Ο Βασίλης Λέκκας στον INKEFALONIA 89,2 : «Η μουσική είναι η άμυνά μας – όσο την εμπιστευόμαστε, τόσο πιο δυνατοί γινόμαστε»
Στον Inkefalonia 89,2 στην εκπομπή «Μέρα Μεσημέρι» με την δημοσιογράφο Ελευθερία Κουλουριώτου, μίλησε ο τραγουδιστής Βασίλης Λέκκας.
Το έναυσμα γι αυτή την συνέντευξη ήρθε από το ότι ο Βασίλης Λέκκας, θα βρεθεί για δυο μουσικές βραδιές στο Kuro SIWO στο Αργοστόλι, Παρασκευή και Σάββατο 8 και 9 Νοεμβρίου αντίστοιχα, δίνοντας την δυνατότητα στους λάτρεις του καλού τραγουδιού να ταξιδέψουν με συνοδοιπόρους στίχους και νότες και πλοηγό την ιδιαίτερη φωνή του.
Γεννημένος στο Άνω Μητρούσι Σερρών , παιδί μιας οικογένειας που είχε στο πετσί της τον ξεριζωμό της προσφυγιάς από την Ανατολική Θράκη και που οι μνήμες των δικών του ανθρώπων αναβίωναν μέσα από τα τραγούδια τους για λύπες και χαρές, χτίζουν τα πρώτα συναισθήματα για το ρόλο που θα παίξει στη συνέχεια το τραγούδι στην διαμόρφωση του.
Διαφύλαξε αυτή την προίκα και όπως ο ίδιος αναφέρει: « Το επιδιώκω αυτό, είτε από μία πρώτη επαφή με τα πρόσωπα με μπόλιασαν αυτή την έννοια, είτε από ένα ένστικτο, είτε από μία υποχρέωση, είτε κυρίως όμως γιατί με αφορούν. Διότι αυτό που μοιάζουμε περισσότερο είναι το μήνυμα που περιέχει η συχνότητα της Ελληνικής γλώσσας και του Ελληνικού ήχου και μπορεί να αποκωδικοποιήσει πολύ ποιό εύκολα αυτή την μυθολογία του τόπου αυτού μέσα από τον ήχο. Αν λοιπόν την συντηρούμε με εμμονή θα έλεγα μέσα ειδικά σ αυτές τις συνθήκες που ζούμε, τόσο ποιο ισχυρό είναι το σήμα μας και ίσως να διευκολύνει την ζωή μας σε σχέση με τη ταυτότητα μας. Η μουσική είναι ένα συστατικό πολύ υγιές και πολύ ειδικό για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την αξία του. Όσο ποιο πολύ το εμπιστευόμαστε, τόσο ποιο πολύ ισχυρή άμυνα δημιουργούμε».
Το ρεπερτόριο του δεν γνωρίζει όρια, οι εκπληκτικές φωνητικές του δυνατότητες του δίνουν την δυνατότητα να κινείται χαρισματικά στο ευρύτερο ελληνικό μουσικό τοπίο, που περιλαμβάνει το σύγχρονο, το έντεχνο, το λαϊκό, το δημοτικό καθώς και το ρεμπέτικο τραγούδι και ο ίδιος καταθέτει το αποτύπωμα του : «Το πώς το διαχειρίστηκα είναι μια προσωπική μου υπόθεση, δεν θα ήθελα να την επιβάλλω η να την προτείνω σε νέα παιδιά που ασχολούνται με την μουσική η το τραγούδι. Τους προτείνω να μελετήσουν, να σπουδάσουν, να κάνουνε φωνητική, να κάνουνε ότι είναι να κάνουνε .
Ίσως ένα περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα εγώ , να ήταν αρκετό, ώστε να κατανοήσω σε δεύτερη φάση μέσα από τις κουβέντες και τους δημιουργούς που γνώρισα , τους ποιητές και τους μουσικούς, όλη αυτή την υπόθεση. Να αρχίσω μετά να κάνω τις πρώτες μου προσπάθειες να κάνω τις ιδέες μου κατάκτηση πάνω στην σκηνή και πράξη την φαντασία που είχα για τον τρόπο ερμηνείας. Και όταν το τόλμησα επάνω στην σκηνή, ήταν σαν να κέρδισα μία 10ετία.
Αν ανέβεις επάνω στην σκηνή βγάζεις τον πραγματικό σου εαυτό ,αν δεν το κάνεις εκεί, θα δυσκολευτείς και θα σου πάρει πάρα πολύ χρόνο μετά να κερδίσεις το χαμένο έδαφος. Αλλά το ποιο βασικό απ όλα , ναι μεν τα βιώματα μου είναι αυτά, αλλά στον ερμηνευτή τα βιώματα είναι και ένα είδος παγίδας. Ειδικά στο λαϊκό μας τραγούδι τα περισσότερα παιδιά η και παλιότεροι ,εκείνο που ήταν το μέλημα τους είναι και ήταν πως να αντιγράψουν τον τραγουδιστή, άρα μπαίνουμε στην λογική της μίμησης. Εάν δεν κάνεις την άλλη ανάγνωση να «διαβάσεις» το τραγούδι, δεν κάνεις κάτι. Οπότε προτιμάς ως ακροατής, να ακούσεις τον πρώτο εκτελεστή. Τραγουδάω λέει κάποιος βιωματικά, όλοι έναν μεγάλο αριθμό βιωμάτων τον έχουμε, αλλά μην μένουμε εκεί, γιατί παγιδευόμαστε χωρίς να το καταλαβαίνουμε ,ο τραγουδιστής στον τραγουδιστή, ο κιθαρίστας στον κιθαρίστα και πάει λέγοντας. Όταν αντιληφθούμε ότι ένα τραγούδι μας ερεθίζει σε τέτοιο βαθμό έστω και μέσα από έναν τραγουδιστή, είναι καλό να βρούμε αυτό που εκπέμπει , που σου δίνει μια ευκαιρία να το τοποθετήσεις μέσα στην ψυχή σου και να δεις ότι περιέχει και την ψυχή σου, οπότε όταν το εκθέσεις μ αυτή την λογική, ξαναγίνεται καινούργιο τραγούδι, διευρύνεται».
«Η Εποχή της Μελισσάνθης» του Μάνου Χατζηδάκη υπήρξε σταθμός για τον ίδιο. Με την εμπορευματοποίηση που έχει επικρατήσει στον χώρο, ο ίδιος ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο τα ειωθότα και την ανταπόκριση που θα είχε σήμερα το σπουδαίο αυτό έργο: « Δεν με αφορά η εμπορευματοποίηση και η φθορά, άλλωστε ούτε στην εποχή της που κυκλοφόρησε εξυπηρετούσε κάποιες ανάγκες εκείνης της εποχής. Νομίζω ότι όλη αυτή η περιπέτεια του λαού μας , εμφανίζει αφορμές για να έχουμε ανάγκη καταγραφής τέτοιων έργων . Ο καθένας μας μπορεί να βρεί τις απαντήσεις του, τον διάλογο του με την ιστορία, ακούγοντας αυτά τα τραγούδια. Δεν είναι τραγούδια μια καθημερινότητας όπως την εννοούμε, οπότε δεν το βάζω σε τέτοια πλαίσια και βεβαίως ισχύει να το ακούω και τότε και τώρα και στο μέλλον, όπως θα ακούω και το άξιον εστί στο μέλλον και τους ελεύθερους πολιορκημένους και το μεγάλο μας τσίρκο. Η έννοια του έργου , όπως η καταχνιά του Λεοντή και Ρίτσου σε ποια εποχή φαίνεται ξεπερασμένη. Ξεπερασμένοι είμαστε εμείς με την έννοια που δίνουμε ημερομηνιακές διαστάσεις.
Δεν υπάρχει περίοδος που να μην γίνει διαδήλωση στον δρόμο , πως γίνεται και ακούμε τέτοιου είδους τραγούδια, τέτοιου είδους έργα , πως γίνεται να χτυπάνε στο συνειδησιακό κομμάτι. Τα έχουμε για να τα χρησιμοποιήσουμε , ενώ αν δεν τα είχαμε καθόλου, θα προσπαθούσαμε να τα ανακαλύψουμε».
Προσωπικότητες - μύθοι της νεότερης ελληνικής τέχνης στην φαρέτρα των συνεργασιών του και αν ο ίδιος πίστευε σ αυτή την διαδρομή που χάραξε , σημειώνει: « Αν καθίσω να το εξηγήσω όλο αυτό, θα μείνω κι εγώ εμβρόντητος, διότι δεν έχω καμία σχέση με το περιβάλλον μου το οικογενειακό απ τα παιδικά μου χρόνια στα χωριά μου με μουσική. Απλά μέσα απ τις συνθήκες δημιούργησα μία σχέση με την μουσική από μόνος μου, ήταν ο διάλογος μου από μικρό παιδί. Ένα χαρακτηριστικό ήταν ότι είχα πολύ μεγάλη ευχέρεια να μαθαίνω τραγούδια από δική μου επιθυμία, είτε τα άκουγα να τα τραγουδάνε στο χωριό μου στην Κουμαριά εκεί στα νυχτέρια που λέγαμε. Όλοι αυτοί ήτανε πρόσφυγες κι είχαν αυτό το μεράκι να τραγουδήσουν το βράδυ μεταξύ τους και το Σάββατο ήτανε σε μια πλατεία στο χωριό μ ένα τζουκ μποξ και γλεντούσανε. Αυτά τα τραγούδια εγώ τα μάθαινα πάρα πολύ εύκολα κι αν δεν τα αποστήθιζα με την πρώτη, πήγαινα και έβρισκα καμιά δραχμή από τους συγγενείς μου για να μπορέσω να τα ξανά ακούσω να τα μάθω. Μέσα απο κει άκουσα την παράδοση, το λαϊκό μας τραγούδι, κάποιους τραγουδιστές της ρεμπέτικης πλευράς και κυρίως ο παραδοσιακός τραγουδιστής εκείνης της περιόδου, συνυφασμένος με τις συνθήκες, ήταν ο Χρόνης Αηδονίδης ,ο Δοιτσίδης και η Νίτσα Τσίτρα η εξαιρετική Μακεδονίτισσα τραγουδίστρια. Φανταστείτε μετά μίλαγα με τον Μαρκόπουλο όταν κάναμε τον δίσκο μας τον «Αθέατο Σφυγμό» και μου μίλαγε για την παράδοση και μου αποκάλυψε και μία πολύ ωραία εκδήλωση που είχε πραγματοποιήσει καλώντας πολλούς τραγουδιστές , από το παραδοσιακό ύφος από την Κρήτη μέχρι την Θράκη , από τα Γιάννενα μέχρι τις Κυκλάδες και μεταξύ αυτών βεβαίως είχε και την Τσίτρα και εγώ μέσα μου ένιωσα μια επιβεβαίωση, ότι αυτό το ένστικτο μου συναντήθηκε με έναν άνθρωπο , τον Μαρκόπουλο στην παράδοση και η παράδοση του Μαρκόπουλου είναι τόσο ισχυρή και λέω ωραίο είναι αυτό, δεν έκανα λάθη. Τα πρόσωπα που συνάντησα, δεν θέλω να μιλήσω πάλι για τον Μάνο, για τον Μάρκο, για τον Μίκη, για τον Μαρκόπουλο, να μιλήσω για τον Γιάννη τον Σπάθα που είναι και επτανήσιος, όταν μιλάμε για τους Socrates και παίρνει αυτός ο τιτάνας μουσικός κιθαρίστας παγκόσμιας αναγνώρισης και κάνει τον «Ηπειρώτικο Σκάρο» στο Mountains των Socrates και επικοινωνεί με όλο τον πλανήτη, δείτε πόσο ισχυρή είναι η παράδοση μας, πόσο τα κύτταρα της ήταν τόσο υγιή, που έβγαζαν αυτή την μουσική την ακρίβεια και ήταν μια ταυτότητα. Ήτανε μπλουζίστες και ακούγανε τους Socrates, ακούγανε τον Σπάθα να παίζει τον Mountains και μένανε με το στόμα ανοιχτό και τι έπαιζε, έπαιζε την παράδοση μας.
Τρανταλίδης, Σπάθας , Τουρκογιώργης, αυτά τα πρόσωπα για μένα είναι μυθικά, συνεργάστηκα, με τον Σπάθα κάναμε τρείς δίσκους, με τον Τρανταλίδη άλλους τρείς και θα παίξουμε τραγούδια στο Kuro SIWO Παρασκευή και Σάββατο. Αλλά φανταστείτε και ένα άλλο τοπίο, αυτή η σχολή Socrates, οι ροκ εκπρόσωποι παγκόσμιας αναγνώρισης, ήτανε μέλη της ορχήστρας του Χατζηδάκη, του Θεοδωράκη σε κοινές συναυλίες που κάνανε. Φανταστείτε ένα κοινό το οποίο είναι διχασμένο μουσικά, στο ένα δεν άρεσε ροκ, στον άλλο το άλλο είδος και οι ίδιοι ήτανε μαζί σε μία σκηνή ».
Ζητούμενο πολλών είναι η καταγραφή των καλλιτεχνικών βιωμάτων του Βασίλη Λέκκα, όμως όπως ο ίδιος εξομολογείται : « Είμαι πολύ κακός στο να έχω αρχεία και πάει λέγοντας και είναι πολύ κακό αυτό γιατί μου το λέει και ο γιός μου. Στην μνήμη μου έχω πολλά πράγματα, η αλήθεια είναι αυτή».
Στις βουλευτικές εκλογές του 2007 ήταν υποψήφιος με το ΚΚΕ στη Β’ Αθήνας (έλαβε 9.689 σταυρούς προτίμησης), για την εμπλοκή του στην πολιτική και το έκδηλο ενδιαφέρον του για το περιβάλλον ,αναφέρει: « Από μία ανθρώπινη διάσταση να το δείτε, δηλαδή του καθενός μας η παρέμβαση σε σχέση με δύο παιδεία, το περιβάλλον και η παιδεία πρέπει να είναι προτεραιότητες. Από την στιγμή που είχα την δυνατότητα να κάνω τέτοιου είδους βήμα , το επεδίωξα, Δεν επεδίωξα να αυτοπροβληθώ , μπήκα σε ένα ψηφοδέλτιο, δεν έκανα την παραμικρή κίνηση λόγω της ιδιότητος μου να το επικοινωνήσω λίγο παραπάνω. Θα μπορούσα να πάω σε ένα τηλεοπτικό κανάλι κλπ, αλλά το άφησα στην διαχείριση του κόσμου .Εκεί σταμάτησα κιόλας, δεν επεδίωξα να εμπλακώ πάλι, γιατί αυτό είναι και η ξεκάθαρη μου σχέση. Αν μου δινόταν η ευκαιρία τότε, θα το διαχειριζόμουνα έχοντας την επικύρωση του κόσμου, από την στιγμή που δεν έχω φτάσει σ αυτό το σημείο αποχωρώ, απλά. Και συνεχίζω να το κάνω αυτό σε έναν βαθμό, όπως το κάνω μέσα στην συνείδηση μου , μέσα από την μουσική , ώστε να έχει τα μηνύματα που πρέπει να χει και τα μηνύματα της μουσικής είναι υγιή μηνύματα».
Η περίοδος της πανδημίας γέννησε τον δίσκο «Κατάρτι κι ατμός» Ο Βασίλης Λέκκας καταθέτει μία ερμηνεία υψηλού επιπέδου, πότε αέρινη και λυρική πότε αιχμηρή και ορμητική και εισάγει ιδανικά τον ακροατή στον συνθετικό κόσμο του Γιώργου Καζαντζή.
Ο ίδιος αναφέρει σχετικά: « Εκμεταλλεύτηκα τον χρόνο πέρα από τη υπέροχη δουλειά που κάναμε με τον Γιώργο Καζαντζή το «Κατάρτι κι ατμός», έβγαλα και μεμονωμένα τραγούδια απ το συρτάρι τα οποία τα είχα πολλά χρόνια και τα επεξεργάστηκα. Έχοντας αυτή την χρονική δυνατότητα, μπορώ να πώ ότι έχω πάνω από 20 τραγούδια, τα οποία τα προχώρησα σε πολύ μεγάλο βαθμό και 20 τραγούδια δεν είναι λίγα».
Ο Βασίλης Λέκκας , θα βρίσκεται για δυο μουσικές βραδιές στο Kuro SIWO στο Αργοστόλι, Παρασκευή και Σάββατο 8 και 9 Νοεμβρίου αντίστοιχα και στις 16 Νοεμβρίου στην Ιθάκη και δηλώνει: « Εμένα μ αρέσει να παίζω σε μικρές σκηνές, το κάνω από μικρό παιδί και αυτές οι μουσικές σκηνές είναι ένα κύτταρο, στο οποίο ισχύει αυτή η σχέση η πολύ βαθιά που έχουμε με το τραγούδι , αυτό που λέμε, βλέπει ο άλλος τα χέρια και τα λαρύγγια μας στο ένα μέτρο. Μ αρέσει πάρα πολύ αυτό και αν λείψει αυτό , είναι χειρότερο από το να λείψει η δυνατότητα να πας στο Μέγαρο Μουσικής που λέμε. Αυτή η αμεσότητα νομίζω ισχύει για όλους τους μουσικούς. Ένας λόγος που φτιάχνονται τα τραγούδια είναι για να τα μοιραζόμαστε , να τα επικοινωνούμε, να μαστε δίπλα στους ανθρώπους , όλο αυτό αν λείψει, 100 τραγούδια στην δισκογραφία να κάνω, αν μου πεις τα προτιμάς αυτά η ένα live , θα πώ ένα live, μια ζωντανή συναυλία. Γι αυτό λοιπόν με χαρά ερχόμαστε να παίξουμε στο Kuro SIWO, εκεί σε έναν μικρό χώρο. Γυρίζω σ όλη την επικράτεια και μ αρέσει και είναι κάθε φορά αναζωογονητικό τι ωραίο να φεύγεις από μία πόλη πέρα από το να παίξεις , το ευχαριστηθήκαμε, την άλλη μέρα ο κόσμος να το συζητάει , έχουμε την σχέση αυτή, όποτε μας δοθεί η δυνατότητα να ξαναπάμε, αν πας να κάνεις διεκπεραίωση , μην πας καλύτερα. Εγώ καμιά φορά λέω σ αυτές τις μικρές σκηνές, υπάρχουνε κάποια επικίνδυνα πράγματα και πάντα τα έχω υπ όψιν μου, μπορεί να μην έχει καλό ήχο, μπορεί να μην μπορείς να φέρεις μία μεγάλη ορχήστρα, να είσαι με 3, 5 είναι καλά, μπορεί να παίξεις και με 1 πιάνο, μερικές φορές έχει κάποια μειονεκτήματα. Δεν με ενδιαφέρουν αυτά, θα πρέπει να τα ξεπεράσουμε, η μουσική μας δοκιμάζει και μας λέει έχετε και δύσκολες συνθήκες , δεν μπορεί να έχετε μόνο τα εύκολα».
Ο Βασίλης Λέκκας δεν αισθάνθηκε ποτέ να ασφυκτιά καλλιτεχνικά στο πέρασμα των χρόνων και λέει χαρακτηριστικά: « Απορώ πως με ανέχτηκε η μουσική γιατί δεν υπάρχουνε κανόνες για μένα. Αυτό που λένε καριέρα, δεν την χρησιμοποιώ ποτέ προσωπικά, αυτή η λέξη με απωθεί , έχει μια άλλη έννοια για μένα. Θα έλεγα καλύτερα μια αποστολή που έχεις μέσα σου προσωπική, κάνεις αυτό, εκείνο και τ άλλο και πρέπει να το κάνεις χωρίς να βάζεις δίπλα το προσπάθησα και δεν μπόρεσα να το κάνω γιατί κάποιος μου βαλε εμπόδια κλπ. Αυτά ισχύουν , αλλά δεν με ενδιαφέρουν και όσο φωτίζω αυτή μου την πλευρά, όσο επιμένω σ αυτό- καμιά φορά τα προσωπικά μου προβλήματα , τα οικογενειακά μου προβλήματα με έφτασαν στο σημείο να βρίσκω την δύναμη μου μέσα από την μουσική και αυτό να κυριαρχεί και στο περιβάλλον μου, γιατί έχω να στηριχτώ κάπου. Κα δεν είναι θέμα επιτυχίας, αλλά συνεργασίας με την μουσική, συνομιλώ μαζί της, έχω έναν συνοδοιπόρο και έρχομαι σε μία ισορροπία, μπορώ να διαχειριστώ και τα υπόλοιπα. Παλιότερα πχ που ήμουνα νέος και είχα περιπέτειες ερωτικές που μπορούσαν να με αποσυντονίσουν και τέτοια, διαλυόμουν τελείως και τα προσωπικά μου τα μετέφερα μέσα στην μουσική, ενώ τώρα βρήκα ότι η μουσική μπορεί να με κρατήσει όρθιο. Είμαστε τυχεροί που έχουμε την δυνατότητα αυτή, γι αυτό νιώθω το μεγάλο μεράκι των παιδιών να ανέβουνε στην σκηνή να παίξουνε , τα ωθούν όλα τα άλλα και φτάνουν σε ένα σημείο λύτρωσης. Όταν καταλαβαίνεις έναν καλλιτέχνη ότι νοιάζεται για τη μουσική, τότε αρχίζει και λύνει τα ερωτήματα του επάνω στην σκηνή κι αυτό δεν φαίνεται ως προσπάθεια να σε πείσει για κάτι , είναι ένα έργο που στο αποκαλύπτει και εγώ ως θεατής, βλέπω αυτή την αποκάλυψη, την οποία περιέχω σε έναν μεγάλο βαθμό, και λέω αυτό το περιέχω, γιατί χρησιμοποιώ την Ελληνική γλώσσα, η οποία δεν τελειώνει κι έχει ένα σενάριο ολόκληρο. Η μουσική είναι υγεία».
Ακολουθεί το ηχητικό της συνέντευξης.