Ηλίας Τουμασάτος: Κουβεντιάζοντας με ποιήματα της Γαλάτειας Βέρρα
Κουβεντιάζοντας με ποιήματα της Γαλάτειας Βέρρα
Παρουσίαση του βιβλίου της «Τροχιές πορφυρές» (Εκδ. Γαβριηλίδη, Αθήνα, 2015)
Αργοστόλι, Κοργιαλένειος Βιβλιοθήκη, Τετάρτη 25/5/2016
Ηλίας Τουμασάτος
Διαβάζοντας τα ποιήματα της Γαλάτειας Βέρρα σκέφτηκα πως θα προτιμούσα, αντί για μια φιλολογική προσέγγιση, να κουβεντιάσω μαζί τους. Γίνεται να κουβεντιάσεις άραγε μ’ ένα ποίημα; Ίσως και να γίνεται, ίσως και να συμβαίνει πάντα όταν βρίσκεσαι στη μεριά του αναγνώστη, όταν αντικρίζεις τις λέξεις, και ψάχνεις μέσα από τις φωνές που αντηχούν να βρεις κάτι δικό σου. Σ’ αυτό το κείμενο λοιπόν θα σας παρουσιάσω την «απομαγνητοφώνηση» ενός μέρους από αυτή τη συνομιλία. Δηλαδή, τη συνάντηση με τους στίχους, τις λέξεις και τους ήχους, όπως την έζησε ένας απλός αναγνώστης.
c
ΤΟ ΧΤΕΝΑΚΙ
Το χτενάκι έπεσε από τα μαλλιά.
Αποκάλυψε την παλλόμενη εφηβεία.
Είναι νωρίς η κόμη αυτή
να μπει σε τάξη.
Στο πλήρωμα του χρόνου
θα προβάλλει ευπρεπισμένη.
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Ιούνιος, τελευταία μέρα των εξετάσεων. Ένα κορίτσι αφήνει πίσω του τη σιδερένια πόρτα του σχολείου. Σ’ ένα παγκάκι, κι αυτό από σίδερο μασίφ, έχει ξεχάσει τα βιβλία του τελευταίου μαθήματος. Έχει ξεχάσει και όλα τα μαθήματα των ημερών που πέρασαν. Το μόνο που σκέφτεται τώρα είναι μια βουτιά στη θάλασσα. Οι σαγιονάρες της λες κι έχουν βγάλει φτερά. Πάνω στο τρέξιμο, το χτενάκι που συγκρατούσε τα μαλλιά της όταν, πριν λίγη ώρα, σκυμμένη πάνω στο θρανίο, πάλευε να λύσει συστήματα εξισώσεων, πέφτει ξαφνικά χάμω, μένει κι αυτό πίσω από τη σιδερένια πόρτα, μαζί με το βιβλίο, μαζί με την τάξη, μαζί με το σχολείο. Όχι, δεν θα γυρίσει να το πάρει. Όχι, γιατί άρχισε το καλοκαίρι. Η καρδιά της χτυπάει δυνατά, λες κι ακούς την επανάσταση μέσα της. Όχι, δεν θα γυρίσει, δεν θα κοιτάξει καν πίσω.
Πίσω στο σχολείο, η διευθύντρια κλειδώνει την πόρτα. Βλέπει τα βιβλία στο παγκάκι και το χτενάκι πεσμένο λίγο πριν τη σιδερένια πόρτα. «Ξεμυαλισμένη», σκέφτεται καθώς σκύβει να σηκώσει τα βιβλία. Ξανασκύβει να σηκώσει το χτενάκι. Ξεκλειδώνει, για να φυλάξει τα ευρήματά της, να μην μείνουνε πεταμένα ολόκληρο καλοκαίρι. Στο τζάμι της πόρτας αντανακλάται η όψη της. Το γελαστό της πρόσωπο, τα κουρασμένα της μάτια, τα περιποιημένα της μαλλιά. Έτσι, σοβαρή, όπως θα πρέπει να είναι μια δασκάλα. Κοιτάζει μια φορά το βιβλίο. Κοιτάζει το χτενάκι. Κάποτε είχε κι εκείνη ένα ίδιο. Ποιος ξέρει πού έπεσε, πού χάθηκε εκείνο. Ίσως πίσω από κάποια σιδερένια πόρτα. Ίσως, να ήταν καλοκαίρι και τότε.
c
ΗΡΕΜΩ
Ηρεμώ.
Κλείνω τις κουρτίνες
Στην βουή του κόσμου.
Παύω να μιλώ σε ώτα μη ακουόντων.
Είμαι φανερά ερωμένη της σιωπής.
Αυτή με τρέφει, με γεννά, με ανασταίνει.
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Τη βλέπανε πάντα οι γείτονες, κάποια δροσερά ανοιξιάτικα απόβραδα, να κλείνει τις κουρτίνες, όχι, όχι τα τζάμια. Μέσα στο σπίτι άναβε φως χαμηλό, κι η σκιά της φαινόταν πίσω από τις λευκές δαντέλες, έτσι όπως καθόταν στην κουνιστή της πολυθρόνα. Ο αέρας κουνούσε μπρος πίσω την κουρτίνα, ένα σφυριγματάκι ανεπαίσθητο ακουγόταν από τις άκρες της που σέρνονταν στο μάρμαρο. Λες κι εκείνες οι κουρτίνες έκλειναν απέξω όλο το θόρυβο της πόλης, όλες εκείνες τις φωνές που κατέκλυζαν τα αυτιά των ανθρώπων, όλες εκείνους τους παράλληλους μονολόγους που κανείς δεν άκουγε μέσα σ’ αυτή τη χλαλοή, ίσως επειδή κανένας δεν ήθελε ν’ ακούσει. Στην πολυκατοικία δεν είχαν ακούσει ποτέ τη φωνή της. Ακόμα κι οι κινήσεις της πάνω στο ξύλινο πάτωμα λες και δεν είχαν ήχο. Ποια ήταν; Την ήξερε άραγε κανείς; Πώς έφτασε ως εδώ χωρίς κανένας ν’ ακούσει τη φωνή της. Πόσον καιρό άραγε ζούσε μ’ εκείνο το χαμηλό φως πίσω από κείνες τις άσπρες δαντελένιες κουρτίνες; Κάποιος, ένα βράδυ που όλες οι φωνές κι οι θόρυβοι της πόλης είχαν σιγήσει, σκέφτηκε να ρωτήσει το φεγγάρι. «Δεν ξέρω ποια είναι. Ξέρω μονάχα πως κάποτε τη μάγεψαν οι ήχοι. Μα τώρα πια την κέρδισε η σιωπή. Την έκλεισε μέσα στη ζεστή της αγκαλιά. Μεγάλωσε μαζί της. Τις έχω δει να πίνουνε μαζί μέντα και καρυδόφυλλο τα βράδια του χειμώνα. Τις έχω ακούσει να μιλάνε, όταν οι άλλοι σιωπούν. Και ξέρεις πώς τη φωνάζει τη σιωπή; Άλλοτε μάνα, άλλοτε αδελφή, άλλοτε αγαπημένη.
c
Η ΠΕΝΑ
Η πένα έφερε στο φως
Βίους πολυκύμαντους.
Αποκάλυψε βαθιά κρυμμένα μυστικά.
Μίλησε σε ώτα μη ακουόντων.
Κάποτε παύει.
Μόνο για λίγο.
Για να διαγράψει τροχιές πιο πορφυρές.
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Άφησε το χέρι την πένα, κουρασμένο. Ζεστή εκείνη ακόμα από την πολύωρη επαφή, κύλησε πάνω στο δρύινο γραφείο, και ζαλισμένη σταμάτησε στη γωνία ενός βιβλίου, λίγο πριν πέσει στο πάτωμα. Πόσες ώρες γράψιμο και σήμερα. Πόσα χαρτιά σκισμένα στο πάτωμα, μόνο και μόνο για να βρεθεί η κατάλληλη λέξη. Εκείνη, που θα ζυγιαζόταν με την άλλη, που θα συναντούσε τους ήχους και την ψυχή των φράσεων που θα έφτιαχναν μαζί. Πόσα ήξερε εκείνη η πένα για τον κάτοχό της! Τόσα, που ποτέ κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να μάθει. Με πόσες αλήθειες είχε σημαδέψει εκείνο το χαρτί. Τόσες, που ο κάτοχός της ποτέ δεν θα μπορούσε να πει. Εκείνη, εκείνη, κουβαλούσε μέσα της όλα του τα μυστικά. Και χορεύοντας τα άπλωνε πάνω στο χαρτί, σημάδια αιώνια της ανθρώπινης ψυχής, σημάδια που εκείνη δεν μπορούσε να αισθανθεί, παρά μόνο να φροντίσει να σωθούνε για πάντα. Μυστικά που κανένα στόμα δεν θα ήταν έτοιμο να ψελλίσει. Που κανένα αυτί δεν θα ήταν έτοιμο να ακούσει εκείνη τη μοναδική στιγμή που θα άρχιζαν να πετούν στον αέρα σαν ήχοι. Μα τώρα, που μετά από το χορό της πένας πάνω στο χαρτί οι ήχοι γίνανε λέξεις, ποιος ξέρει, κάποιος, κάπου, κάποτε, θα τις διαβάσει, θα τις ακούσει, θα τις καταλάβει. Η πένα, όσο στεκόταν εκεί, άπραγη, αναρωτιόταν τι ήταν εκείνο που την κάνει να χορεύει με τόσο ζήλο και τόσο πάθος πάνω στο χαρτί; Εκείνη δεν μπορεί να δει, μα θα σας μαρτυρήσω εγώ το μυστικό. Βλέπω λίγο πιο πέρα έναν άνθρωπο, εκείνον που την κρατούσε πρωτύτερα στα χέρια του. Ξαπλωμένος, κοιτούσε το ταβάνι. Και το ταβάνι είχε γίνει καθρέφτης. Κι ο καθρέφτης έδειχνε την ψυχή του να ταξιδεύει σε τροχιές πορφυρές. Τέτοιες, ίδιες με το χορό της πένας πάνω στο χαρτί.
c
ΤΟ ΜΠΛΕ ΠΑΛΤΟ
Το μπλε παλτό ανέμιζε
στους ενάντιους ανέμους
Είχε δε μια τέτοια αποφασιστικότητα
Σαν να ήθελε να τον οδηγήσει
στο ξέφωτο της ζωής.
Τυλίχθηκε λοιπόν σαν σημαία
γύρω από το σώμα του.
Για να του θυμίζει πάντοτε
το έλλειμμα των επιλογών
το κενόδοξο των δικών του οραμάτων.
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Ψηλά, πάνω από τον άνθρωπο με το μπλε παλτό, ο ουρανός έμοιαζε γκρίζος, αδιαφανής, σαν να είχε γεμίσει με αφρικάνικη σκόνη που κοκκίνιζε τα μάρμαρα και τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων. Το μπλε παλτό κι εκείνος πορεύονταν στην ερημιά. Εκείνος δεν ήξερε πού πήγαινε. Μονάχα το παλτό ήξερε. Σαν σεντόνι πλυμένο, ξεχασμένο στο σύρμα, που το έδερνε ο σκονισμένος αέρας, διάστικτο από τις πιτσιλιές της σκόνης. Έτσι, κρεμασμένος κι εκείνος, από το παλτό του. Προχωρούσαν. Δηλαδή, το παλτό προχωρούσε, τον παράσερνε μαζί του. Δεν είχε σκουφί στο κεφάλι του, μπροστά του κι ο ίδιος δεν έβλεπε, είχε αφήσει τη ζωή του ολόκληρη στη βούληση ενός μπλε, σκούρου υφάσματος που έφτανε ίσαμε τα γόνατα. Που εκείνος νόμιζε πως ήταν το πανί που θα πήγαινε το καράβι του στο ξέφωτο της ζωής. Εκεί που πίστευε πως θα βλέπει όλον τον κόσμο όταν επιτέλους η σκόνη θα καθάριζε. Μα η ζωή είναι δάσος, και ξέφωτα δεν έχει, κι η σκόνη ακολουθούσε το παλτό του κι εκείνον σαν πιστή δούλα. Ήταν στιγμές που ένιωθε σαν σούπερ ήρωας όταν ο άνεμος τίναζε το παλτό προς τα πίσω κι εκείνος ένιωθε πως θα πετάξει, μα ακόμα και τότε η σκόνη τον τύφλωνε, προς τα πού να πήγαινε; Η θέληση δεν ήτανε δικιά του. Το πανί του καραβιού του, τα φτερά του δικού του saga, ήταν ο κύριός του, το παλτό του. Το κατάλαβε την ώρα που ο άνεμος γύρισε. Και το παλτό τον τύλιξε σαν σημαία. Το πρόσωπό του το χτυπούσε ακόμα ο αέρας, κι η ανάσα του είχε πνιγεί από τη σκόνη. Τα μάτια του δεν έβλεπαν πια, ίσως γιατί πάντα η ψυχή του, ακόμα και στα όνειρά του, αντίκριζε μονάχα το κενό. Και τότε ήταν που τρόμαξε στη σκέψη ότι μέσα στο παλτό δεν υπήρχε τίποτα. Ότι το μπλε παλτό σαν σημαία που την πήρε ο άνεμος απ’ το κοντάρι προχωρούσε μόνο του. Όχι. Δεν ήξερε κι εκείνο πού πήγαινε. Έλπιζε μονάχα να μη βρει ποτέ το ξέφωτο. Έλπιζε να βρει ένα κλαδί να συγκρατήσει την τρελή του πορεία.
c
ΑΓΑΠΗ ΤΡΑΓΙΚΗ
Η πιο τραγική αγάπη
είναι αυτή που ποτέ δεν φανερώθηκε.
Αυτή που έμεινε ανομολόγητη.
Δίκαια θυμίζει ηφαίστειο
σε μια ύποπτη ύπνωση.
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Φεύγουν οι άνθρωποι. Κινούνται, άλλοτε αργά, σαν τη λάβα του ηφαιστείου που στο πέρασμά της κατακαίει το παρελθόν, άλλοτε γρήγορα, σαν ανεμοστρόβιλος που σηκώνει τον κόσμο πρόσκαιρα στον ουρανό κι ύστερα πάλι τον γκρεμίζει πάλι στη γη. Έτσι έφυγαν και οι δύο. Χωρίς ο ένας να μάθει για του άλλου την αγάπη. Η επιλογή ήταν να μείνει κρυμμένη σε χαμόγελα και αγκαλιές της παρηγοριάς, σε ατέλειωτες κουβέντες και περαντζάδες δίχως προορισμό, με μόνο σκοπό το μαζί, που κανείς δεν τολμούσε να ψελλίσει. Κι ήταν εύκολο, πολύ εύκολο να ειπωθεί εκείνο το «Σ’ αγαπώ». Τόσοι τρόποι υπάρχουν. Τόσοι άνθρωποι το είπαν, το λένε, θα το λένε, καθένας με τον τρόπο του. Όχι, εδώ δεν ομολογήθηκε. Κι ο κόσμος όλος νόμιζε πως εκείνο το ηφαίστειο που στ’ αλήθεια κόχλαζε, ήταν κοιμισμένο κι αδύναμο. Μα κανείς δεν ξέρει πόσο πονάει ο φλοιός της γης για να κρατήσει μέσα του τη φωτιά, και να μην την αφήσει να κάψει τα πάντα.
Μα φεύγουν οι άνθρωποι. Δεν περιμένουν. Αν δεν δούνε τη φωτιά, τραβούν το δρόμο τους, γυρεύουνε να ζεσταθούν από άλλη φλόγα. Δε βλέπουνε κάτω από τη γη το σύμπαν να καίγεται. Μα πώς να το δούνε; Ένα μονάχα ρήμα ήταν αρκετό. Ένα «σ’ αγαπώ». Πόσο δύσκολο είναι να ψελλίσει κανείς τρεις συλλαβές; Είναι άραγε πιο δύσκολο από το ν’ αφήσει τη φωτιά να καίει μέσα του;
c
Η ΚΙΒΩΤΟΣ
Μένει η κιβωτός των ονείρων
να συντηρεί τις προσδοκίες.
Να απλώνει ασπρόρουχα
ευωδιαστά.
Να καλημερίζει το αύριο
στις γειτονιές.
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Από τα ψηλά παράθυρα ενός καντουνιού της Παλιάς Πόλης ο ήχος ενός πιάνου πλημμυρίζει τα στενά, τρυπώνει ανάμεσα στις κουβέντες των ανθρώπων που απολαμβάνουν τον καφέ τους στο χειμωνιάτικο ήλιο, σκαρφαλώνει και χορεύει πάνω στους απλωμούς που σαν πολύχρωμες σημαίες απλώνονται από τη μια άκρη του καντουνιού στην άλλη, βάφει με χρώματα του ουράνιου τόξου τα ασπρόρουχα. Είναι πολύ, πολύ πρωί, κι ο φούρνος λίγα μέτρα πιο κάτω έχει αρχίζει να μοιράζει μαζί με το ζεστό ψωμί το άρωμά του φρεσκοψημένου στα στενοκάντουνα. Πίσω από κείνο το ψηλό παράθυρο, το κοριτσάκι παίζει την τελευταία νότα, χαϊδεύει τα πλήκτρα, απλώνει από πάνω τους τη λεπτή τσόχα που τα προστατεύει από την υγρασία, τη χαϊδεύει κι εκείνη. Κλείνει με προσοχή την ξύλινη θήκη. Είναι ώρα για να πάει σχολείο, εντάξει, μπορεί και να έχει αργήσει. Αρπάζει την τσάντα της, ποιος ξέρει αν όλα τα βιβλία είναι μέσα. Παίρνει και το μικρό σκαλιστό κουτάκι πάνω από το πιάνο. Φεύγει. Φωνάζει στη μάνα της «καλημέρα», κι η φωνή της κουτουλάει στα καντούνια, ανεβαίνει ψηλά, βρίσκει στα σεντόνια, ξαναγυρίζει στ’ αυτιά της με άρωμα από σαπούνι Μασσαλίας. Δεν δίνει σημασία. Κρατάει γερά το κουτί της. Έχει τρελάνει όλους τους συμμαθητές της μ’ αυτό . Το παίρνει πάντα μαζί της, και το φυλλοκάρδι της τρέμει μήπως το χάσει. Μα δεν λέει σε κανέναν τι έχει μέσα. Ούτε στην καλύτερή της φίλη. Και το μεσημέρι, που γυρίζει στο σπίτι, το αφήνει εκεί ξανά, πάνω στο πιάνο, κι αρχίζει να παίζει. Ε, κάποια στιγμή θα σταματήσει για να κάνει πως διαβάζει τα μαθήματά της. Και μετά πάλι στο πιάνο. Πάνω από το μικρό σκαλιστό κουτάκι, οι σκαλισμένες μορφές του Έρωτα και της Ψυχής την παρακολουθούν.
Δεν είπε ποτέ σε κανέναν τι έχει μέσα το κουτάκι. Μόνο το βράδυ, κάθε βράδυ, στην προσευχή της το ομολογεί από μέσα της: «Θεέ μου, κάνε να ’ναι πάντα γεμάτη η μικρή μου κιβωτός με τα όνειρά μου».
c
Δεν ξέρω ειλικρινά, φίλες και φίλοι, πού μπορεί να βγάλει τον καθένα από μας αυτή η παράξενα γοητευτική κουβέντα με τα ποιήματα. Πριν σας καληνυχτίσω, θα ήθελα να σας προτρέψω να την κάνετε κι εσείς. Να αφήσετε τις λέξεις της Γαλάτειας Βέρρα να ταξιδέψουν την ψυχή σας, και, να ξέρετε, η ποίηση έχει τη μαγική δύναμη να βοηθάει τον άνθρωπο να ανακαλύψει όχι τόσο τον ποιητή, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό. Εκείνες οι λίγες, οικονομικές λέξεις της ποίησης, είναι τόσο ελαφριές που μπορούν να πετάξουν μαζί με την ψυχή, και τόσο βαριές που μπορούν να κρατήσουν στο μικρό τους σώμα ολόκληρο το σύμπαν. Σας ευχαριστώ.