Κοργιαλένειο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο: Το έκθεμα του μήνα
Η Εβδομάδα των Παθών για τους ορθοδόξους Χριστιανούς πλησιάζει. Γι’ αυτό το Μουσείο μας παρουσιάζει δύο εκθέματα από τη Συλλογή Φραγκίσκου και Στέφανου Βαλλιάνου, την οποία απέκτησε δια δωρεάς και εκτίθεται αυτοτελώς. Τα σημερινά εκθέματα αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς κόσμους: την Ανατολή και τη Δύση, τον ορθόδοξο κόσμο και τον καθολικό.
- Α. Μ. 2550 Σταυρός,19ος αιώνας, ξυλόγλυπτος, 130x105 εκ.
Ο Σταυρός, άγνωστης προέλευσης, ανήκε σε επίστεψη τέμπλου. Έχει μακρότερη την κατακόρυφη κεραία και φέρει στο περίγραμμά του επίχρυσο, ξυλόγλυπτο, κοκκιδωτό κόσμημα, το οποίο περιβάλλεται από συνεχές, απλοποιημένο φυτικό.
Στον γαλάζιο κάμπο των κεραιών, όπως συχνά βάφονταν τα ξυλόγλυπτα τέμπλα, αποδίδεται ζωγραφικά και σε αισθητά μικρότερη κλίμακα ο Εσταυρωμένος Χριστός, με κλειστά μάτια ως νεκρός, με λυγισμένο το κεφάλι προς τα αριστερά ως προς τον θεατή, με τεντωμένα οριζόντια τα χέρια και ενωμένα τα πόδια με ένα μόνο καρφί. Φορεί περίζωμα έως τα γόνατα, ενώ η κοιλιακή χώρα αποδίδεται σχηματικά. Κάτω από τον Χριστό διακρίνεται το αίμα που ρέει από τις πληγές του. Στις τρίλοβες απολήξεις των κεραιών αποδίδονται ζωγραφικά και ανθρωποποιημένα τα πτερωτά σύμβολα των τεσσάρων Ευαγγελιστών: Άνθρωπος-άγγελος (Ματθαίος), βούς Λουκάς), αετός (Ιωάννης) και λέων (Μάρκος). Πάνω από το κεφάλι του Χριστού, ο οποίος φέρει φωτοστέφανο, η επιγραφή, την οποία προσέθεσαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες για να τον εμπαίξουν: IN/RI - IC-XC (Ιησούς Ναζωραίος/Βασιλεύς Ιουδαίων / Ιησούς-Χριστός).
Ο σταυρός με τον Εσταυρωμένο και τα ευαγγελικά σύμβολα θεωρείται ότι έχει ως πρότυπο μεγάλους βενετσιάνικους σταυρούς, οι οποίοι επεκράτησαν στις βενετοκρατούμενες χώρες κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Στο έργο του Κοργιαλενείου Μουσείου, ο μεγάλος ξυλόγλυπτος σταυρός περικλείει τον μικρότερο ξύλινο ζωγραφιστό. Οι ζωγραφικές παραστάσεις αποδίδουν λαϊκότροπα πιθανότατα κάποιο δυτικό πρότυπο, όπως συμπεραίνουμε από λεπτομέρειες, όπως το μοναδικό καρφί στα πόδια του.
- Α.Μ. 2596
Pieta (Θρήνος), πιθανότατα β΄ήμισυ 14ου αιώνα ή πρώιμου 15ου, ζωγραφισμένο ξυλόγλυπτο, ύψ. 38 εκ.
Pieta(Πιετά) ονομάζεται το ζωγραφικό ή γλυπτικό σύμπλεγμα της Παναγίας με το μόλις αποκαθηλωθέν σώμα του Χριστού, το οποίο η περίλυπη μητέρα κρατεί πάνω στα γόνατά της ή στην αγκαλιά της. Συχνά συγχέεται με την Αποκαθήλωση που είναι διαφορετική σύνθεση. Το θέμα αυτό εμφανίστηκε στα τέλη του δεκάτου τρίτου αιώνα στη Γερμανία και στα τέλη του δεκάτου πέμπτου αιώνα είχε γίνει κοινό θέμα στις κεντρικές και Βόρειες Χώρες της Ευρώπης. Διαδόθηκε στην Ιταλία και έγινε διάσημο μέσα από τα ομώνυμα έργα του Μιχαήλ Αγγέλου. Ως πρώτη γνωστή Pieta στην Ιταλία θεωρείται το μαρμάρινο έργο του Μιχαήλ Αγγέλου στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό (1498-1499). Η λέξη Pieta, που παράγεται από το θέμα της λατινικής λέξης Piety, αποδίδει τον θρήνο για το Θείο Πάθος αλλά και τον πόνο που δείχνει η μητέρα που συμπάσχει.
Η Παναγία στον τύπο της Pieta δεν είναι σύνηθες έκθεμα στα ελληνικά μουσεία. Το έργο της Συλλογής Βαλλιάνων είναι γερμανικής προέλευσης. Απεικονίζει την Παναγία με λυγισμένα γόνατα να προσπαθεί να συγκρατήσει μπροστά από τα πόδια της τον νεκρό Χριστό, του οποίου τα πόδια σώζονται μόνο μέχρι τα γόνατα. Ο κορμός με τα πόδια του Χριστού σχηματίζουν σχεδόν ορθή γωνία, ενώ τα χέρια του παριστάνονται αδρανή, σαν παράλυτα, ώστε να αφήνουν την αίσθηση ότι είναι άψυχα. Αν και τα χρώματα έχουν αλλοιωθεί, τόσο το πρόσωπο όσο και το σώμα διατηρούν το πελιδνό χρώμα του θανάτου. Η Παναγία είναι ντυμένη με ρούχα της περιοχής και της εποχής που έζησε ο καλλιτέχνης. Η στάση του σώματος της Παναγίας, η οποία προσπαθεί να συγκρατήσει το βαρύ, νεκρό σώμα του Χριστού, προσδίδει στη σύνθεση δραματική ένταση.Το θλιμμένο πρόσωπό της, το οποίο δεν είναι πια νεανικό, υπαγορεύει χρονολόγηση παλαιότερη των αναγεννησιακών αντίστοιχων έργων. Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τη χρονολόγηση του αγαλματιδίου, με βάση τα μορφοπλαστικά χαρακτηριστικά του, θεωρούμε ως πιθανότερη τη χρονολόγηση στο δεύτερο ήμισυ του δεκάτου τετάρτου ή των αρχών του δεκάτου πέμπτου αιώνα. Ο Φραγκίσκος Βαλλιάνος σημειώνει ότι του το χάρισε γηραιά κυρία, η οποία το θεωρούσε μεσαιωνικό.