Όμορφη που είσαι Κεφαλονιά μου!
Γράφει ο Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
29 Ιουνίου 2019
Καλοκαίρι και η ζέστη μας κάνει να βγαίνουμε από τα σπίτια μας, όπως τα σαλιγκάρια από το καβούκι τους και να ζητάμε τη δροσιά της θάλασσας.
Μα κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια και τίποτε το διαφορετικό. Είπαμε να αλλάξουμε λίγο την πορεία μας και να αναζητήσουμε το ξέχωρο, από εκείνο το σύνηθες, που όλοι μας λόγω χρόνου, κάνουμε.
Ξεκινήσαμε λοιπόν για το χωριό τα Ζόλα και από εκεί για την παραλία της Αγίας Κυριακής. Εκεί, μια βάρκα μικρή μας οδήγησε στη σπηλιά του Γιαννήσκαρη.
(Λέγεται σπηλιά του Γιαννήσκαρη αλλά και σπηλιά στο Γιαννισκάρι ή Γιαλισκάρι). Αμολάραμε κάποια στιγμή και έπειτα από λίγο, φτάσαμε στη σπηλιά.
Πρόκειται για μια μεγάλη σπηλιά που είναι προσβάσιμη μόνο από τη θάλασσα. Το άνοιγμα της είναι σε μορφή μεγάλου λάμδα, που επιτρέπει στη θάλασσα να κυριαρχεί στο χώρο της εισόδου της σπηλιάς.
Έκοψε η βάρκα μας το δυνατό θαλάσσιο όργωμά της, και με τα κουπιά μπήκαμε στο χώρος της σπηλιάς. Μας υποδέχτηκαν πολλά αγριοπερίστερα και πετροχελίδονα που φτερούγιζαν στην είσοδο της. Αν και για μένα πρώτη φορά δεν ήταν να βρεθώ σ αυτό το σπήλαιο, η έλευση μου σε αυτόν το χώρο, πάντα με γεμίζει χαρά.
Λιγότερο από το μισό της μεγάλης σπηλιάς, μετά την είσοδό της, είναι μέρος της θάλασσας και γι’ αυτό εύκολα μπορεί να μπει μια βάρκα ή άλλο πλεούμενο που να έχει μικρό εκτόπισμα. Δυο μεγάλες πέτρες μέσα στο νερό δυσκολεύουν λίγο την κατάσταση για να μπει η βάρκα μέσα και να πλευρίσει στην αμμουδιά. Θέλει προσοχή να μην χτυπήσει η φτερωτή της μηχανής. Με λίγη προσοχή όλα πήγαν καλά.
Εκεί που τελειώνει η θάλασσα μέσα στο σπήλαιο, έχει δημιουργηθεί μια μικρή αμμουδιά από ψιλό βότσαλο, που σε προκαλεί να κάνεις μπάνιο.
Ο όγκος της σπηλιάς μας ενθουσίασε. Μύρια τα χρώματα που δημιουργούνταν από τις ακτίνες του ηλίου, που με το κύμα και τα βράχια της εισόδου, αντανακλούσαν σε ιρίδινες ανταύγειες, λες και είμαστε σε «νεφελώδες λυκόφως».
Εμένα με «πήρε» η βλέψη μου, και, μου ξύπνησε το στοιχείο της έρευνας για να περιηγηθώ τη σπηλιά. Με εργαλείο αποτύπωσης τη φωτογραφική μου μηχανή, θαύμαζα τα οξειδωμένα χρώματα που είχαν τα πλαϊνά της σπηλιάς. Όλα τούτα τα χρώματα έμοιαζαν με φθαρμένες βυζαντινές τοιχογραφίες, που ζητούσαν να τις ανακαλύψεις και να ταυτίσεις σε αυτές μορφές αγίων. Καφετιές, πράσινες, ρόδινες, σκούρες κατεβασιές χρωμάτων, μου τραβούσαν τη ματιά και μου υπαγόρευαν πως σε αυτό το «απόκρημνο και θαλάσσιο» σπήλαιο υπάρχει ζωή.
Από την παραλία του σπηλαίου, αν δώσεις μια ματιά προς το βάθος του, βλέπεις να στέκουν σκαλωτά οι μεγάλες πέτρες, που το κύμα, όταν ανταριάζεται, όλο και τις ανεβάζει, για να υπολογίζει τη δύναμή του. Είναι στα αλήθεια η σπηλιά στο εσωτερικό της ένα δημιούργημα της θάλασσας, αφού είναι γιομάτη βότσαλο, που συνεχίζει να το γλύφει το θαλασσινό νερό.
Αυτές οι πέτρες, οι κροκάλες, που αλλού τις βλέπεις κοπαδιαστές κι αλλού αλάργα η μια από την άλλη, ντυμένες με πράσινα έντονα σκουφάκια, δέχονται τα γλυκά νεροσταλάγματα του βράχου κι αυτές ανταποκρίνονται με μήνυμα ζωής, αφού μαλλιάζουν από φυτική πρασινίλα.
Κάνοντας μια βόλτα, σχολαστική και επίμονη για μελέτη, παρατήρησα πως τα μαύρα στίγματα, που ιδιαιτέρως είναι πάνω σε αρκετές κροκάλες, είναι τα περιττώματα από τα αγριοπερίστερα και τα πετροχελίδονα που φωλιάζουν μέσα στη γαστέρα του σπηλαίου.
Στο πάνω μέρος του σπηλαίου, τα τσιρίσματα που άκουγα για μια στιγμή μέσα από το κοίλωμα του σπηλαιώδη βράχου, νόμισα πως κάτι μεταφυσικό συμβαίνει εκεί. Μα η λογική και η έρευνα μου έδειξαν, πως πλήθος οι νυχτερίδες, σαν τσαμπί κρέμονταν από πάνω μου.
Λίγο πιο πέρα, ένας μικρός καφετής όγκος από περιττώματα πιστοποιούσε ακόμη μια φορά, ότι το σπήλαιο φιλοξενεί όλα αυτά τα πετούμενα της μέρας και της νύκτας. Εκείνο που μου έκανε απορία και ήταν πλήρως κατανοητό, ότι ο καφετής όγκος στο δάπεδο, με τα περιττώματα ήταν κοσμημένος με ασπριδερές πικές και φάνταζε ως «τούρτα σπηλαίου». Ήταν οι μύκητες που δημιουργούνται από τα υπολείμματα και τις ψόφιες νυχτερίδες.
Δεν πρόλαβα να κάνω τις επιβεβαιώσεις μου και να μια νυχτερίδα «ανασκελισμένη» και τέζα, περίμενε την αποσύνθεσή της! Τέλος, όλες εκείνες οι κρυφές γωνίες και τα κοιλώματα της σπηλιάς ήταν μια πρόκληση για περαιτέρω μελέτη και έρευνα.
Η φωτογραφική μηχανή όλο και τραβούσε αχόρταγα, ότι το μάτι έβλεπε και το μυαλό μου καταλάβαινε. Δυστυχώς, δεν είχα πάρει μαζί μου τον εξοπλισμό για μελέτη, όμως κάτι κατάφερα.
Καθώς κατέβαινα προς την παραλία του σπηλαίου, άρπαξε η ματιά μου κάτι σαν πλαστικό ή μεταλλικό. Χάρηκα πως κάτι σπουδαίο εύρημα είναι και μόλις το σήκωσα, ήταν ένα μπρούτζινο κουδούνι κατσικιού. Τότε μονολόγησα κεφαλονίτικα και παροιμιακά: «Του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο».
Την ώρα που προχωρούσα είδα από της σπηλιάς το άνοιγμα, τη μικρή χερσόνησο του Αθέρα να πλευρίζει ζωγραφικά σε γκρίζο και γαλαζιοσκότεινο καμβά τον ορίζοντα. Άρπαξα την φωτογραφική μου και κάτι αποτύπωσα, όσο και το φως να με κορόιδεψε στην τέχνη μου.
Είπα να κάνω και εγώ μια βουτιά στην υπέροχη παραλία της σπηλιάς. Τα νερά ήταν πυρωμένα από το ήλιο, που τα χτυπούσε αδιάκοπα από την είσοδο. Κι όλο βυθιζόμουνα σαν το αγριόπαπο, μα ο χρόνος μας πίεζε. Έπρεπε να φύγουμε…
Ρίξαμε τη βάρκα και πάλι στη θάλασσα και με τα κουπιά βγήκαμε από τη σπηλιά για να επιστρέψουμε στο λιμανάκι της Αγίας Κυριακής, της Θηνιάς.
Στην επιστροφή είχαμε κατά μέτωπο τον ήλιο και δυσκολευόταν η ματιά μας να κοιτάξει στα ανοικτά τη θάλασσα, μήπως και κανένα δελφίνι μας συντροφεύσει.
Πλέαμε με την κινητήρια ορμή της μηχανής, πλάι με την κατεβασιά του βουνού του Αγκώνα. Η ματιά μας σκαρφάλωνε στο βουνό και στεκόταν στις αυλακωτές χαράδρες που ορμούσαν να φτάσουν έως τη θάλασσα. Ερωτοτροπούν το χειμώνα με το νερό, που όλο και τις αυλακώνει, μα και τις ντύνει με χαλίκια που ανάρια ανάρια φωλιάζουν σε εμπόδια και δημιουργούν σκαλώματα. Τα δένδρα, κάθετα στην πλαγιά, μετρημένα τον αριθμό, έδιναν μια πινελιά σε τούτο το σκληρό αναβατό τοπίο.
Κάπου μέσα σε πλαϊνά τοιχία της απότομης χαράδρας του Χειμωνικού, πρόβαλε και η γέφυρα, η ονομαστή «Γέφυρα του Χειμωνικού». Πόσα δεν ήλθα στο μυαλό μου από κείνα που μας έλεγαν οι παλαιότεροι για τους Γερμανούς και τους Ιταλούς που συνέβησαν εκεί πάνω. Φθάσαμε στο λιμανάκι της Αγίας Κυριακής. Δέσαμε το πλεούμενο και συνεχίσαμε για άλλα…
Φίλοι, αναγνώστες..είναι όμορφη η Κεφαλονιά μας. Ευχής έργο να ξεκινήσει και μια άλλη πατέντα γνωριμίας με το νησί μας και μεταξύ μας. Ποιος ξέρει, ίσως κάποιος από τους συνεργάτες, τώρα που είναι καλοκαίρι να οργανώσει κανένα τέτοιο μπάνιο… σε μαγική σπηλιά ή άγνωστο (απάτητο) τόπο του νησιού!
Σας χαιρετώ και σας ασπάζομαι θαλασσινά!