Χρήστος Γερασίμου Ζερβός- Ο τελευταίος παραδοσιακός φάβρος του Ληξουρίου
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Το επάγγελμα του σιδερά ή του σιδηρουργού, όπως πολλοί το αποκαλούν, είναι ένα επάγγελμα το οποίο είναι στενά συνδεδεμένο με τη ζωή των ανθρώπων από τα αρχαία χρόνια, από τότε που ανακαλύφθηκε ο σίδηρος και άρχισε ο άνθρωπος να «τον υποτάσσει».
Όλους αυτούς που δούλευαν το σίδηρο, τους αποκαλούσαν και φάβρους, το δε κατάστημα - εργαστήρι τους, φαβραριό, σιδεράδικο ή ακόμη και γύφτικο, μιας και οι περισσότεροι σιδεράδες στον Ελλαδικό χώρο ήταν γύφτοι, οι οποίοι και γνώριζαν πολύ καλά αυτή την εργασία.
Στο προσεισμικό Ληξούρι υπήρχαν αρκετοί σιδηρουργοί. Σε δυο σιδηρουργεία, του Παναγή Μωραΐτη (Καλαμούρη) και του Διονύση Ραυτόπουλου (Μπαμπάνος), μαθήτευσε από μικρός, σε ηλικία 12 χρόνων, ο Χρήστος Γερασίμου Ζερβός την τέχνη του σιδηρουργού και την εξάσκησε έως πριν λίγα χρόνια.
Παρέμεινε κυρίως στο σιδηρουργείο του Παναγή Μωραΐτη (Καλαμούρη) μέχρι να πάει στρατιώτης, αλλά και όταν απολύθηκε από αυτήν την υποχρέωσή του, συνέχισε για αρκετά χρόνια να εργάζεται στο σιδεράδικο του δασκάλου του, καθώς αυτός δεν είχε κληρονόμους. Μάλιστα, μετά το θάνατο του Παναγή Καλαμούρη, ο Χρήστος Ζερβός έκαμε δικό του το φαβραριό.
Ήταν 1953 και ο φοβερός σεισμός κατέστρεψε το σιδεράδικο και πλάκωσαν τα μπάζα τα μηχανήματα και τα εργαλεία. Ο Χρήστος Ζεβρός με πολύ κόπο κατάφερε να τα ξεπλακώσει και να τα κρατήσει σε ασφαλές μέρος, έως ότου να ξαναστήσει το κατάστημά του.
Γρήγορα τακτοποιήθηκε σε δικό του χώρο και κατάφερε να τού εμπιστεύονται δύσκολες εργασίες, καθώς αναγνώριζαν την καλή δουλειά και την υπομονή του. Ήξεραν πως και το μυαλό του «κόβει» και τα χέρια του πιάνουν.
Με το σεισμό είχε ραγίσει το μεγάλο εργαλείο της παλιάς ηλεκτρικής, «ο δράπανος» και ο τότε υπεύθυνος, Αλφόνσος Σάουερ του το εμπιστεύτηκε για να το επιδιορθώσει. Ο Χρήστος όχι μόνο το επισκεύασε, αλλά κατάφερε τον Αλφόνσο να του το δώσει, για να του είναι χρήσιμο στη δουλειά του. Με αυτό το χειροκίνητο δράπανο, ο Χρήστος Ζερβός τρυπούσε τα σίδερα και με τη χειροκίνητη περιστροφική μέγγενη του μεγάλου εργαλείου, τα στράβωνε εκεί που ήθελε.
Σε μια γωνιά του σιδηρουργείου του υπάρχει ακόμη στημένο το καμίνι με τη μεγάλη φυσούνα ή το φυσερό όπως το λέει, κληρονομιά από το παλιό σιδηρουργείο του Καλαμούρη. Ζέσταινε το σίδερο στο καμίνι, που έκαιγε με τη βοήθεια του κάρβουνου, συντηρώντας τη φωτιά με το φυσερό και όταν κοκκίνιζε το σίδερο το έπαιρνε με τη τσιμπίδα και το έβαζε πάνω στο αμόνι, όπου άρχιζε να το σφυρηλατεί.
Αν το σίδερο ήταν μικρό, το κρατούσε με τη τσιμπίδα από μια μεριά και με το σφυρί από την άλλη το χτυπούσε κατά πως ήθελε, για να του δώσει το σχήμα και τη μορφή που θα τον εξυπηρετούσε για να φτιάξει το έργο του. Κοντά στο αμόνι έχει και τους «μαθητές του». Πρόκειται για σιδερένιους ορθοστάτες που σε αυτούς ακουμπούσε το ένα άκρο από τα σίδερα τα μεγάλα, στα οποία σμίλευε την άλλη άκρη τους. Την ονομασία «μαθητές» την πήραν αυτές οι σιδερένιες κατασκευές, από τους βοηθούς μαθητές, που είχαν οι παλιοί φάβροι και κοντά τους μάθαιναν τη δουλειά.
Γεμάτοι οι πάγκοι εργαλεία, μικρά και μεγάλα, για κάθε δουλειά. Επίσης, οι τοίχοι του εργαστηρίου γεμάτοι από εργαλεία κρεμασμένα καθώς είναι, σου δίνουν την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. Δίπλα στο μεγάλο πάγκο το χειροκίνητο ψαλίδι που μπορεί να κόβει ακόμη στρογγυλά σίδερα (φ. 18 χιλιοστών) και λαμαρίνες των 8 χιλιοστών. Σε άλλον πάγκο μια χειροκίνητη μέγγενη, πολύ παλιά όπως λέει ο Χρήστος και καμαρώνει για αυτήν, που έως σήμερα τον έχει βγάλει ασπροπρόσωπο. Δηλαδή, ότι δε φαλτσάρισε ποτέ στο σφίξιμό της. Κοντά στο καμίνι είναι και το χειροκίνητο τρυπάνι. Αν και ο Χρήστος ακολούθησε τη χρήση των νέων ηλεκτρικών εργαλείων, δεν εγκατέλειψε ποτέ τα παλιά και τη λειτουργικότητά τους. Απεναντίας τα καμαρώνει και μιλά για τα εργαλεία του με τόση θέρμη, καθώς τα θεωρεί παιδιά του.
Στρώσαμε σε σειρές τα εργαλεία του σιδηρουργού, για τις ανάγκες της φωτογράφησης. Για το καθένα ο Χρήστος Ζερβός μιλούσε με τέτοια οικειότητα, που διαπίστωνε κανείς πως είχε μια «ερωτική σχέση» και πάθος με αυτήν τη βιοποριστική τέχνη του. Λίμες στρογγυλές, λίμες Matsou, λίμες για σίδερα, σιδεροπρίονα, ψαλίδια για σίδερα στρογγυλά, τρυπάνια χειροκίνητα, σφυριά αμονιού, σφυριά πένας, σιδεροσκάρπελα, ξύστρες για σίδερα, βούρτσες για σίδερα, βαριοπούλες, τσιμπίδες, είναι εργαλεία που χρησιμοποιεί κάθε σιδηρουργός για να φέρει το σίδερο στη μορφή που το θέλει.
Βέβαια, σήμερα χάθηκαν οι παραδοσιακοί φάβροι. Τα χειροκίνητα εργαλεία τους τα εκτόπισαν τα ηλεκτροκίνητα. Το κόλλημα των σιδερένιων κομματιών τα οποία συνθέτουν το κιγκλίδωμα, παλιά γινόταν με πριτσίνια, στην εποχή μας το αντικατέστησε η μέθοδος της ηλεκτροσυγκολλήσεως. Τα καραούλια, τα γυριστά σίδερα που γίνονταν στο καμίνι και στο αμόνι, έρχονται τα περισσότερα έτοιμα και χυτά από τις βιομηχανίες των μεγαλουπόλεων. Έτσι, η παλιά τέχνη έδωσε στην βιομηχανοποιημένη και «άψυχη» τη θέση της.
Ο Χρήστος Ζερβός δούλεψε σκληρά και παραδοσιακά με το αμόνι και το σφυρί. Άναβε καθημερινά το καμίνι του και έδινε όμορφα σχήματα στο σίδηρο. Σιδερένιες πόρτες και κάγκελα, μεντεσέδες, κιγκλιδώματα διαφόρων σχημάτων, σιδερένια παραδοσιακά κρεβάτια και καρέκλες, σιδερένιες σκάλες, ήταν έργα που έφτιαχνε συχνά. Του παράγγελναν οι αγρότες της περιοχής να τους φτιάξει πυροστιές, ξινάρια, αλέτρια, κλαδευτήρια, υνί και άλλα γεωργικά εργαλεία, απαραίτητα για τις δουλειές τους. Επίσης, τρόχιζε κάθε κοφτερό εργαλείο και το διόρθωνε αν χρειαζόταν. Ο καθένας που ήθελε μια μικροδουλειά η οποία είχε σχέση με μέταλλο, έτρεχε στο Χρήστο για να τον εξυπηρετήσει και κείνος πρόθυμος άρπαζε τα εργαλεία και δίνε το καλό αποτέλεσμα.
Ο Χρήστος σεβόταν πολύ αυτό που έκανε ως βιοποριστική εργασία. Μελετούσε το κάθε βήμα του και όταν ήταν σίγουρος ότι αυτό έτσι πρέπει να γίνει, επενέβαινε χειρωνακτικά με τα εργαλεία του και τους παραδοσιακούς τρόπους που είχε μάθει από τους παλαιότερους. Κάθε που ερχόταν η Μεγάλη Εβδομάδα, «εμπάτερνε» το αμόνι από τη θέση του, δηλαδή το ξεστέλιαζε, πράξη που έκαναν ιδίως οι παλιοί σιδηρουργοί, για να τιμήσουν τη Σταύρωση του Χριστού μας. Το έθιμο αυτό το έκαναν ως «διαμαρτυρία» προς τους παλιούς βιβλικούς σιδεράδες που έφτιαξαν τα καρφιά για τον Θεάνθρωπο.
Είχε ειδικευτεί με πολύ μεράκι να φτιάχνει τις παλιές ρόδες των κάρων, να τις ντύνει με σιδερένια στεφάνια. Όταν δε μιλάει για αυτή την εργατική απασχόληση, για τις ρόδες των κάρων, θυμάται τα κάρα του παλιού Ληξουρίου και περιγράφει τις εικόνες του μόχθου και της δύσκολης εργατιάς που έκαναν οι καραγωγείς.
Οι γνωστοί του και οι φίλοι του τον φωνάζουμε Τάκη, είναι ο τίτλος ευγενείας του. Όπως κατά το Γεράσιμος Γερασιμάκης, έτσι και ο Χρήστος Χρηστάκης και έμεινε το υποκοριστικό Τάκης. Ήταν από τα πρώτα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου «Ανδρέας Λασκαράτος» και συμμετείχε ενεργά στα θεατρικά του δρώμενα, παίζοντας διάφορους ρόλους. Η βοήθεια σε τεχνικές κατασκευές που αφορούσαν τον Πολιτιστικό Σύλλογο ήταν μεγάλη. Γεμάτος κέφι και ζωντάνια, παλμό ζωής, ατελείωτη καλοσύνη και θύμησες παλιές ρομαντικές, είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν τον χαραχτήρα του.
Ο Τάκης ντυνόταν στα καρναβάλια με ότι έβρισκε, αλλά με τέτοιο κέφι, που βλέποντάς τον σε παρακινούσε να βγεις και συ και να χαρείς.
Σήμερα συνταξιούχος στα 86 χρόνια του, ζει με τις δυο κόρες του και τα εγγόνια του. Άλλοτε στην Αθήνα και άλλοτε στο Ληξούρι του. Χαίρεται το σήμερα, μα πηγαίνει συχνά στο σιδεράδικό του και αγγίζει τα εργαλεία του, για να θυμάται τους καλούς κόπους μιας καθάριας σε πράξεις και έργα ζωής τους.
Το κείμενο αρχικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «kefalonitiw magazine». Εδώ παρουσιάζεται με επιπρόσθετα στοιχεία και φωτογραφικό υλικό