Σάμη - π. Γ. Αντζουλάτος: "Ο ναός της Παναγίας στο Λουτρό και το πολυτίμητο κειμήλιό του" (εικόνες)
Ένα από τα πέντε μετόχια της αρχαίας και φημισμένης Μονής των Αγίων Φανέντων στην Κεφαλονιά, υπήρξε και αυτό της Παναγίας στο Λουτρό, κτισμένο στις υπώρειες του ομώνυμου της κυρίαρχης μονής λόφου, σε υψόμετρο 30 μέτρων και λίγες δεκάδες μέτρα από την ακτή του μυχού του κόλπου της Σάμης. Αναφορές στην τοποθεσία «Λουτρό» απαντώνται σε συμβόλαια του 16ου αιώνα, όπως π.χ. σε πώληση χωραφιού στις 7 Νοεμβρίου 1581 «στην περιοχήν τις Σάμος στόπον λεγόμενον στο Λουτρό» ή σε πώληση χωραφιού στις 2 Απριλίου 1582 «στην περιωχήν της Σάμοσ στο Λουτρό».
Η ονομασία πρέπει να συνδέεται με την αφθονία των υδάτινων πόρων της ευρύτερης περιοχής. Οριοθετείται, κατά προσέγγιση, από τρία τοπόσημα: το υστερορωμαϊκό κρηναίο οικοδόμημα στην βορειοανατολική ακτή του σύγχρονου οικισμού με την κύρια αναβλύζουσα φυσική πηγή, τον κοιμητηριακό –σήμερα– ναό της Παναγίας του Λουτρού, καθώς και το κτίριο του σύγχρονου Λιμεναρχείου στο λιμάνι. Αξιοσημείωτο ότι στην περικλειόμενη έκταση μεταξύ των τριών αυτών σημείων, οι ανασκαφές έχουν εντοπίσει τουλάχιστον δύο ακόμη παρόμοια κτιριακά κατάλοιπα δημόσιων λουτρικών εγκαταστάσεων και τμήμα υδραγωγείου, ενώ αρκετοί είναι οι αγωγοί υδροδότησης του αρχαίου πολεοδομικού ιστού. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι, προφανώς λόγω του πλούσιου υδροφόρου ορίζοντα, μαρτυρούνται κατά τους προηγούμενους αιώνες στην περιοχή μικρά έλη.
Η παλαιότερη πληροφορία για το μετόχι της Παναγίας στο Λουτρό, προέρχεται από τον υδρογράφο Βαρθολομαίο Crescenzio και τις σημειώσεις του, όπως αυτές δημοσιεύθηκαν στο έργο Nautica Mediterranea. Ο ενταγμένος στον Παπικό στόλο μαθηματικός, έπλευσε στα ύδατα των ακτών της ανατολικής Κεφαλονιάς το έτος 1595, καταγράφοντας ακριβείς επιστημονικές παρατηρήσεις που στόχευαν στη διόρθωση και τον εμπλουτισμό των ναυτικών χαρτών της Ανατολικής Μεσογείου. Στο ταξίδι αυτό προσέγγισε και την Valle d'Alessandria (την κοιλάδα και τον κόλπο δηλαδή της Σάμης, σύμφωνα με την ορολογία των νησολογίων και των πορτολάνων του 16ου αιώνα), σημειώνοντας ενδιαφέροντα στοιχεία για τους ναυτικούς. Περιγράφοντας μια σημαντική για τον ανεφοδιασμό των πλοίων φυσική υδάτινη πηγή που βρισκόταν κοντά στην ακτή και στα μικρά παραθαλάσσια έλη, αναφέρεται πολύ κατατοπιστικά στην «Εκκλησία των Καλογήρων» (Chiesa de' Caloiri) που ευρίσκεται στους πρόποδες του βουνού, κοντά σ’ αυτήν την πηγή με το γάργαρο νερό που αναβλύζει δίπλα στα ερείπια του αρχαίου λιμενοβραχίονα της Σάμης.
Από τις ελάχιστες μαρτυρίες των επόμενων αιώνων γνωρίζουμε ότι οι καμπάνες του ναού έφεραν χρονολογία 1758 και πως το έτος 1788 ήταν σε άθλια κατάσταση. Έπειτα από το έτος 1824, οπότε η κυρίαρχη Μονή των Αγίων Φανέντων με την υπερχιλιόχρονη ιστορία παύθηκε από την Αγγλοϊόνια Διοίκηση, χρέη εφημερίου «εις τον θείον και ιερόν ναόν της υπεραγίας Θεοτόκου στον Λουτρόν πλησίον της ρίβας», εκτελούν διορισμένοι από την τοπική αυτοδιοίκηση κληρικοί. Ανάμεσά τους εντοπίζεται την δεκαετία του 1840 ο Ιερομόναχος Αγάπιος Δενδρινός ο οποίος υπογράφει ως «εφημέριος της ιεράς μονής αγίων Φανέντων και του άνωθεν ιερού Ναού Λουτρού», καταδεικνύοντας ότι ο μικρός αυτός Ναός, παρέμεινε συνδεδεμένος λειτουργικά με τη Μονή ως μετόχι της.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η Παναγία στο Λουτρό μετεξελίχθηκε σε ενοριακό Ναό της αναπτυσσόμενης πολίχνης των λιγοστών οικιών του Αιγιαλού. Ως ναός αφιερωμένος στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, πανηγύριζε κατά την απόδοση της Εορτής (23 Αυγούστου), επειδή για το κύριο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου οι χριστιανοί από τη Σάμη και τα γύρω χωριά, συνέρρεαν στην εορτάζουσα Μονή της Παναγίας των Αγριλίων προκειμένου να προσκυνήσουν την θαυματουργή εικόνα της Αγριλιώτισσας. Ως πρώτος -ίσως- εφημέριος εντοπίζεται από το 1854 έως το 1868 ο ιερέας Μαρίνος Κόκκαλης. Ενδεικτικές αναγραφές ταυτότητός του ως «εφημέριος της εκκλισίας Υπεραγίας Θεοτόκου Λουτρού κειμένη εις την ρίβα Σάμος» απαντώνται σε τέλεση γάμου (1 Οκτωβρίου 1854) και ως «ιερεύς της εκκλησίας Υ. Θεοτόκου Λουτρού κειμένη εις το παράλιο Σάμος» σε βάπτιση (28 Ιουλίου 1856).
Το έτος 1883 ο ναός «οικοδομημένος επί του χώρου ετέρου πολύ μεγαλυτέρου, αγνώστου πότε ανεγερθέντος και καταστραφέντος» μετατρέπεται ακόμη και σε πεδίο προεκλογικών αντιπαραθέσεων. Το 1912 είναι ετοιμόρροπος και οι κάτοικοι «του Αιγιαλού» ζητούν άδεια από την Νομαρχία για τη διενέργεια εράνου για την ανακαίνιση «του μόνου ενταύθα Κοινοτικού Ναού», έχοντας την σύμφωνη γνώμη του Δημοτικού Συμβουλίου (ψήφισμα ΝΓ΄/6-7-1912). Ο πεπαλαιωμένος ναός, κατερειπώνεται από τους σεισμούς του 1953 και στην ίδια θέση οικοδομείται ο υφιστάμενος μικρός ναός, με δαπάνες Σεραφίνας χας Χρήστου Χρηστάτου και Ιωάννη Κοκκίνη υπό την επίβλεψη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Ας σημειωθεί επίσης ότι η διάνοιξη του αμαξωτού δρόμου πραγματοποιήθηκε μόλις το έτος 1959 με δαπάνη του Γεωργίου Κουράτου.
Με το ναό της Παναγίας του Λουτρού συνδέεται αφιέρωμα του Βενετού αρχιναυάρχου Σεβαστιανού Venier, έπειτα από την νικηφόρο ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571), ένα από τα αξιολογότερα εκκλησιαστικά κειμήλια της Κεφαλονιάς. Πρόκειται για την Θεομητορική εικόνα στον τύπο της Γλυκοφιλούσας που θησαυρίζεται σήμερα στον περικαλλή Ενοριακό Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου της Σάμης.
Στην αγιογραφημένη σε φυσικό σχεδόν μέγεθος βρεφοκρατούσα Θεοτόκο, ο αγιογράφος προσέδωσε τον χαρακτηρισμό «Η μόνη ελπίς των απελπισμένων». Η εικόνα έχει πολλές ομοιότητες με τον γνωστό πίνακα Madonna della sedia (ή Madonna della Seggiola) του μεγάλου ζωγράφου της αναγέννησης Raffaello Santi. Το ενδιαφέρον για την ιστορική έρευνα εστιάζεται στο κατώτερο τμήμα της, όπου υπάρχουν αναγραμμένες σε ξεχωριστό πορφυρόχρωμο πλαίσιο δύο επιγραφές: στο κέντρο μία ελληνική ικετευτική και στη γωνία δεξιά μία λατινική αφιερωματική.
Η αφιερωματική τετράστιχη μικρογράμματη επιγραφή, στρυμωγμένη στην ευάλωτη και εύκολα τρωτή (λόγω πιθανής τριβής) κάτω γωνία και έχοντας υποστεί σημαντικές φθορές, συμπληρώθηκε κατά το απώτερο αλλά και πρόσφατο παρελθόν (πάντως πριν από το 1960) με προχειρότητα, ίσως, και αβλεψίες. Υπό την πολύπαθη αυτή μορφή, το έτος 1865 κατεγράφη ως ακολούθως: «Monumentum devotionis Sebastiani / Venierii propter insigner victoriam / quam eodem Duce adversus Turcus / anno 1573 retulit Venetia in Cycladis». Αβίαστα γίνεται αντιληπτό ότι οι εσφαλμένες ενδείξεις «1573» και «Cycladis» που αφορούν τη νικηφόρο για τον S. Venier συγκεκριμένη ναυμαχία, στην αρχική τους γραφή θα πρέπει να ήταν 1571 και Curzolari (=Εχινάδες), αντίστοιχα. Έτσι μπορούμε να παραθέσουμε την μετάφρασή της ως εξής: «Μνημείο ευσέβειας του Σεβαστιανού Venier για την ένδοξη νίκη την οποία με τον ίδιο αρχηγό, εναντίον των Τούρκων το 1571 πέτυχε η Βενετία στους Κουτζουλάρους».
Η ελληνική επιγραφή αποτελείται από δύο μέρη. Το κεντρικό είναι μια προσευχή γραμμένη πάνω σε ανοικτό κυματοειδές ειλητάριο σε τρείς στίχους: «Υπερένδοξε αειπάρθενε ευλογημένη Θεοτόκε προσάγαγε την ημε / τέραν προσευχήν τω Υιώ σου και Θεώ ημών και αίτησε ίνα σώση δια σου πάν / τας τους κοπιόντας και διακονούντας εν τη αγία μονή ταύτη. Α.Ψ.Λ.ς.». Ακριβώς από κάτω και ως συνέχεια, διαβάζουμε «Ραφαήλ ιερομόναχος Άννινος και Ηγούμενος ικετεύει / 1736». Την ταύτιση της μνημονευόμενης στην επιγραφή ανώνυμης Μονής, κατέδειξε η αρχειακή έρευνα, όταν στο Νοταριακό Αρχείο της Κεφαλονιάς επισημάνθηκε πράξη του έτους 1736 στην οποία ο ιερομόναχος Ραφαήλ Άννινος, αναγράφεται ως ηγούμενος της Μονής των Αγίων Φανέντων της Σάμης.
Αδιαμφισβήτητα η εικόνα που αφιέρωσε ο Σεβαστιανός Venier υπήρξε κτήμα της Μονής των Αγίων Φανέντων. Το μαρτυρεί η ταυτόχρονη αναγραφή των δύο επιγραφών όπως αυτές αποτυπώθηκαν επί ηγουμένου της Μονής ιερομονάχου Ραφαήλ Αννίνου (1736) και το επιμαρτυρεί η παρουσία της εικόνας στα μέσα του 19ου αιώνα στο μετόχι της Μονής των Αγίων Φανέντων, τον Ναό της Κοιμήσεως Υπ. Θεοτόκου στην περιοχή Λουτρό της Σάμης. Πόσο παλαιότερη όμως θα μπορούσε να ήταν η παρουσία της στο ναό του Λουτρού;
Διατυπώσεις υποθέσεων που προηγήθηκαν, έκαναν λόγο για αφιέρωση της εικόνας είτε στην δεσπόζουσα στο λόφο της αρχαίας ακροπόλεως της Σάμης κυρίαρχη Μονή, είτε στο μετόχι της στο Λουτρό, κοντά στην παραλία. Η προσφάτως εντοπισθείσα πληροφορία του Βαρθολομαίου Crescenzio (1595), αποτελεί όχι μόνο την παλαιότερη μαρτυρία για τον ναό, αλλά και την εγγύτερη χρονικά είδηση για την ύπαρξή του κατά το ημερολογιακό πλαίσιο διεξαγωγής της Ναυμαχίας. Έτσι μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια ότι ο ευμεγέθης ναός της Παναγίας στο Λουτρό, τοπόσημο για την ευρύτερη περιοχή, ήταν σαφώς ευδιάκριτος από τους ναυάρχους που ελλιμένιζαν την αρμάδα τους στον κόλπο της Σάμης εκείνες τις ημέρες του Οκτωβρίου του 1571. Ως εκ τούτου προσφερόταν για προσευχή, για ικεσία, για παράκληση στην Παναγία, προκειμένου Αυτή, να είναι τις δύσκολες ώρες της ναυμαχίας «των πολεμουμένων βοήθεια». Βάσιμα λοιπόν μπορεί να εκτιμηθεί πως, το Μετόχι της Μονής των Αγίων Φανέντων, στο Λουτρό της Σάμης, υπήρξε ο κατά πάσαν πιθανότητα τόπος καταθέσεως του τάματος του Βενετού αρχιναυάρχου.
Στο πέρασμα των αιώνων τούτη η ιερή εικόνα, περιβεβλημένη με την προσωνυμία της «Λουτριώτισσας» δεν είναι μόνο ένα ιστορικό κειμήλιο, αλλά, κυρίως, το ιδιαιτέρως τιμώμενο θρησκευτικό μνημείο της σύγχρονης πόλης, της οποίας αποτελεί κόσμημα και καύχημα. Κατά την περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής, ο εφημέριος παπα-Νικόλας Φαραντούρης έκρυψε με κίνδυνο της ζωής του το ιερό κειμήλιο, το οποίο εποφθαλμιούσαν οι κατακτητές. Μετά από τους σεισμούς του 1953 η εικόνα μεταφέρθηκε από τον ερειπωμένο ναό της Παναγίας στο Λουτρό, στον επισκευασμένο Ναό της Ζωοδόχου Πηγής όπου φιλοξενήθηκε για τρεις δεκαετίες. Από τον Απρίλιο του 1986 κοσμεί τον νεόδμητο και περικαλλή ενοριακό Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο κέντρο της πόλης, όπου τοποθετημένη σε επιβλητικό ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι δέχεται την προσκύνηση των πιστών. Κατά την ημέρα της Αποδόσεως της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το γνωστό στην Κεφαλονιά Αντιμύρι (23 Αυγούστου), η ιστορική εικόνα λιτανεύεται μεγαλοπρεπώς στη Σάμη, αφού η Υπεραγία Θεοτόκος θεωρείται πολιούχος της. Τέλος ας αναφερθεί ότι το έτος 1991 ο μέγας Υμνογράφος της Εκκλησίας αείμνηστος μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, συνέθεσε υμνολογική ενότητα αφιερωμένη στην εικόνα προκειμένου να λαμπρύνεται ακόμη περισσότερο το πανηγύρι της Παναγίας. Με έναν ύμνο εξ αυτών, κλείνουμε το μικρό μας εόρτιο αφιέρωμα: «Τοῖς πιστῶς προσπίπτουσι τῇ σῇ Εἰκόνι, ἐν τῇ Σάμῃ Ἄχραντε δίδου βοήθειαν ἀεί· σύ γάρ ἡμῶν καταφύγιον, ἀπηλπισμένων ἐλπίς ἀκαταίσχυντε».
Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Αντζουλάτος