Ευρυδίκη Λειβαδά: «Σπαρτεύς, Σπαρτέας, Σπαρτιά: Χίλια χρόνια παρουσίας»
Η Παρουσίαση του βιβλίου στα Σπαρτιά
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Καπετάν Βαγγέλη και Διονύση Μαρκέτο, καπετάν Σπύρο Τζάκη, σάς ευχαριστώ για την χαρά που μου δώσατε να περιδιαβώ μαζί σας τα καντούνια των πρότερων Σπαρτιών και τις ρούγες τού ακόμα πιο μακρινού χρόνου. Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκλησή σας να παρουσιάσω το βιβλίο σας, ένα βιβλίο που στο εξώφυλλό του δεν φέρει τα ονόματά σας, τα ονόματα των δημιουργών, αλλά προτιμά να τονίζει την ιστορικότητα του χωριού μέσα από τα «Σπαρτεύς, Σπαρτέας, Σπαρτιά». Σας ευχαριστώ γιατί, ως αναγνώστης του έργου σας, έγινα κοινωνός της αγάπης σας για τον ιδιαίτερο τόπο σας, και της γνώσης –που είναι και το ζητούμενο-. Η σύντομη έρευνα με ώθησε να προχωρήσω λίγο πιο πέρα, λίγο πιο βαθειά. Κι αυτή είναι η ομορφιά της παρουσίασης αξιόλογου βιβλίου, όπως και το παρόν. Ευχαριστώ επίσης από καρδιάς τον δραστήριο σύλλογο Το Σπάρτο και την Πρόεδρό του για την τιμή που μου έκαναν να βρίσκομαι σήμερα εδώ και να μοιράζομαι την χαρά της αναπόλησης της πορείας των Σπαρτιών των αιώνων, της εξάπλωσής τους από τον Εύξεινο και τα βάθη της Ασίας μέχρι τις άκρες του κόσμου, Αφρική, Αμερική, Αυστραλία, και της αστείρευτης ιστορίας τους που ταυτίζεται με την ίδια την ιστορία και την ναυτοσύνη της Κεφαλλονιάς.
Στον παλαιότερο μέχρι σήμερα κώδικα «Το Πρακτικό της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλληνίας του 1264» όπου διασώζονται παμπάλαια τοπωνύμια του νησιού μας, απαντά στο «Τεμάχιον 17» (641): «έτερον αμπέλιον εν τη περιοχή του Σπαρτέως το λεγόμενον της Αρέας το πλησίον του Τραυλού μοδίου α ημισεως…» που βρισκόταν κοντά με το αμπέλιον του «Στουπήτζη» που παρακάτω (836) γίνεται «χωράφι του Στουπίτζη» και η «περιοχή Σπαρτέως» γίνεται «τοποθεσία Σπαρτέως» κοντά στην οικία του «ιερέως του Ευμόρφη» κοντά στο «χοράφιον του … Φθημίου του Βεργοτή». Στο ίδιο «Τεμάχιον 17» σημειώνεται (653) το «αμπέλιον της Σπαρτηνής» κοντά στο «αμπέλιον Πτεριόνος». Όλες αυτές οι ονομασίες ασφαλώς ανήκουν πριν από τον 13ο αι., τότε που η Κεφαλλονιά αποτελούσε το ομώνυμο Ναυτικό Θέμα της Αγίας Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, (το Βυζάντιο μονολεκτικά). Πολύ πιθανόν να ανήκουν και στην προ Θέματος περίοδο, πρό Λέοντος Στ’ Σοφού (886-912), όταν η Κεφαλλονιά ήταν Τούρμα της Λογγοβαρδίας. Αυτά τα ίχνη του Βυζαντίου στο νησί μας –που παρατηρούνται σε πολλά μέρη του- είναι άκρως σπουδαιότατα, κι ελάχιστα μελετημένα γιατί πιστοποιούν την ελληνικότητα ή πιο σωστά την Ρωμηοσύνη, την αναλλοίωτη Ρωμηοσύνη ετούτου του τόπου. Βέβαια παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστο εάν αυτός ο «Σπαρτεύς» προηγήθηκε κι αυτών ακόμα των αρχών του 13ου αι. Πάντως από το 1264 και μετά η ίδια ονομασία παραμένει μέχρι σήμερα αμετάβλητη. «Σπαρτεύς, Σπαρτέας» κι όταν αυτού του πρώτου οικιστή και ανάδοχου του τόπου έσβησε η θύμηση, ο λαός την μετέτρεψε σε «Σπαρτιά». Ας σημειωθεί ότι στην «Επιτομή» του 1677 που αποτελεί κι αυτή σπουδαία τοπογνωσία της Κεφαλλονιάς, ο «Σπαρτεύς» του Πρακτικού, αλλά και ο/τα «Σπαρτέα» του 16ουαι. εκλείπουν . Ενώ τον 17ο και 18ο αι. στον ίδιο τόπο, επανεμφανίζονται ο/τα «Σπαρτέα» κι αργότερα (19ο αι.) μετασχηματίζονται σε «Σπαρτιά».
Τώρα, αυτός ο οικιστής «Σπαρτεύς» τι ήταν.
Θα μου επιτρέψετε μια σύντομη ετυμολογική ανάλυση που ίσως φωτίσει το θέμα, χωρίς φυσικά να δώσει τελική απάντηση:
Σπαρτός / ρ. σπείρω. Ο σπαρμένος, ο βλαστήσας. Σπαρτοί καλούνταν οι Καδμείοι «ωσεί εσπαρμένοι, τρόπον τινά, διότι κατά την παράδοσιν εφύτρωσαν εκ των οδόντων του δράκοντος, τους οποίους είχε σπείρει ο Κάδμος». Σπαρτοί γενικώς καλούνταν οι Θηβαίοι. Αυτό απλώς το αναφέρω, λόγω κοινής ρίζας. Δεν φαίνεται να έχει σχέση με το θέμα μας.
Σπαρτίον υποκοριστικό του Σπάρτο = μικρό σχοινί. Σχοινί, καλώδιο, γούμενα/παλαμάρι που κατασκευάζεται από τον θάμνο σπάρτο, σπαρτιάς, σπάρτος και λατινικά spartum και spartea.
Σπάρτος ο/η, σπαρτί και σπαρτιά. Σπείρω: σπαρτίον – σπαρτία σπάρτα κατά συγκοπή, ως υποκοριστικό.
Σπαρτεύς (κατά τους βυζαντινούς) ήταν ο κατασκευαστής των σχοινιών, ο σχοινάς, ο σπαρτοπλόκος (καλλιγαρεύς/ καλλιγάριος= πεταλουργός, λωροτομεύς/λωροτόμος = κατασκευαστής δερμάτινων λουριών για άλογα, μεταξάς (απαντά ως επώνυμο) = ο σχετικός με το εμπόριο και ευρύτερα τον κύκλο του μεταξιού). Ας σημειωθεί πως στα Σπαρτιά υπάρχουν φυτά σπάρτα/ σπαρτιά / spartea.
Αυτή η εξήγηση μοιάζει πιο κοντινή. Αν πράγματι είναι σωστή τότε ο Σπαρτεύς που είχε αυτήν την ιδιότητα, θα κατασκεύαζε παλαμάρια/γούμενες για πλοία σπαρτινών συμφερόντων, πλοία των μεγάλων και γνωστών πρώτων γηγενών ναυτικών οικογενειών του τόπου (Ρ(Λ)υκιαρδόπουλοι, Πανάδες, Ροσόλυμοι) των οποίων τα επώνυμα ακόμα και τώρα διασώζονται μέσω του δυναμισμού της συνέχισης των γενεών.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη με χρονολογική κατάταξη. Το πρώτο μέρος ανασταίνει την Ενετοκρατία, το δεύτερο την Ιόνιο Πολιτεία, την Αγγλική «Προστασία» και το κύλισμα προς τον 20ο αι., το τρίτο τον 20ο αι. και το τέταρτο διανθίζεται με προσωπικές αναμνήσεις. Το τώρα πικραίνει. Μα όταν γίνεται χθες, εξιδανικεύεται. Η επιστροφή σε μεταμορφώνει αυτόν που την τολμά. Κι οι συγγραφείς μιλούν για το χωριό βιώνοντας πολλές αλλοτριώσεις. Αυτές που φρόντισαν οι πόλεμοι, ο εμφύλιος, οι σεισμοί. Αυτές που περιποιείται ο ίδιος ο χρόνος. Αλλοτριώσεις που πονούν και πληγώνουν. Το ωραίο είναι πως η πινελιά των θαλασσινών δημιουργών στολίζει κάθε κεφάλαιο του βιβλίου. Ο ορίζοντας των συγγραφέων δεν είναι ταυτόσημος με την κλειστή περιφέρεια των Σπαρτιών. Κι αυτό για δυο λόγους: γιατί οι συγγραφείς είναι ναυτικοί, και γιατί τα Σπαρτιά δεν είναι χωριό κλειστής εγκοσμιότητας. Είναι χωριό που ανέκαθεν γεννούσε Οδυσσείς και που μόνιμα προσμένει Οδυσσείς. Η ευημερούσα κοινωνία του η οποία τρέφεται από τον κληρονομημένο πολιτισμό των Σπαρτινών, τον οποίο και μεταδίδει, έχει βαθιά χαρακτηριστικά κοσμοπολιτισμού, ενώ κρατά με σεβασμό, ιστορικότητα, παραδόσεις, αξίες και μπολιάσματα με ό,τι καλύτερο αφήνουν οι γνώσεις των άλλων τόπων κι οι συγκρίσεις με αυτούς, γνώσεις κι εμπειρίες που έφεραν οι πολυταξιδεμένοι ναυτικοί τον καιρό που, ακόμη κι ένα ταξίδι ήταν δυσκολότατη απόφαση, αν όχι απόλυτα αρνητική, καθώς εμπεριείχε κινδύνους κι όχι λίγες φορές τον ίδιο τον θάνατο. Η επιστροφή ήταν πάντοτε αβέβαιη και το κάθε φευγιό έπαιρνε διαστάσεις τραγικού αποχωρισμού.
Το βιβλίο αυτό είναι στοχαστική και συνειδητή περιδιάβαση, μνημόσυνο που ανάβει κεριά και καντήλια, καθώς ανασκαλεύονται οι παλιοί γνώριμοι, κι οι άλλοι που μόνον έγγραφα διασώζουν το όνομά τους, αλλά κι αυτοί που ζουν στις στερεές μνήμες των μεγαλυτέρων σαν μισοσβησμένες εικόνες, σαν ωχρές και φευγαλέες αναμνήσεις. Κινούνται νήματα της πορείας στο χρόνο σε μια προσπάθεια ευγενούς χάραξης θυμημάτων που αντιστέκονται θολά στο ασυνείδητο και στο συνειδητό. Κι έτσι, το μυαλό, ο νόστος, η επιθυμία διασχίζουν τους ίδιους δρόμους των Σπαρτιών με διαφορά αιώνων. Τότε οι συγγραφείς μπορούν κι αναγεννούν έναν κόσμο που έζησε εποχές ταραγμένες, γεμάτες φόβο, αγωνία κι ελπίδα και στα χαλάσματά του φυτεύουν άνθη θύμησης δοξαστικά. Ένα χωριό που σέρνει πίσω του χιλιάδων χρόνων ιστορική εμπειρία και προκαλεί όσους χειρίζονται την πέννα να αποτυπώσουν το προ αλλοτριώσεων τοπίο που ανυψώνεται παίρνοντας διαστάσεις ιδανικές, και μυθοποιεί το αγαπημένο παλιό περιβάλλον.
Υποβιβάζεται το σήμερα, ή καλύτερα, το σήμερα έρπει αχνά, και το χθες, κυρίαρχο, αποπνέει θαλπωρή, τρυφερότητα, καθώς δένεται αδιάσπαστα με τα χρόνια της συγχώρησης, με τα χρόνια που η ψυχή του ανθρώπου μαλακώνει, αλλά και με αυτά της αθωότητας: τα παιδικά παιγνίδια που κάποτε μάτωναν τα γόνατα από τις χτυπιές στους χωματόδρομους και στα λιθόκτιστα παλιά φιδωτά στενοσόκακα, οι μικροκαυγάδες και τα «πιτσώματα» στην καραμπάνα, στα «μέντα μέντα τα μελιγκίτικα», στους «μπούζους», στις «αμάδες». Όλα γίνονται γλυκειές αναμνήσεις. Λιομάζωμα, τρύγος, κήποι πλημμυρισμένοι με άνθη, περιβόλια με καρπούς, μποστάνια με χορταρικά, καλημέρες και χαιρετούρες από τους συγχωριανούς. Οι κυράδες που έγνεθαν κι έπλεκαν με μπουστίνες σκαρτσούνια, μοιάζουν αρυτίδιαστες από τον χρόνο. Το κυνήγι πίσω από τα φυλλώματα των γέρικων δέντρων, οι ανδροπαρέες στα καφε-ταβερνο-μπακάλικα με το ραμί και το φάντε-σάρωμα, τα γαϊδουράκια που πήγαιναν ξυστά στον Κούρουκλα, άκρη άκρη στον γκρεμό ελπίζοντας να ξεφορτωθούν το βαρύ φορτίο που κουβαλούσαν, οι πελάτες με το ταξί το Φορντάκι του Διονύση Βούρτεψη, του Θανάση Δίλλαλου, του Φραγκίσκου Βικάτου που πλήρωναν ανάλογα με τη θέση που καταλάμβαναν –άλλοι στα φτερά, σαν τσαμπιά σταφύλια κι οι άλλοι στα «πολυτελή» καθίσματα, οι λίγες παραστάσεις του Καραγκιόζη με τον Γιώργη Δημάτο της Χαϊδούλας -από τα γειτονικά Κοριάνα- που παίζονταν στην πλατειούλα μπροστά από το μαγαζί του Αντρογιάννη Λορεντζάτου, η τόσο μοναδική, λογικότατη κι απλή θεραπεία του Βυράκη Λυκιαρδόπουλου για την «ευκοιλιότητα» που «…όταν τελειώσουν τα βούσκα θα του περάσει του παιδιού», τα παλιά καφενο-μπακάλικα με τη μικρή ποικιλία εμπορευμάτων που όμως από αυτά οι καλονοικοκυράδες έφτειαχναν μύρια καλούδια που «άρπαζαν» τη μύτη και γουργούριζαν την κοιλιά, τα θαύματα με την εμφάνιση της Παναγιάς «μέσα στην κουφάλα της ελιάς κάτω από τους Αγίους Σαράντα στρίβοντας δεξιά για την Αγία Μαρίνα» κι αυτό με την εμφάνιση του Προστάτη μας Αγίου Γερασίμου που στάθηκε «έξω στο Μότζο», το σχόλασμα μετά από το απογευματινό μάθημα της καλλιγραφίας και της αντιγραφής, τότε που έπεφτε ξύλο για να «πατάει» το α επάνω στη γραμμή και να είναι «περασιά» με τα άλλα διπλανά γράμματα, το κουβάλημα του νερού από το πηγάδι της Μιχαήλας και το … μαγάρισμά του με παιδικό κατρουλιό, οι πίκρες από τις συμπεριφορές της καθημερινής ζωής. Όλα αυτά μαζί μπήκαν σε ένα χωνευτήρι κι έγιναν ονειροπολήματα, γλυκόπικρες αναμνήσεις, ρεμβασμοί ευάρεστοι.
Τον άνθρωπο, η επιστροφή στο χθες, τον μεταμορφώνει, τον συμφιλιώνει με αυτό μέσω της αναπόλησης. Οι γνώριμοι του παρελθόντος γίνονται αυτόματα και χωρίς εξαιρέσεις, όλοι αγαθοί κι οικείοι, γίνονται πρόξενοι ψυχικής ευφορίας, οικοδομούνται με ευλάβεια από τους συγγραφείς, κι οι φθορές του χθες, οι κάθε είδους φθορές, τα κάθε είδους ραγίσματα αποκαθίστανται με χάρη. Έτσι, τα Σπαρτιά των σκιών των προγόνων αποκτούν ήχο, χρώματα, μυρωδιές, τάξη κι αρμονία. Δίνονται με ενάργεια, ζωγραφικά. Ορθώνονται σπίτια, εκκλησιές: στην Κόχη ο Άγιος Γεράσιμος, οι Αρχάγγελοι και η Υπεραγία Θεοτόκος (της οποίας μάλιστα διατηρείται ο Κώδικας από το 1665 έως το 1845, αλλά και Ληξιαρχικά από το 1740 έως το 1901). Υψώνονται ξωκλήσια σαν τον Άη Λιά προς τον Κλειματσιά κι τον Άη Νικόλα των Πανά (του οποίου διατηρούνται αρχεία από το 1721 έως το 1901), αλλά κι ο Άγι-Αντρέας κι ο Άη –Χερκός με την παράξενη ονομασία που σμιλεύει η «Αγία Ιεριχώ», ονομασία που οδηγεί στον καιρό των Σταυροφοριών όπου η Κεφαλλονιά, λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης, έπαιξε κομβικό ρόλο. Ευρύτερα όμως η αναφορά στις εκκλησιές είναι αξιόλογη. Ισάξια σπουδαίο είναι και το «πέρασμα» των κτισμάτων που οι σεισμοί ισοπέδωσαν: τα «δυο Μπονικέϊκα», κι άλλα στο δρόμο «κατηφορίζοντας από Άη Θάνάση προς Άη Νικόλα όπου σώζονται όρθιοι τοίχοι με ξώπορτες κι υπέρθυρα», αλλά και προς το εκκλησάκι του Αγίου Γερασίμου με τη σειρά των πετρόχτιστων σπιτιών που ακόμη και σήμερα αντιμάχονται τη φθορά. Κι αλλού όπως του «Ντόριζα», της «Μαριγώς», του «Κολασμένου», της «Χλόης», της «Σιόρας Ήβης», της «Σιόρας Κάτες», του «Αναστασάκη» με νωπογραφίες στις οροφές των δωματίων. Ξεπηδούν όμως κι άνθρωποι σε μια πορεία αντίστροφη, μακρινή, με διάθεση πάντα συγχώρησης προς όσους πίκραναν, και συγνώμης προς όσους στενοχώρησαν. Ένθεν κακείθεν. Πρώτοι προβάλουν οι ήρωες: οι μικρές ιστορίες των μεγάλων ανθρώπων όπως του Δρόσου Μωραϊτη, του Νικόλα Πανά, των 100 περίπου νεκρών Σπαρτινών ναυτικών οι οποίοι θυσιάστηκαν στον Β’ Π.Π. που η πατρίδα τούς ανταμείβει με … λήθη και που, ευτυχώς, φροντίζουν οι ναυτικοί μας με την εφημερίδα τους «Η θάλασσα» να καταγράφουν, κι έτσι να διασώζουν. Κι έπειτα έρχονται όλοι οι άλλοι που ξαναγεννιώνται κόντι κόντι στις παλιές κοντράδες των Σπαρτιών:
- Είσοδος του χωριού από το Αργοστόλι: Νιοχώρι και Μπούζοι. Κατά σειρά κατοικίες. Δεξιά. Αριστερά. Συνολικά 13 οίκοι και μια εκκλησιά.
- Κι έπειτα: Μπούζοι – Καμάρι: 12 σπίτια δεξιά κι αριστερά.
- 2 εκκλησιές, 1 λητρουβιό, 20 σπίτια στην Πλατεία Καμάρι.
- Και μετά Καμάρι προς Μπενάτα 19 σπίτια και 1 εκκλησιά.
- Καμάρι προς Σκαμνιά, προς Αλωνάκι, προς Πηγή/Περνάρι, πολλές εκκλησιές και 40 σπίτια.
- Προς Περνάρι, Μπονικέϊκα, Άη Γεράσιμο, άλλες εκκλησιές και 20 σπίτια.
Κάπως έτσι αναστήθηκε το προσεισμικό χωριό με κάθε σεβασμό προς όλους όσοι άφησαν τα αχνάρια τους στη γη ετούτη. Καταγράφηκαν όλες οι οικογένειες με τα επώνυμα και τα ονόματα των παλαιών μελών τους, και πολλών τις ιδιότητες.
Κι έπειτα ήρθαν οι σεισμοί του ’53, αυτό το τραγικό ρήγμα της ζωής όλων, τομή που χώρισε τον τοπικό χρόνο σε «προ» και «μετά σεισμού». Ετούτος είναι ο χρόνος ο Κεφαλλονίτικος. Και πώς μετρήθηκαν οι σεισμοί; Μα… με ένα καπάκι: «Την Τρίτη πέσανε αρκετοί τοίχοι, κυρίως ατσούπια. Και την Τετάρτη ό,τι είχε απομείνει. Δεν έχει σημασία αν τα ρίχτερ που καταγράφηκαν ήταν τόσα ή τόσα. Σημασία είχε πως το καπάκι της κατσαρόλας που στηριγμένη πάνω σε 2-3 πέτρες έβραζε τον κόκορα για μεσημεριανό, έπεσε απ’ τον σεισμό. Η γάτα που της μύρισε ο μεζές, έτρεξε, και με το ποδάρι της προσπαθούσε να τον αρπάξει. Κι εμείς δεν μπορούσαμε να σταθούμε όρθιοι να κάνουμε λίγα βήματα για να την διώξουμε». Έτσι «εισπράχθηκε» ο μέγας σεισμός του επώδυνου εκείνου Αυγούστου.
Μετά από αυτά «τα χρόνια του χάους» ήρθε και το άλλο αποτέλεσμα: αυτό της αλλαγής της σύνθεσης του πληθυσμού του χωριού. Κάποιοι ήρθαν στα Σπαρτιά από τα εσώτερα της Κεφαλλονιάς, κυρίως από την ευρύτερη περιοχή των Ομαλών. Κάποιοι ντόπιοι έφυγαν έξω από τα Σπαρτιά, κάποιοι Σπαρτινοί αναχώρησαν έξω από την Κεφαλλονιά, κάποιοι άλλοι μακριά κι από την Ελλάδα. Ο στόχος όμως όλων ήταν «να ξαναχτίσουν τα γκρεμισμένα, και να βοηθήσουν την οικογένεια» που δεν το «έβαζε κάτω» κι έμεινε στο χωριό –επίγεια κλαδιά απύθμενων ριζωμάτων- για να ορθώσει πέτρα στην πέτρα τα ερείπια. Όλα ετούτα, όλα μαζί οδηγούν τη φλόγα της καρδιάς, καθαρίζουν το νου και το χέρι γράφει με την πέννα στο χαρτί πνευματικές και δημιουργικές μεταρσιώσεις, «ανεβάσματα» πάνω και πέρα απ’ τον αισθητό, από τον υπαρκτό κόσμο.
Η σύλληψη του χθες και η καταγραφή του προϋποθέτει καθαρότητα σκέψης, τάξη, ψυχική δυνατότητα κι υπομονή, αγάπη, κατανόηση, μεράκι και κυρίως, απόφαση για άνοιγμα διόδου προς τα πίσω, άνοιγμα που ορισμένες φορές εμπεριέχει συγκρουσιακές καταστάσεις με ανθρώπους που για δικαιολογημένους λόγους δικούς τους, δεν επιθυμούν αυτό το πισωδρόμιασμα, και δη, την αποτύπωσή του σε χαρτί. Όμως, η όποια δικαιολόγηση, ωχριά και παρακάμπτεται εύκολα κι ανενδοίαστα μπροστά στον σεβασμό και στο ηθικό χρέος της διάσωσης της πληροφορίας που αποτελεί παρακαταθήκη, δίδαγμα και κέλυφος γνώσης για τις επόμενες γενιές στις οποίες οφείλουμε το ίδιο, όπως και σε αυτές που πέρασαν πίσω μας. Η ύπαρξη βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν κόσμο που πληγώνει τη μνήμη, που δονεί –συνήθως βίαια και ξαφνικά- τη θύμηση, όμως κατά βάθος, γαληνεύει την καρδιά, γονιμοποιεί την ευαισθησία. Τα ριζώματα της μνήμης δυναμώνουν την ψυχή, προσφέρουν αυτοβύθιση στο χθες αναδύοντας τον μικρόκοσμο ενός χωριού που κατοικείται από παλιούς, ξεχασμένους ή μη, που τα σπίτια του στέκουν έτσι όπως τότε, πριν μεριμνήσουν για αλλαγές είτε οι σεισμοί, είτε η διάθεση ανανέωσης των γενιών που ακολουθούν.
Αυτές οι βαθιές, παλιές ρίζες φθάνουν μέχρι το σήμερα με πλήθος απογόνων, παιδιών, εγγονιών, δισεγγονιών τού αύριο που μοιάζει και πρέπει να είναι λαμπρό. Ωραιότατο το «φρεσκάρισμα» στα παρατσούκλια των συγχωριανών. Το ίδιο ωραίο κι αυτό των τοπωνυμίων. Αλλά κι οι κεφαλλονίτικες λέξεις (φτενός, πιθώνω), και τα ονόματα τα γυναικεία τα Κεφαλλονίτικα που δύσκολα απαντούν αλλού (Πατσή, Κεβούλα, Θαλούλα, Αγγιολίνα).
Θα μου επιτρέψετε ένα πέρασμα στα πιο περίεργα παρωνύμια που αναμφίβολα η ύπαρξή τους προϋποθέτει αιτία από τον φέροντα, κι ευφυΐα από τον ανώνυμο δημιουργό τους: Λίγγος, Φαγάς, Κάλαθος, Μπακιός, Ξύλινος, Γρούτσης, Σκαπατσώνης, Φρίγγος, Τσίφτης, Ντεράς, Μούρμουρας, Σεισμός, Νιόκος, Αρμυρός, Στραβογιάννης, Κολασμένος (που με τέτοιο παρανόμι θα έκρουε απανωτές φορές ο ψημένος την πόρτα του Παράδεισου που άξιζε να μπει), αλλά κι αυτός ο Σκατουλαριάς (πώς να κρυφτείς με τέτοια ονομασία και πόσες φορές θα πρέπει να πλένεσαι κάθε μέρα για να μην «βρωμάς»)!
Αξίζουν όμως σύντομης αναφοράς και κάποια από τα τοπωνύμια που σημειώνονται με προσοχή στο σεργιάνισμα όλου του έργου: τα παλαιότατα Φτεριώνας, Χαλικερή (810, 811), Σκάλα του Κουμαριά (880), Δημοσιάρης (649) που έρχονται όλα πίσω κι από τον 13ο αι., αλλά και νεώτερα όπως Βραχάκι και Βράχος του Νηψιά, Κυδωνιές, Δρόμος του Κούρουκλα, Γιαννιτσάτα, Τριάλος, Μαλακάτο, Καμάρι, Κουρβέτσι, Πηγούλα, Ρόγγι, Γράβες. Όλα αυτά χαρακτηρίζουν ποιότητα εδάφους, ύπαρξη νερών, ιδιοκτησίες παλιές, φυτά και δένδρα-σύμβολα, κι άλλα χαρακτηριστικά περιοχών που η φύση έπλασε όπως χαράδρες, ρεματιές, τόποι ξερικοί.
Μελετημένη η επιλογή της ακριβούς μεταφοράς του «Οδοιπορικού του Βαγγέλη Πανά», μιας συνοπτικής χρονογραφίας που ξεκινάει την Μεγάλη Εβδομάδα όταν τα συναισθήματα, και δη του ναυτικού που επιστρέφει στα Σπαρτιά μετά από χρόνια, είναι στο έπακρο. Με τα μάτια της ψυχής του σεργιανάει στα παλιά καντούνια, γεμίζουν τα ρουθούνια του μυρωδιές από τις ανθισμένες αμυγδαλιές και τα μάτια του βουρκώνουν στη θέα των κισσών που έχουν πνίξει τα χαλέπεδα. Σπίτια παλιά εναλλάσσονται με αγροικίες, κούρτες, αυλές και θολωτές μπασιές. Ο Βαγγέλης Πανάς μεταφέρει παραδόσεις και λαοσοφία. Τιμά τους νεκρούς. Προσκυνάει στο μοναστήρι τ’ Αγι-Αντρεός, αναπολεί με διάθεση ρομαντικής φιλοσοφίας το μεγάλωμα της γέρικης ελιάς, που από τρυφερή κλωστίτσα κλεισμένη σε κουκούτσι, έγινε δεντράκι, μεγάλωσε, γνώρισε Σταυροφόρους, Φράγκους κι άλλες ράτσες ξένες που άλωναν αδιάλειπτα ετούτον τον τόπο, κι έφτασε να περιμένει το άδοξο τέλος της μετά από τόσων αιώνων ζωή, για να εξυπηρετήσει το άνοιγμα της παλιάς στρατούλας προς τον Μύλο για να μπορεί να «περνάει το πούλμαν» της προόδου και της ανάπτυξης.
Και σε όλο αυτό το περπάτημα επάνω στη γη των Σπαρτιών, διάχυτη απλώνεται η θάλασσα κι η ναυτοσύνη των συγγραφέων: το στρίντζο της άγκυρας, οι κύλινδροι των βιτζιών, το στόκολο και το μαυρισμένο δέρμα, η τιμονιέρα πάνω στην «κόντρα γέφυρα», το σκουριασμένο «τάγκι». Κι η θάλασσα, η μεγάλη θάλασσα, πάντα εκεί, ανάμεσα σε αμπέλια με κατάφορα τσαμπιά, και σε ελιές με ασημένια φυλλώματα που ροβολούν κλιμακωτά, μέχρι την ακρογιαλιά, μέχρι τον Κλειματσιά και τον Λιάκα. Αυτά είναι τα Σπαρτιά όπου δίπλα στην αγράμπελη μυρίζει η αρμύρα, όπου στην εύρωστη κι ασάλευτη γη τους, ορμάει η αεικίνητη θάλασσα και γεμίζει τα μάτια ουράνιο μπλε.
Στα χρόνια του σήμερα, τα χρόνια της αέναης επιτάχυνσης, κάτω από τα χώματα ετούτα που πατάμε βρίσκονται οι ίδιες φωνές. Φωνές των προγόνων, των αιώνων, του αίματος, των ατελεύτητων κύκλων γενεών και γενεών. Φωνές που σβήνουν για να επανέλθουν με τους ίδιους αργούς ρυθμούς. Απαράλλακτες στους καιρούς, συσσωρεύουν ενέργεια χρόνων και διατηρούν με τρόπο μαγικό τον τόπο του Σπαρτέα, τα υπέργεια Σπαρτιά των 4 εποχών με την ίδια αδιάπτωτη διαιώνια τάξη.
Παρερμηνεύοντας τον Dante: ένα φανάρι που κρατά ένας που βαδίζει τη νύχτα δεν φωτίζει μόνον το δικό του μονοπάτι, αλλά κι αυτούς που ακολουθούν. Έτσι και το φως των συντελεστών αυτού του βιβλίου φωτίζει το δρόμο όσων ακολουθούν και θα ακολουθούν οδηγώντας τους στα Σπαρτιά των παλιών καιρών που επιμένουν να απλώνονται στον ίδιο πάντα ιστορικό τόπο.
Κάπου εδώ τελειώνει το εργόχειρο με το νήμα του κουβαριού της θύμησης. Τελειώνει η σύνθεση κόσμων προπατορικών στην ίδια πάντα γη -σαν αυλαία θεάτρου-, με άλλα όμως σκηνικά, άλλοτε με έργο –τις περισσότερες φορές- δραματικό, άλλοτε κωμικό, άλλοτε σατιρικό ή και κωμειδύλλιο και πρωταγωνιστές μορφές αγαπημένες του χθες που αχνοσβήνει, και πάντα κυρίαρχη η μνήμη η ιστορική που κουβαλιέται αυτόματα, πεισματικά, ετσιθελικά στο διηνεκές στα κύτταρα όλων εδώ των παρόντων, αλλά και των απόντων.
Σας ευχαριστώ όλους για την αποψινή σας παρουσία.
Ευρυδίκη Λειβαδά