Αλέξανδρος Αλεξάκης: «Άραγε πόση αξία έχει η ανθρώπινη ζωή;»
(γράφει ο Αλέξανδρος Αλεξάκης)
Η πανδημία του κορωνοϊού έφερε στο προσκήνιο δραματικές ελλείψεις στο δημόσιο σύστημα υγείας της χώρας, προκαλώντας αίσθημα έντονης ανασφάλειας για την αντιμετώπιση πιθανής έξαρσης κρουσμάτων, η οποία μπορεί να απεφεύχθη το πρώτο διάστημα, όμως τώρα βρίσκεται προ των πυλών. Οι υπάρχουσες συνθήκες και υποδομές στα νοσηλευτικά ιδρύματα, μαρτυρούν την απραξία ετών σε ότι αφορά την εφαρμογή οργανωμένου σχεδίου αναβάθμισης και αναδιάρθρωσης του τομέα της υγείας, ενώ η πιο αξιομνημόνευτη τομή παραμένει, ύστερα από τόσα χρόνια, η θεσμοθέτηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, του Γεώργιου Γεννηματά.
Δεν χωρά αμφιβολία πως το υπέρτατο αγαθό είναι η υγεία και η διασφάλιση παράλληλα των προϋποθέσεων διαβίωσης των πολιτών σε συνθήκες ευημερίας και υγειονομικής ασφάλειας, γεγονός που διαφοροποιεί τις αναπτυγμένες κοινωνίες από τις αναπτυσσόμενες.
Η κατάσταση στο δημόσιο σύστημα υγείας όμως, δεν προσιδιάζει σε συνθήκες ιδανικές, αντιθέτως απέχει πολύ από αυτές. Οι αιτίες που έχουν επιδράσει στην απαξίωση της δημόσιας υγείας, είναι ποικίλες και η αναζήτηση ευθυνών είναι συζήτηση εν πολλοίς ατελέσφορη, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι θεσμικοί φορείς αναλώνονται στην ανταλλαγή πυρών, ενώ θα έπρεπε να αξιοποιούν τον χρόνο αυτόν με τρόπο παραγωγικό και ωφέλιμο.
Το δημόσιο σύστημα υγείας όμως δεν αποτελείται μόνο από άψυχο υλικό, αλλά και από αξιόλογο ανθρώπινο κεφάλαιο, με καταρτισμένο και έμπειρο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, που στάθηκε επάξια στην πρώτη γραμμή της πανδημίας, αψηφώντας τις ακραίες συνθήκες, παραμερίζοντας την ατομική ασφάλεια και τις ανθρώπινες αντοχές, προκειμένου να προστατεύσουν, να σώσουν και να θεραπεύσουν. Απαιτείται ψυχραιμία, σύνεση και διαρκής ανασυγκρότηση, προκειμένου να ανταπεξέλθει ένας λειτουργός υγείας στις απαιτήσεις που επέβαλε με τρόπο απότομο και βίαιο η πανδημία. Ως εκ τούτου, ο λόγος που αρθρώνουν οι άνθρωποι αυτοί, όταν διεκδικούν το δίκαιο του κλάδου τους, όταν επισημαίνουν τα κακώς κείμενα, τις παρατυπίες και τις εσφαλμένες επιλογές, έχει άλλη βαρύτητα.
Δεν μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις μονόπλευρα, χωρίς αντιστάθμισμα ηθικής υποστήριξης και δεν μπορούμε να λειτουργούμε κατά το δοκούν όταν νιώθουμε θιγόμενοι ίσως και χωρίς να υφίσταται ουσιαστικός λόγος.
Στο πλαίσιο αυτό είναι κατακριτέα κάθε προσπάθεια περιχαράκωσης, φίμωσης έως και ευθείας απειλής απέναντι σε συνδικαλιστικούς εκπροσώπους.
Απόδειξη προς τούτο αποτελεί η πρόσφατη περίπτωση, όπου ο πρώην διοικητής του Γενικού Νοσοκομείου Κέρκυρας κος Κακαβίτσας, κινήθηκε νομικά εναντίον της Προέδρου του Σωματείου Εργαζομένων του ΓΝΚ, κας Ιωάννου, όταν η δεύτερη αναφέρθηκε στην υιοθέτηση ατυχών έως και ακραίων πρακτικών, τόσο από την παρούσα, όσο και από την προηγούμενη διοίκηση του νοσοκομείου.
Η κυρία Ιωάννου, προφανώς έχοντας εμπειρία πολλών ετών σε ένα περιβάλλον παθογένειας, θέλησε με αυτόν τον τρόπο να τονίσει την διαχρονικότητα των προβλημάτων που επιζητούν άμεση παρέμβαση.
Η αντίδραση του κου Κακαβίτσα υπήρξε ακραία, απέναντι σε συνδικαλιστικό εκπρόσωπο, όταν μάλιστα ο ίδιος προέρχεται από έναν χώρο που ενθαρρύνει την προάσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων.
Θα έπρεπε λοιπόν σε αυτή την περίπτωση να κατανοήσει την στάση της κας Ιωάννου, αντί να επισύρει την ίδια σε μία κατάσταση αντιμετώπισης νομικών κυρώσεων.
Οι συνθήκες που βιώνουμε δεν αφήνουν περιθώρια αντιπαραθέσεων, που παραπέμπουν σε κομματικά στεγανά. Εάν δεν αντιληφθούμε ότι έφτασε η ώρα της κοινωνικής συσπείρωσης και σύμπνοιας, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με φαινόμενα ανερμάτιστης προσέγγισης και χαοτικών αναλύσεων.
Και πάλι η ουσία του πράγματος θα έχει σκεπαστεί από την αχλή του ευκαιριακού και επιφανειακού ξεσπάσματος, που στόχο έχει τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης από τα πρακτικά προβλήματα.
Και τα προβλήματα είναι πολλά, διογκούμενα και μοιάζουν δυσεπίλυτα.
Η κατάσταση που επικρατεί στο Γενικό Νοσοκομείο Κέρκυρας είναι από χρόνια γνωστή και δεν χρειάζεται συστάσεις.
Η σωρεία προβλημάτων, έχει μετατρέψει την άσκηση καθηκόντων του προσωπικού, σε καθημερινό άθλο, την ίδια στιγμή που κυβερνητικοί κύκλοι εξαγγέλλουν μέτρα, σχέδια και δράσεις μελλοντικής εκπλήρωσης, ενώ για την ώρα αλλοιώνονται σαν εναιώρημα, μέσα στο τοξικό υγρό που εξακολουθεί να περιβάλλει την δημόσια υγεία στη χώρα μας.
Και αν όλα αυτά ακούγονται σκληρά ή φανερώνουν διάθεση μηδενισμού, ας σκεφτούμε και το πρόσφατο παρελθόν με τα μεγαλεπήβολα σχέδια της προηγούμενης κυβέρνησης, τα οποία όμως δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Η αποτίμηση του έργου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για την υγεία, θα μπορούσε να χωρέσει σε ένα φύλλο παραπεμπτικού ενός ασθενούς που διανύει τα τελευταία στάδια της νόσου του.
Η νόσος του δημόσιου συστήματος υγείας ονομάζεται αδιαφορία.
Αδιαφορία για τους κατοίκους ακριτικών περιοχών, που παρακαλούν να μην αρρωστήσουν, γιατί μπορεί να αποβεί μοιραίο.
Αδιαφορία για τους ανθρώπους χαμηλών εισοδημάτων, που αναγκάζονται να περιμένουν μήνες ολόκληρους, προκειμένου να κάνουν εξετάσεις ζωτικής σημασίας.
Αδιαφορία για όσους χρήζουν νοσηλεία σε μονάδες εντατικής θεραπείας.
Αδιαφορία για τους νεφροπαθείς και καρκινοπαθείς.
Αδιαφορία για μια κοινωνία που λειτουργεί σε δύο ταχύτητες, εξαιτίας όλων εκείνων που εμμονικά επιμένουν να πατούν φρένο στον ανηφορικό δρόμο που διασχίζει το δημόσιο σύστημα υγείας.
Το τίμημα για όλα αυτά είναι βαρύ.
Άραγε πόση αξία έχει η ανθρώπινη ζωή στην δική μας αναπτυγμένη κοινωνία;