυτός με το μπουζούκι κι ο Στέλιος με το μπαγλαμαδάκι στα μαγαζιά και βάζουνε πιατάκι για τα λεφτά και όπως λέει ο Μάρκος – « πολλοί μας διώχνουν γιατί οι πελάτες θέλουν τα Ευρωπαικά και τα Αργεντίνικα και γιοκ το μεροκάματο»- κι ο Μάρκος πεθαίνει κοινώς στην ψάθα μέσα σε ανέχεια.
Αυτή είναι η ιστορία και αυτοί οι άνθρωποι οι λαϊκοί έχουν τρομακτικό χιούμορ, υπάρχει τρομερή συγκίνηση και υπάρχουν και όλα αυτά τα τραγούδια που ακούγονται ζωντανά με έναν καταπληκτικό μουσικό που έχουμε στη σκηνή. Αυτή είναι η προσπάθεια της μουσικής , όπου η δικιά μου η δουλειά είναι να αποφύγω την ηθογραφία, εξ ου και σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, το φόντο που υπάρχει είναι πίνακες του Χρήστου Μποκόρου, είναι ποιητικοί πίνακες , γιατί θέλουμε ακριβώς αυτό το στοιχείο να τονίσουμε, εξ ου και ο υπότιτλος της παράστασης «Ρεμπέτικη λειτουργία» .Είναι τελετουργικό το στοιχείο το οποίο εμείς θέλουμε να τονίσουμε, για να διαχωρίσουμε αυτό που υπάρχει από τα κοσμικά κέντρα διασκέδασης. Οι άνθρωποι αυτοί παίζανε σε τεκέδες, σε καφενεία, σε πολύ μικρούς χώρους και υπήρχε μια μυσταγωγία. Λέει ο Μάρκος- «έπαιζα και δεν εβγάζανε μιλιά, καθόντουσαν μόνο κι ακούγανε»- και αυτό επιδιώκει η παράσταση».
Το ρεμπέτικο τραγούδι γράφτηκε στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO και είναι υπόθεση του Λάμπρου Λιάβα που κίνησε όλη την διαδικασία και Ο Τάκης Χρυσικάκος σημειώνει: «Είναι αξιοσημείωτο να πούμε ότι στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO έχει ενταχθεί το Φλαμένγκο από την Ισπανία, το Φάντο από την Πορτογαλία και τα Μπλούζ από τις ΗΠΑ. Αντιλαμβάνεστε πόσο μεγάλη σημασία έχει για μας ότι δικαιώθηκε το ρεμπέτικο».
Ο Τάκης Χρυσικάκος, ενσαρκώνεται στην παράσταση δύο χαρακτήρες και σχετικά με αυτό αναφέρει: « Αυτό που ονομάζω εγώ αφηγηματικό θέατρο , μ αυτό ασχολούμαι χρόνια, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Μάνος Ελευθερίου, Καζαντζάκης που έπαιξα και στην Κεφαλονιά πριν μερικά χρόνια και τώρα αυτό το έργο του Λάμπρου Λιάβα για το ρεμπέτικο . Ανακάλυψα ότι από τη στιγμή που κάνεις αυτό το θέατρο, δηλαδή αφηγείσαι με κείμενα λογοτεχνικά ουσιαστικά και ποιητικά κείμενα, δεν υπάρχουν τα πρόσωπα και οι σκηνικοί χώροι . Υπάρχουν αντικείμενα πάνω στη σκηνή και ένας ηθοποιός που πολύ πειστικά όμως, αφηγείται μία ιστορία. Εκεί τι συμβαίνει, και το ανακάλυψα όταν μου το είπαν οι θεατές, δεν δημιουργήθηκε στο κεφάλι μου, αρχίζει το κοινό να γίνεται συνδημιουργός, δηλαδή αρχίζει να βλέπει και να ζει τους σκηνικούς χώρους και τα πρόσωπα, ακριβώς όπως όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, η όταν ακούμε ένα τραγούδι και αρχίζουμε να φανταζόμαστε τα πρόσωπα και τους χώρους. Σε μία παράσταση του Παπαδιαμάντη με σταματάει μία κυρία στο φουαγιέ του θεάτρου και μου λέει γεμάτη απορία –« πως γίνεται , είναι η 4η φορά που βλέπω τη παράσταση, να είσαστε εσείς στη σκηνή να παίζετε και εγώ να είμαι στην πλατεία και να μου μυρίζει θάλασσα»- αντιλαμβάνεστε τι ταξίδι έκανε αυτή η κυρία με τα λόγια του μεγάλου Παπαδιαμάντη. Είχε μπεί μέσα στην ιστορία και το ζούσε. Πολλοί θεατές και στην παράσταση «Κατά Μάρκον» μου λένε-«εμείς είδαμε πολλά πρόσωπα στη σκηνή, δεν είδαμε έναν ηθοποιό να παίζει»- αυτή τη μαγεία δημιουργεί αυτού του είδους το θέατρο και γι αυτό το υπηρετώ τόσο πιστά , εκτός από παραστάσεις πολυπρόσωπες που συμμετέχω. Εγώ μεγάλωσα στην Κοκκινιά και μπορεί να μην συνάντησα τον Βαμβακάρη η τον Γενίτσαρη , αλλά συνάντησα άλλους ανθρώπους αυτού του είδους. Η μουσική που άκουγε η οικογένεια μου στην τεράστια αυλή του σπιτιού στη Κοκκινιά, ήταν αυτή στα τραπέζια που κάναμε και ήταν εκεί 15-20 άτομα και γλεντάγανε. Αυτά τα τραγούδια ακούγανε κι εγώ πιτσιρικάς, αυτή την μουσική άκουγα. Όταν με παιρνε απ το χέρι ο πατέρας μου νήπιο για να κάνουμε βόλτα και περνάγαμε από το περίφημο κέντρο του «Αστέρα» που τραγουδούσε ο Καζαντζίδης και η Καίτη Γκρέυ και μετά η Μαρινέλλα κι ο Μπιθικώτσης, αυτά ερχόντουσαν στο αυτί μου εμένα, άρα ο ηθοποιός πρέπει να ξύσει την μνήμη του και να ζωντανέψει αυτά που υπάρχουν και να τα ανασύρει από το υποσυνείδητο που υπάρχει. Είναι ακριβώς αυτό που μας λέει κι ο Στανισλάφσκι στα περίφημα βιβλία του, είναι η μνήμη των συγκινήσεων τις οποίες ανασύρει και τις ζωντανεύει. Αυτό το πράγμα έκανα ακριβώς εγώ και για να μπω στην διαδικασία του έργου, μου πήρε 6 μήνες, γιατί ήθελα αυτό το πράγμα να γίνει σημαντικό».
“Τα κατά Μάρκον -Μια ρεμπέτικη λειτουργία- όπως σημειώνει εμφατικά: « Είναι η ιστορία του τόπου μας και είναι καλό να τα πούμε εκεί, γιατί εδώ ουσιαστικά πρόκειται για ένα θέατρο ψυχαγωγίας , δηλαδή άγεται η ψυχή, ανεβαίνει προς τα πάνω , δεν είναι απλώς να πάω κάπου να ξεδώσω , να ξεχάσω, εδώ είναι να θυμηθώ, να αποτίσω έναν φόρο τιμής στην ιστορία του τόπου μας. Αυτό τον προσανατολισμό και τον προορισμό έχει αυτού του είδους το θέατρο το οποίο προσπαθούμε να υπηρετήσουμε. Γιατί παιδεία και πολιτισμός είναι έννοιες συνδεδεμένες , το βάρος όλων κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να πέσει σ αυτό τον τόπο σ αυτά τα δύο, γιατί έτσι καθορίζεται το μέλλον αυτού του τόπου.
Η αλήθεια του μέσα από την διατριβή του με τη καθημερινότητα δεν παραβλέπει την αλήθεια των σημερινών νέων ανθρώπων και σημειώνει :
«Για το παρόν των νέων ανθρώπων ως δάσκαλος τα τελευταία χρόνια σε Δραματικές Σχολές, δεν είναι τυχαίο ότι σ αυτές τις επισκέψεις που κάνουμε, κάνω και ένα θεατρικό σεμινάριο για την υποκριτική αφιλοκερδώς, όπου απευθύνομαι σε ερασιτέχνες ηθοποιούς του κάθε τόπου για να μπορούμε να επικοινωνήσουμε και να μεταφέρω ως δάσκαλος και άνθρωπος του θεάτρου τις γνώσεις που έχω και να τις μοιραστώ μαζί τους, να απαντήσω σε ερωτήματα που έχουν και να τους βοηθήσω με τον τρόπο τον δικό μου για να προχωρήσουνε, γιατί εγώ πιστεύω στον πολιτισμό από κάτω προς τα πάνω. Δεν είναι να έρθω εγώ και να φορεθώ από πάνω , πιστεύω στον πολιτισμό που δημιουργείται σε κάθε τόπο από τους ίδιους τους ανθρώπους.
Κλείνοντας ο κ Χρυσικάκος, μίλησε με τα λόγια του Μάρκου Βαμβακάρη: « Εμείς δεν γράφαμε τραγούδια μόνο με νότες και στιχάκια, φτιάχνουμε τα τραγούδια μας με των ανθρώπων τα όνειρα και τα όνειρα δε χάνονται, οι άνθρωποι αυτοί φτωχοί και ρέστοι, ακούγαν τα τραγούδια μας και ξεχνιόντουσαν για λίγο και μετά σπρώχναν τη ζωή να πάει πάρα κάτω».
Ακολουθεί το ηχητικό της συνέντευξης
{https://soundcloud.com/user-46829938/inkefalonia-89-2-107942?si=8d4357c8e59f4bb692a83c45f6d3b808&utm_source=clipboard&utm_medium=text&utm_campaign=social_sharing}